Ὅταν ἤμουν μικρό παιδί ἀκόμη καί πήγαινα τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία, ἐντύπωση μοῦ ἔκανε, πού οἱ Χριστιανοί, σχεδόν ὅλοι, στό ἄκουσμα «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» ἔκαναν τόν Σταυρό τους. Κάποια φορά, ρώτησα ἕνα σεβάσμιο ἱερέα:
-Γιατί, παπούλη, οἱ χριστιανοί κάνουν τόν Σταυρό τους ὅταν ἀκοῦν τό «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» καί δέν τόν κάνουν ἤ τόν κάνουν λίγοι ὅταν ἀρχίζει ὁ ψάλτης τό Πιστεύω «Πιστεύω εἰς Ἕνα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα…;»
-Παιδί μου, μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος, εἶναι ἁπλό αὐτό πού ρωτᾶς. Μία οἰκογένεια, εἶναι πραγματική οἰκογένεια ὅταν ἔχει σπίτι, ὅταν βρίσκεται μέσα στό σπίτι. Οἰκογένεια χωρίς σπίτι δέν ὑπάρχει. Ἐκεῖ ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τά ἀδέλφια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σπίτι ὅλων μας καί ἐκεῖ εἴμαστε «μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10, 16). Ἐκεῖ ὑπάρχει μόνο ἡ ἀληθινή πίστη στόν Τριαδικό Θεό, τόν Οὐράνιο Πατέρα μας καί εἴμαστε ἑνωμένοι μέ Αὐτόν καί μεταξύ μας σάν μία οἰκογένεια. Κάνοντας, λοιπόν, τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, δείχνουμε καί ὁμολογοῦμε πώς πιστεύουμε στον ἀληθινό Θεό, πού ἀποκαλύφθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ἀκόμη, δείχνουμε πώς σεβόμαστε καί ἐμπιστευόμαστε Αὐτήν καί πιστεύουμε ὅ,τι πιστεύει Αὐτή καί ἐπίσης Τήν θεωροῦμε Μητέρα ὅλων, ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Ἀπό τότε πού ἄκουσα αὐτά τά λόγια, πέρασαν πολλά χρόνια καί ἡ εὐλογημένη αὐτή συνήθεια τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καλά κρατεῖ. Καί πρέπει νά κρατεῖ, διότι εἶναι ὁμολογία πίστεως, ἔστω καί ἄν πολλοί δέν τό γνωρίζουν. Ὅμως, δέν φτάνει αὐτό μόνο.
Στά χρόνια πού πέρασαν, ἔβλεπα καί βλέπω ἀκόμη πώς σέ πολλούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀκόμη καί σέ αὐτούς πού θέλουν νά φαίνονται καλοί Χριστιανοί καί μάλιστα Ζηλωτές τῶν πατρώων παραδόσεων, νά λείπει τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, ἡ μέχρι θανάτου δηλαδή ὑπακοή καί ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία καί ὁ ἀπέραντος σεβασμός σέ Αὐτήν, πού ὀφείλουμε νά ἔχουμε ὅλοι μας, κλῆρος καί λαός, μοναχοί καί λαϊκοί.
Γι’ αὐτό τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα θά μιλήσουμε σήμερα, πού γιά ὅλους μας εἶναι ὄντως ὅρος καί προϋπόθεση σωτηρίας. Θά μιλήσουμε βεβαίως, κατόπιν τῆς εὐγενοῦς προσκλήσεώς σας, ἀγαπητέ π. Ματθαῖε καί σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γι’ αὐτό. Ἀκόμη, εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς, πού προσήλθατε πρόθυμα σ’ αὐτή τή σύναξη.
Ὁ λόγος γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι πάντα ἐπίκαιρος καί πάντα ὠφέλιμος. Ἀλλά, τι εἶναι Ἐκκλησία;
Στό ἐρώτημα αὐτό, δέν ὑπάρχει εὔκολη ἀπάντηση, διότι δέν ὑπάρχει ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε οἱ ἅγιοι Πατέρες, οὔτε καί αὐτές ἀκόμη οἱ Ἅγιες Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν διατύπωσαν κάποιο ὁρισμό ἐπίσημο. Ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται, ἀλλά μόνο περιγράφεται. Αὐθεντικός ὁρισμός ἑπομένως δέν ὑπάρχει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τό «Παμμυστήριον» σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς («Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», σ. 24).
Παρά ταῦτα, πολλοί Πατέρες, μέ θεῖο φωτισμό, εἶπαν καί ἔγραψαν πολλά γι’ αὐτό τό παμμέγιστο θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐνῶ διακρίνεται στήν «ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα» καί στήν «ἐπί γῆς στρατευομένην», παραμένει πάντοτε ἑνιαία καί ἄρρηκτα συνδεδεμένη, μέ κεφαλή τόν Χριστό, «ὡς κοινωνία πιστῶν», «ὡς σῶμα πιστῶν» καί «ὡς λαός τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Παῦλος, ὁ μέγιστος τῶν Θεολόγων καί Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, εἶναι ὁ πρῶτος μετά τόν Ἕνα, πού μᾶς εἶπε ἐπί λέξει «τι ἐστι Ἐκκλησία».
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα μέ κεφαλήν τόν Χριστόν. Ὁ Πατήρ «πάντα ὑπέταξε ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ (τοῦ Υἱοῦ) καί Αὐτόν ἔδωκε ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστι τό σῶμα Αὐτοῦ» (Ἐφεσ. 5, 23). «Χριστός ἐστι Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας» συνεχίζει. Καί ἀφοῦ ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ μοναδική Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας· «Καθώς ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν Ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς» (Ἐφεσ. 5, 25)
Καἰ εἶναι τόσο ἀδιάρρηκτος ἡ ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας μέ τό σῶμα, ὥστε νά λέγει ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος ὅτι Ἐκκλησία εἶναι ὁ «Χριστός εἰς τούς αἰῶνας παρατεινόμενος».
Καί ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καί ὁ Σωτήρας καί Κυβερνήτης Της. Εἶναι «ὁ χορηγός τῆς ζωῆς καί τῆς πρός αὔξηση δύναμης σέ ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί σέ κάθε μέλος ξεχωριστά» (Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαίδεια, σ. 491, 1β). Εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς θείας ζωῆς καί Χάριτος γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας».
Συμπερασματικά· «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας, εἶναι μήτηρ» (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Ἑρμηνεία στόν Ἡσαΐα, ΞΣΤ΄ 12-13).
«Εἶναι ἰατρεῖον, εἶναι λουτρόν ψυχῆς, εἶναι κιβωτός μείζων τῆς παλαιᾶς Κιβωτοῦ, εἶναι ὁ στῦλος τῆς Οἰκουμένης» (Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου, «Ὀρθόδοξος Πίστις καί Ζωή», σ. 36).
Στήν Καινή Διαθήκη καί ἰδιαίτερα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, καθώς καί στίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πολλές φορές γίνεται λόγος γιά τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἴδια ἔννοια, ὅπως τήν χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς σήμερα· «θεῖον Καθίδρυμα», «θεανθρώπινη κοινωνία», «Κοινωνία Ἁγίων», πού πηγάζει ἀπό τήν κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος. «Ἡ ζωή καί ἡ ἑνότης τῶν τριῶν Θείων Προσώπων προσφέρεται εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά δυνηθοῦν νά συμμετάσχουν εἰς Αὐτήν» (Ἀρχιμ. Γεωργίου Γρηγοριάτου, Θέματα Ἐκκλησιολογίας, Ποιμαντική, σ.13).
«Τήν θεανθρωπίνην κοινωνίαν συνεχῶς πραγματοποιεῖ τό Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τῶν συσσωματούντων τούς πιστούς εἰς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Ἁγίων Μυστηρίων» (P.G. 150, 452), ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. «Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Μυστηρίων σημαίνεται» (αὐτόθι, σ.17).
Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος εἶπε κάτι ἐντυπωσιακό· «Αὐτό πού λέγεται Ἐκκλησία πρό καταβολῆς κόσμου ὑπάρχει».
Ἴσως ἔχετε ἀκούσει γιά τόν «Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ», βιβλίο τῶν μεταποστολικῶν χρόνων, ὅπου ἀναφέρονται ὀπτασίες καί ἀποκαλύψεις. Σέ μία ἀπό αὐτές ἀναφέρονται τά ἑξῆς:
«Μοῦ ἀποκαλύφθηκε ἐπίσης, ἀδελφοί, ἐνῶ κοιμόμουν, ἀπό ἕνα ὡραιότατο νέον, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε: Ποιά νομίζεις ὅτι εἶναι ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἀπό τήν ὁποία πῆρες τό βιβλιαράκι;
Ἐγώ εἶπα: ἡ Σίβυλλα.
Πέφτεις ἔξω, μοῦ λέει, δέν εἶναι.
Ποιά εἶναι, λοιπόν, λέω;
Ἡ Ἐκκλησία, μοῦ λέει.
Τοῦ εἶπα τότε· Γιατί εἶναι ἡλικιωμένη;
Ἐπειδή, λέει, δημιουργήθηκε πρώτη ἀπό ὅλα. Γι’ αυτό εἶναι ἡλικιωμένη καί γι’ αὐτήν ἔγινε ὁ κόσμος (Ἀποστολικοί Πατέρες, Τ.4, σ. 393, Ἐκδόσεις «Τό Βυζάντιο»).
Ἀπίθανος λόγος ἡ τελευταία πρόταση, προσέξτε τήν παρακαλῶ· «διά ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη», δηλαδή ὁ κόσμος ὅλος, ἡ δημιουργία ἅπασα ἔγινε γιά τήν Ἐκκλησία.
Τό στόμα, πού ἔδωσε τούς πιό εὔστοχους χαρακτηρισμούς γιά τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό χρυσό στόμα τοῦ ἀπαράμιλλου ἁγίου Ἰωάννου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἄς τόν ἀπολαύσουμε μέ τήν ἀνάλογη προσοχή!
«Ἰατρεῖόν ἐστι πνευματικόν ἡ Ἐκκλησία» (Εἰς τήν Γένεσιν, Λόγος Α΄).
«Πανήγυρις ἐστί πνευματική τοῦ Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία καί ἰατρεῖόν ἐστι ψυχῶν» (αὐτόθι, λόγος ΛΒ΄)
Οἰκία κοινή πάντων ἐστίν ἡ Ἐκκλησία. Καί κυριωτέρα αὕτη ἡ οἰκία. Καί γάρ τά μεγάλα ἡμῶν κτήματα ἐνταῦθα κεῖνται. Ἐνταῦθα ἡμῶν πᾶσαι αἱ ἐλπίδες» (Εἰς τόν Ματθαῖον, ὁμιλία ΛΒ΄).
Προτιμωτέρα καί οὐρανοῦ καί γῆς ἡ Ἐκκλησία (αὐτόθι, Ὁμιλία ΟΖ΄).
«Βαλανεῖόν ἐστιν ἡ Ἐκκλησία πνευματικόν, οὐ ρύπου σώματος, ἀλλά ψυχῆς ἀποσμῆχον κηλίδα τοῖς πολλοῖς τῆς μετανοίας τρόποις» (Εἰς Β΄ Κορινθίους, ὁμιλία ΙΕ΄).
«Ἡ Ἐκκλησία οὐδέν ἕτερόν ἐστιν, ἀλλ’ ἡ διά τῶν ἡμετέρων ψυχῶν οἰκοδομία. Ἡ δέ οἰκία αὕτη οὐκ ἔστιν ἰσότιμος ἅπασα. Αὕτη ἡ Ἐκκλησία ᾠκοδόμηται ἀπό χρυσοῦ καί τοῦ ἀργύρου καί τῶν λίθων τῶν τιμίων» (Εἰς τήν Πρός Ἐφεσίους, ὁμιλία Ι΄).
«Στῦλός ἐστι τῆς Οἰκουμένης ἡ Ἐκκλησία καί μυστήριον μέγα καί εὐσεβείας μυστήριον» (Εἰς τήν Α΄ Τιμόθεον, ὁμιλία ΙΑ΄).
«Μείζων τῆς Κιβωτοῦ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία. Ἡ γάρ κιβωτός παρελάμβανε ζῶα καί ἐφύλαττε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει ζῶα καί μεταβάλλει» (Περί Μετανοίας, Ὁμιλία Η΄).
«Ἡ Ἐκκλησία μήτηρ ἐστί τῶν οἰκείων τέκνων. Τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε ἡ Ἐκκλησία βελτίων. Ἐκείνη ἐλάμβανε ἄλογα καί ἐφύλαττεν ἄλογα, αὕτη δέ λαμβάνει ἄλογα καί μεταβάλλει» (Εἰς τόν Ἅγιον Φωκᾶν).
Ἄν μᾶς ρωτήσει κάποιος ἀλλόθρησκος τι πιστεύουμε ἤ τι εἴμαστε, ἐμεῖς βεβαίως δέν τοῦ ἀπαντοῦμε ὅτι ἀνήκουμε στή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», ἀλλά τοῦ ἀπαντοῦμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί αὐτό γιατί μόνο ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὄντως Ὀρθόδοξη.
Κάποιες Ἐκκλησίες, ἀκόμη καί αὐτές πού αὐτοτιτλοφοροῦνται ὀρθόδοξες, καταχρηστικῶς καλοῦνται ἔτσι. Ἦταν κάποτε Ἐκκλησίες σέ κοινωνία μ’ ἐμᾶς.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπίσης, καλεῖται καί Ἀνατολική μετά τό Σχίσμα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας τό 1054.
Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἄς τό κατανοήσουμε καλῶς καί ἄς τό ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει πραγματικά ὅποιος ἔχει κοινωνία μέ τόν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας του καί αὐτός στή συνέχεια μέ τόν Ἐπίσκοπό του καί ἐκεῖνος ἀκολούθως μέ τόν Προκαθήμενό του καί οἱ Προκαθήμενοι μεταξύ τους» (Δοσιθέου Κανέλλου, «Ὀρθόδοξος Πίστις καί Ζωή, σ. 51).
Θά ἦταν παράλειψη νά μή προσθέσουμε σέ ὅσα ἐλέχθησαν πώς ἡ Παναγία μας ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία καί ὅπως λέγει σέ ἕνα λόγο του ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης· «ἡ Ἴδια ἔγινε Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία ἐγέννησε».
Καί ὡς ἐκ τούτου, λέγει ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ἀπευθυνόμενος πρός Αὐτήν, «οὐδείς σώζεται παρά μόνο διά σοῦ Θεοτόκε».
Αὐτήν ἄς ἐπικαλούμαστε καί ἐμεῖς πάντοτε νά μᾶς στηρίζει στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά μᾶς ἐνδυναμώνει στόν ἀγώνα μας, νά εἴμεθα ὅλοι ἑνωμένοι μέ ἀφοσίωση καί ἀγάπη πρός τήν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅλου τοῦ κόσμου.
Καυχόμεθα ἐν Κυρίῳ ὅλοι μας γιά τήν Ἁγία Ὀρθοδοξία καί ὑψώνουμε τή σημαία «Ὀρθοδοξία ἤ Θάνατος», ἀλλά αὐτό πρέπει νά γίνεται μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία καί ἄν ὑπάρχει εἶναι ψεύτικη.
Γι’ αὐτό, ὅπως πολλάκις εἴπαμε καί γράψαμε, ἡ σημαία ὅλων μας πρέπει νά εἶναι «Ἐκκλησία ἤ Θάνατος». Γι’ αὐτήν νά εἴμεθα ἕτοιμοι καί νά ἀποθάνουμε ἀκόμη, ὑπερασπίζοντάς Την, ἄν καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐμᾶς ἀφοῦ καί «πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀήττητη. «Ἄν δέν πιστεύεις στά λόγια, πίστευε στά πράγματα, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. Πόσοι τύραννοι θέλησαν νά νικήσουν τήν Ἐκκλησία; Πόσα τηγάνια; Πόσα καμίνια, δόντια θηρίων, ξίφη ἀκονισμένα; Ὅμως δέν τήν νίκησαν. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι, πού τήν πολέμησαν; Ἔχουν σιγήσει καί παραδόθηκαν στή λήθη. Καί ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Λάμπει περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο (Ὁμιλία «Πρό τῆς ἐξορίας»).
Καί συμφωνοῦμε ὅλοι πώς Ἐκκλησία, εἴμεθα ὅλοι, κλῆρος καί λαός, μοναχοί καί λαϊκοί, ἅγιοι καί ἁμαρτωλοί. Ὅμως, μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν Κανόνες, ὑπάρχει Τάξις. Τόν πρῶτο λόγο καί τήν εὐθύνη ἔχουν οἱ Ἐπίσκοποι, ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων. «Αὐτοί εἶναι ποιμένες, λέγει ὁ μέγιστος τῶν ἱεροκηρύκων Χρυσόστομος, ἐμεῖς εἴμαστε πρόβατα». «Χωρίς τούτων, Ἐκκλησία οὐ καλεῖται», λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (Πρός Τραλλιανούς, 3, 1).
Γι’ αὐτό, τό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Συνοδικό· «Ἐκκλ ησία γάρ συστήματος καί Συνόδου ἐστί ὄνομα».
Ἡ πρώτη Σύνοδος, πού ἔχει γίνει, εἶναι ἡ λεγομένη Ἀποστολική Σύνοδος τῶν Ἱεροσολύμων, στήν ὁποία συνῆλθαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι «σύν ὅλῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Πράξεων 15, 6), ἐνῶ προήδρευσε ὁ πρῶτος Ἱεράρχης ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ἄν καί ἦσαν παρόντες οἱ πρωτοκορυφαῖοι Πέτρος καί Παῦλος καί προφανῶς καί ἡ Παναγία μας.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού ἔγινε, δέν ἦταν ἁπλῶς μιά συνάθροιση, γιά νά συζητηθοῦν τά ὅποια προβλήματα παρουσιάστηκαν στήν πρώτη Ἐκκλησία, ἀλλά ἦταν «σύναξη στήν ὁποία ἐκφράστηκε ἡ ἑνότητα τοῦ ἑνός Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος μέ τήν Κεφαλή. Γι’ αὐτό, καί ἐκεῖ πού συνάγονται δύο ἤ τρεῖς, ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός, ὁλόκληρη ἡ Καθολική Ἐκκλησία (π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», σ. 69).
Στήν προσευχή Του ὁ Ἰησοῦς, λίγο μετά ἀπό τόν Μυστικό Δεῖπνο, πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα, ζήτησε «ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς καί σύ πάτερ ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας. Καί ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν» (Ἰωάν. 17, 21).
Γι’ αὐτή τήν ἑνότητα, τήν ἁγία ἑνότητα μεταξύ τῶν πιστῶν, ἐργάστηκαν ἀπ’ ἀρχῆς οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ μετ’ αὐτούς Ἀποστολικοί Πατέρες καί ἐργάζονται καί ἀγωνίζονται μέχρι σήμερα, ὅσοι ἀγαποῦν ἐν ἀληθείᾳ τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία.
«Το Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἕνα» (Ἐφεσ. 4, 4) καί ὁ Χριστός δέν «μερίζεται» (Α΄ Κορινθ. 1, 13). Δέν μπορεῖ κανείς νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν εἶναι ταυτόχρονα μέ τούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ διαίρεση ἤ τό σχίσμα εἶναι ἔγκλημα (π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», σ. 67).
«Τό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὄνομα ἑνώσεως καί συμφωνίας καί ὁμονοίας καί ὄχι ὄνομα χωρισμοῦ, κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο (Εἰς τήν Α΄ Κορινθ., ὁμιλία Α΄, P.G. 61,13). Καί ἡ ἑνότητα αὐτή «δεν εἶναι μόνο ἐξωτερική, ἀλλά μυστηριακή, οὐσιαστική, αἰώνια… εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἁγία ἑνότητα. Ἡ μόνη ἀληθινή καί ἡ μόνη αἰώνια ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων. Διότι στον Θεάνθρωπο Χριστό, δέν εἴμαστε μόνον αἰωνίως ζῶντες ἀλλά καί αἰωνίως Ἕνα, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι τό Σῶμά Του (Ἁγ. Ἰουστίνου, Δογματική, σ. 185). Ὅλοι οἱ πιστοί εἶναι ἀδελφοί μεταξύ τους, διότι ἔχουν κοινή μητέρα τήν Ἐκκλησία, πού μᾶς γεννᾶ μυστηριακῶς καί Ἀρχηγό καί Κεφαλή τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς συνάγει ὅλους σέ ἕνα Σῶμα, ὥστε νά εἴμαστε μέλη ἀλλήλων καί αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνέφικτη χωρίς ἑνότητα στή δογματική πίστη καί στήν ὁμολογία καί ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἰ. Καρμίρη, Ἐκκλησιολογία, σ. 255).
Ἀναμφιβόλως, ἐκεῖνος πού δέν τηρεῖ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. (Ἁγίου Κασσιανοῦ, Κατά Νεστορίου, P.L. 50, 70A).
Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνον ὅταν εἶναι ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία. «Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει σωτηρία» (Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, P.L. 3, 1122). (Ἱερομ. Εὐθυμίου, «Το Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ», σ. 589)
Ἀναφέρθηκε παραπάνω πώς αὐτός πού δέν τηρεῖ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, μπορεῖ νά βρεθεῖ καί αὐτός πού διασαλεύει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν εἶναι μόνο οἱ σχισματικοί, πού τό κάνουν αὐτό, ἀλλά καί πολλοί δῆθεν ζηλωτές τῶν πατρώων παραδόσεων, ὑπερασπιστές τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ὑπέρ-ζηλωτές Ὀρθόδοξοι.
Παρόλο, πού τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διακρατεῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο διαιρέσεις καί σχίσματα ὑπῆρχαν πάντοτε. Γιατί ἄραγε;
Διότι ἁπλούστατα δέν ὑπάρχει σέ πολλούς τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἀγάπη, τήν ἀφοσίωση, τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ὅπου ἐγωισμός, ἐκεῖ καί σχίσματα.
Δυστυχώς, στίς ἡμέρες μας, εἶναι ἔντονη ἡ ἀπουσία αὐτοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, διότι δέν καλλιεργεῖται στίς ψυχές τῶν πιστών, ἀκόμη καί ἀπό ἱερεῖς καί ἡγουμένους, ὡς ὤφειλε. Θά ἔλεγα δέν καλλιεργεῖται ἀκόμη καί ἀπό Ἀρχιερεῖς.
Σήμερα, πολλοί χριστιανοί, περισσότερο ἀκοῦν δῆθεν χαρισματούχους Γεροντάδες, πού μόνον αὐτούς θεωροῦν φωτισμένους καί διαδόχους κάποιων ἁγίων καί ἀκοῦν ἐπίσης εὐχάριστα ἕνα σωρό ψευδοπροφῆτες, παρά τήν Ἐκκλησία.
Ἀντί οἱ χριστιανοί νά εἶναι ζωντανά μέλη τῆς ἐνορίας τους, ἀντί νά βοηθοῦν τό ἔργο της, καί ἀντί νά ἀγωνίζονται νά μορφώσουν Χριστό μέσα τους, τρέχουν πίσω ἀπό ἐκείνους, πού ἀρέσκονται νά ἔχουν ὀπαδούς καί πού ἀγωνίζονται ὄχι νά βάλουν, ἀλλά νά βγάλουν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό νά βγάζεις ἀνθρώπους ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα, ἀλλά γι’ αὐτό τό ἀνοσιούργημα θά μιλήσουμε παρακάτω.
Στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀκούσουμε τι γράφει στίς ὑπέροχες ἐπιστολές του ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ὁ μέγας αὐτός ἀποστολικός πατέρας. Οἱ Ἐπιστολές αὐτές εἶναι συνολικά ἑπτά, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀμφιβαλλόμενες. «Ὅλες ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό καί κατά κανόνα ἔχουν τό ἴδιο περιεχόμενο καί τις ἴδιες κεντρικές ἰδέες, πού εἶναι ἡ ὁμόνοια καί ἑνότητα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὑποταγή στον Ἐπίσκοπο, χωρίς τή γνώμη τοῦ ὁποίου δέν πρέπει νά γίνεται τίποτα, ὁ σεβασμός πρός τούς πρεσβυτέρους καί διακόνους, ἡ ἀποφυγή τῶν ἑτεροδοξιῶν καί ἡ ἐμμονή στήν ἀρετή καί στήν πίστη» (Ἀποστολικοί Πατέρες, Ἐκδόσεις «Το Βυζάντιο», σ. 11).
«Πρέπει νά συμπορεύεσθε μέ τή γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου»… «μέ τήν ὁμόνοιά σας καί τήν ὁμόφωνη ἀγάπη ὑμνεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός… εἶναι λοιπόν χρήσιμο νά βρίσκεσθε σε ἄψογη ἑνότητα, γιά νά εἶσθε καί πάντοτε μέτοχοι τοῦ Θεοῦ». «Τόν Ἐπίσκοπο λοιπόν εἶναι φανερό ὅτι πρέπει νά τόν βλέπουμε σάν τόν ἴδιο τόν Κύριο», «…ὅταν συγκεντρώνεσθε μαζί συχνά, καταργοῦνται οἱ δυνάμεις τοῦ διαβόλου» (Προς Ἐφεσίους).
«Εἶναι πρέπον λοιπόν, ὄχι μόνο νά ὀνομάζεσθε χριστιανοί, ἀλλά καί νά εἴσαστε· ὅπως καί μερικοί ὀνομάζουν βέβαια Ἐπίσκοπο, ἀλλά κάνουν τά πάντα χωρίς τήν ἄδειά του». «Οὔτε ἐσεῖς νά κάνετε τίποτα χωρίς τόν Ἐπίσκοπο καί τούς πρεσβυτέρους, οὔτε νά ἐπιχειρήσετε κάτι, πού φαίνεται φυσικό, ἰδιαίτερα μεταξύ σας, ἀλλά στή Σύναξη». «Πειθαρχήσετε στόν Ἐπίσκοπο καί μεταξύ σας» (Προς Μαγνησιεῖς)
«Ἀποφεύγετε τίς κακές παραφυάδες, οἱ ὁποῖες παράγουν θανατηφόρο καρπό, τόν ὁποῖο ἐάν τόν γευθεῖ κάποιος, πεθαίνει ἀμέσως· διότι αὐτό «δεν εἶναι φυτεία τοῦ Πατέρα».
«Νά ἐπιμένετε στήν ὁμόνοιά σας καί νά προσεύχεστε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο. Διότι πρέπει ὁ καθένας ἀπό σᾶς καί ἰδιαίτερα οἱ πρεσβύτεροι νά ἀνακουφίζετε τόν Ἐπίσκοπο, πρός τιμήν τοῦ Πατέρα, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων».
«Νά πειθαρχεῖτε στόν Ἐπίσκοπο σύμφωνα μέ τήν ἐντολή, καθώς ἐπίσης καί στό πρεσβυτέριο καί οἱ ἄνδρες νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ ἀκέραιη καρδιά» (Πρός Τραλλιανούς).
«Ὅλοι νά ἀκολουθεῖτε τόν Ἐπίσκοπο ὅπως ὁ Ἰησοῦς τόν Πατέρα καί τούς πρεσβυτέρους ὅπως τούς Ἀποστόλους, ἐνῶ τούς διακόνους νά τούς σέβεσαι σάν ἐντολοδόχους τοῦ Θεοῦ. Κανένας νά μή κάνει τίποτα χωρίς τόν Ἐπίσκοπο, ἀπό αὐτά πού ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Ἔγκυρη νά θεωρεῖται ἡ εὐχαριστία ἐκείνη πού τελεῖται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἤ ἀπό ἐκεῖνον στόν ὁποῖο θά δώσει ἄδεια αὐτός. Ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ νά βρίσκεται τό πλῆθος, ὅπως ἀκριβῶς ὅπου βρίσκεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ βρίσκεται ἡ Καθολική Ἐκκλησία. Δέν ἐπιτρέπεται χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου οὔτε νά βαπτίζετε, οὔτε νά τελεῖτε τή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά αὐτό πού ἐκεῖνος θά θεωρήσει γνήσιο, αὐτό εἶναι τό ἀρεστό καί στόν Θεό, γιά νά εἶναι ἀκίνδυνο καί ἀναμφίβολο καθετί πού κάνετε».
«Εἶναι καλό νά ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό καί τόν Ἐπίσκοπο. Αὐτός πού τιμᾶ τόν Ἐπίσκοπο, τιμᾶται ἀπό τόν Θεό, κι αὐτός πού κάνει κάτι κρυφά ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, λατρεύει τόν διάβολο» (Προς Σμυρναίους).
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἄν ὅσα ἀκούσατε, τά εἴχαμε ἐγκολπωθεῖ καί κατανοήσει ὅλοι, κλῆρος καί λαός τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση στήν καθ’ ὅλου Ὀρθοδοξία θά ἦταν πολύ καλύτερη. Δέν θά ὑπῆρχαν τόσα σχίσματα καί τόσες διαιρέσεις. Δέν θά ὑπῆρχε, τό λιγότερο, τόση κατάκριση καί ἱεροκατηγορία. Τόσο θράσος, τόση χυδαιότητα καί τόση σκληροκαρδία.
Εἶναι ἀλήθεια, πρέπει νά τό ποῦμε καί αὐτό· πολλοί κληρικοί καί μάλιστα ὑψηλόβαθμοι δέν προσέχουν. Δέν τούς νοιάζει ἄν σκανδαλίζουν μέ τήν ζωή τους καί μέ παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ὅμως, σέ καμία περίπτωση δέν δικαιολογούμαστε νά φεύγουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή κάποιοι δέν στέκονται στό ὕψος τους. Πάντως, δέν χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία ἀπό αὐτά. Πάντα γίνονταν, διότι εἴμαστε ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες». Καί μέσα στό ράσο ὑπάρχει ἀποστασία καί πλάνη. Αὐτός, πού ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία ὅμως, δέν στέκεται σε αὐτά.
Τό πρῶτο πού κάνει, γονατίζει καί προσεύχεται· «στήριξον Ὀρθοδοξίᾳ τήν Ἐκκλησίαν Σου Χριστέ καί εἰρήνευσον ἡμῶν τήν ζωήν ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος». Καί ἄν πιέζεται μέσα του κάποιος νά συμβουλεύσει ἤ νά σχολιάσει ἤ καί νά ἐλέγξει ἀκόμη, θά τό κάνει μέ διάκριση καί σεβασμό. Μέ πραγματική ἀγάπη, χωρίς νά διασύρει, νά χυδαιολογεῖ καί νά ὑβρίζει καί τό χειρότερο νά παρασέρνει καί ἄλλους. Θά τό κάνει προσωπικά, ὄχι δημοσιεύοντας ἀνοικτές ἐπιστολές.
Κάποιοι, μάλιστα, κάνουν καί συλλογή υπογραφῶν, λές καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι πολιτικό κόμμα ἤ καί τσιφλίκι τους, πού πρέπει νά τό διαφεντεύουν αὐτοί, ξεσηκώνοντας καί ἄλλους πρός τοῦτο.
«Εἰπέ τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ματθ. 18, 17), εἶπε ὁ Κύριος καί ὄχι στά ΜΜΕ.
Στήν Ἐκκλησία ὅλοι μπήκαμε γιά νά διορθωθοῦμε καί νά ἀλλάξουμε, ὄχι γιά νά τήν διορθώσουμε καί νά τήν ἀλλάξουμε. Μπήκαμε γιά νά σωθοῦμε, ὄχι γιά νά τήν σώσουμε.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει νόμους, ἔχει Κανόνες καί τούς χρησιμοποιεῖ ἄλλοτε μέ ἀκρίβεια καί ἄλλοτε μέ οἰκονομία. Εἶναι, ἄν θέλετε, οἱ κανόνες, τά ὅπλα τῆς Ἐκκλησίας. Καί γνωρίζει καλύτερα ἀπό ἐμᾶς πῶς νά τά χειρίζεται.
Κάποιοι νομίζουν ὅτι εἶναι ὅπλα δικά τους καί πολεμοῦν μέ αὐτά τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ντρέπονται. Ὑπερασπίζονται τούς Κανόνες καί Κανόνες οἱ ἴδιοι ποτέ δέν τηροῦν, οὔτε καλά καλά τό Εὐαγγέλιο. Αὐτεπάγγελτοι σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνετοι πάντα στό νά βρίζουν καί καταδικάζουν γιά τό παραμικρό πατριάρχες, ἀρχιεπισκόπους καί ὁλόκληρες Συνόδους ἀκόμη. Γιά ὅλα ἔχουν λόγο, θεωρῶντας τούς ἄλλους προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό φωνάζουν μάλιστα ὅταν τούς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία. «Πλανῶντες καί πλανώμενοι».
Ἀκοῦστε στή συνέχεια μερικούς Κανόνες ἀπό τό Πηδάλιο, εἰδικά γι’ αὐτούς τους δῆθεν ὑπερασπιστές τῶν Κανόνων:
Ἀπό τούς Ἀποστολικούς Κανόνες – Κανών ΛΘ΄: «Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείτωσαν. Αὐτός γάρ ἐστι ὁ πεπιστευμένος τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος».
Κανών ΝΕ΄: «Εἴ τις κληρικός ὑβρίσει τόν Ἐπίσκοπον, καθαιρέσθω. Ἄρχοντά γάρ τοῦ λαοῦ σου, οὐκ ἐρεῖς κακῶς».
Ἀκολούθως, κάποιοι Κανόνες, ἐπειδή εἶναι μακροσκελεῖς, τούς παραθέτω ἐν συντομίᾳ καί σέ μετάφραση.
Κανών Δ΄ τῆς Δ΄ Συνόδου: «Ἀπαγορεύεται οἱ μοναχοί νά κτίζουν «συνιστᾶν» μοναστήρια ἑαυτοῖς καί εὐκτήριον οἶκον, χωρίς τή γνώμη τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου καί ἀπαγορεύεται ἐπίσης νά βγαίνουν ἀπό τά μοναστήρια καί νά δημιουργοῦν προβλήματα στήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία. Ἐπίσης, ἀπαγορεύεται νά μένουν στόν κόσμο καί στά σπίτια τους (Πρωτοδευτέρα Σύνοδος).
Κανόνες 31 καί 59 τῆς Στ΄ Συνόδου: νά καθαίρονται οἱ κληρικοί πού κάνουν Λειτουργία ἤ βαπτίζουν μέσα σε σπίτια χωρίς εὐλογία ἀπό τόν Ἐπίσκοπο καί νά ἀφορίζονται οἱ μοναχοί καί οἱ λαϊκοί, πού μετέχουν σ’ αὐτά τά Μυστήρια.
Κανών 64: «Οἱ λαϊκοί ἀπαγορεύεται δημοσίως νά διδάσκουν, θεωροῦντες τόν ἑαυτό τους διδάσκαλο, ἐνῶ πρέπει νά διδάσκονται ἀπό αὐτούς, πού ἔχουν τό διδασκαλικό χάρισμα, ἀλλιῶς νά ἀφορίζονται ἄν τό κάνουν 40 μέρες».
Τῆς Πρωτοδευτέρας: «Καθαίρεση πρεσβυτέρου καί διακόνου, πού δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπο καί ἀφορισμός μοναχῶν καί λαϊκῶν, πού τούς ἀκολουθοῦν».
Κανών ΙΔ΄: Καθαίρεσις Ἐπισκόπου πού δέν μνημονεύει τόν Μητροπολίτη.
Ἐν Ἁγίᾳ Σοφίᾳ, Κανών Γ΄: νά ἀφορίζεται ὁ λαϊκός πού τιμωρεῖ ἤ συκοφαντεῖ Ἐπίσκοπο.
Ἐν Γάγγρᾳ Κανών Ε΄ καί ΣΤ΄: νά ἀφορίζονται αὐτοί πού παρακινοῦν ἄλλους νά καταφρονοῦν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί νά μή πηγαίνουν στίς Συνάξεις κάνοντας χωριστά συνάξεις, χωρίς τή γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐν Ἀντιοχείᾳ Κανών Δ΄: Ὅποιος καθηρημένος ἐξακολουθεῖ νά λειτουργεῖ, νά ἀφορίζεται, ὅπως καί οἱ κοσμικοί καί οἱ μοναχοί, πού ἐκκλησιάζονται κοντά του καί κοινωνοῦν ἀπό αὐτόν.
Νομίζω εἶναι κατανοητό γιατί παραθέσαμε ὅλους αὐτούς τους Κανόνες, πού πρέπει ὅλοι νά τούς τηροῦμε. Ἰδιαίτερα αὐτοί οἱ κληρικοί παντός βαθμοῦ καί λαϊκοί, πού δέν χαρακτηρίζονται ἀπό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἐκκλησιαστική συνείδηση.
Ἄν δέν τούς τηροῦμε, τότε ἄς ταπεινωνόμαστε καί ἄς σιωποῦμε. Εἶναι θράσος καί ἀσέβεια νά κουνᾶμε τό δάκτυλο στήν Ἐκκλησία καί νά κατηγοροῦμε τήν ἐκκλησιαστική ἠγεσία γιά παραβάσεις Κανόνων καί προδοσία. Λίγο ἤ πολύ, ἄς μή κοροϊδευόμαστε, ὅλοι εἴμαστε παραβάτες καί ὑπόλογοι· «πάντες γάρ ἐσμεν ἐν ἐπιτιμίοις», λέγει τό χρυσό στόμα (ΕΠΕ Τ. 31 σ. 90).
Δέν εἶναι βέβαια κακό νά ἔχει κάποιος διαφορετική γνώμη μέ ὅσα ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία. Κακό εἶναι νά τό διαλαλεῖ καί νά ἐπιμένει ἀφενός νά ἐπιβάλλει τήν ἄποψή του καί ἀφετέρου νά προσπαθεῖ νά παρακινήσει καί ἄλλους «σε φατρία καί τυρεία». Αὐτό εἶναι σχίσμα. Ἄν δεχόμαστε τις ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, εὐθύνη ἔχει ἡ Ἐκκλησία γι’ αὐτές. Ἄν δέν τίς δεχόμαστε, τότε ἔχουμε ἐμεῖς τήν εὐθύνη καί αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή σωτηρία μας καί ἐπιζήμιο πολλές φορές γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἄν πάλι δέν συμφωνοῦμε μέ κάποια θέματα, πού εὐχόμαστε νά μήν ἦταν ἔτσι, νομίζω, δέν θά κολαστοῦμε γι’ αὐτό. Ἄν ὅμως μᾶς πληρώνουν κάποιοι μονίμως νά διαφωνοῦμε μέ τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουμε καί συνεχῶς νά τήν διασύρουμε, τότε νομίζω εἴμεθα, τό λιγότερο, ἀπαράδεκτοι καί ὁπωσδήποτε ὑπόλογοι ἀπέναντι στον Θεό.
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀνήκουμε σέ μιά Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀνήκουμε στό πάνσεπτο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στό ὁποῖο ὀφείλουμε ἐν πολλοῖς καί τήν ἐλευθερία μας.
Ἕνδεκα Πατριάρχες ὁδηγήθηκαν στήν ἀγχόνη γιά τήν Ἐλευθερία μας. Δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά θαυμάζουμε καί νά στρέφουμε τά βλέμματά μας σε τοπικές θυγατρικές Ἐκκλησίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κάποιες ἀπ’ αὐτές δυστυχῶς κολυμποῦν στά βρωμόνερα τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ καί διασποῦν μονίμως τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ἐπιπλέον, καλλιεργοῦν μίσος προσωπικό πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν ὁποῖον προσπαθοῦν νά τόν ρίξουν στον Βόσπορο. Καί καλά αὐτοί, πού δυστυχῶς κινοῦνται ἐντελῶς ὑπεροπτικά καί κοσμικά ὡς ἀγνώμονες πατραλίες. Οἱ ἐνταῦθα συνοδοιπόροι τους, γιατί ἄραγε τούς βοηθοῦν σ’ αὐτό τό ἔργο; Εἶναι Ἕλληνες αὐτοί; Ἐννοῶ ἱστοσελίδες, ἐφημερίδες, περιοδικά δῆθεν ἐκκλησιαστικά καί πατριωτικά μέ μεγάλους τίτλους, πού τελικά μόνο κακό κάνουν καί στήν Ἑλλάδα καί στήν Ἐκκλησία καί παραπλανοῦν καί ὁδηγοῦν τους ἁπλούς χριστιανούς ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μία φαρέτρα ἔχουν, βασικά, στόν, ὅπως ἀποκαλοῦν, ἀντιοικουμενιστικό ἀγώνα, τον Κανόνα πού ἀπαγορεύει συμπροσευχές με αἱρετικούς και σχισματικούς (ἐν Λαοδικείᾳ ΛΒ΄, ΛΓ΄) καί μέ αὐτόν πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία, χαρακτηρίζοντας οικουμενιστή, κάθε ἀντίθετο στις ζηλωτικές ἀπόψεις τους. Καλημέρα νά πεῖς σε ἕνα ἑτερόδοξο, ἀμέσως θά σέ βαπτίσουν οἰκουμενιστή. Εὐχές ἔδωσε ὁ Πατριάρχης γιά μια γιορτή τῶν μουσουλμάνων, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ζεῖ καί οἱ ἐνταῦθα «ἀγωνιστές» κατελήφθησαν ἀπό φρίκη, ὅπως ἔγραψαν. Για ἑνότητα μίλησε σοβαρός Ἀρχιερεύς, σατανική την χαρακτήρισε κάποιος λαλίστατος ὀρθοδοξοαμύντορας αὐτή την Ἑνότητα. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος, ἀπεφάνθη μέσω τῶν στυλῶν γνωστῆς ἐφημερίδος· «Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχασε τήν ἁγιαστική του δύναμη». Ἄς τήν βρεῖ ἐκεῖ πού ἀρθρογραφεῖ! Ἦλθε ὁ Κόπτης Πατριάρχης στήν Ἀθήνα καί τι δέν ἔγραψαν! Τώρα πού ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἀποκαλεῖ τους Κόπτες Ὀρθοδόξους καί κάνει διάλογο μέ αὐτούς (ὑπό ποίαν ἰδιότητα ἄραγε;), σιωπή ἀπό αὐτούς!
Γιά τήν παρά τούς Κανόνες εἰσπήδηση τοῦ ἰδίου τοῦ Μόσχας στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καί τήν πρόσληψη ἱερέων, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καθηρημένοι ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καί ἀπό Παλαιοημερολογίτες ἀκόμη, καί κάποιοι εἶναι Παπικοί καί κάποιοι αὐτοχειροτόνητοι παρακαλῶ, πού δέν ξαναχειροτόνησαν, οὐδείς λόγος! Ἄραγε οἱ ἐδῶ «φύλακες τῶν Ἱερῶν Κανόνων», πού μοιάζουν μέ τήν «ἀστυνομία ἠθῶν» κάποιας μουσουλμανικῆς χώρας τί ἔχουν να ποῦν; Δέν τά μαθαίνουν αὐτά, δέν τά γνωρίζουν; Προφανῶς ἀκοῦν καί μαθαίνουν μόνο ὅσα θέλουν και ὅσα τοὐς συμφέρει. Μόνο γιά τούς πρώην σχισματικούς τῆς πολύπαθης Οὐκρανίας ἀνησυχοῦν καί ἀσχολοῦνται. Ἄς ἀποφανθεῖ παρακαλοῦμε την Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐρωτοῦμε· μποροῦμε πλέον νά συλλειτουργοῦμε μετά ταῦτα μέ Ρώσους κληρικούς;
Σπουδαῖος ἱεράρχης γειτονικῆς πρός τήν Ἑλλάδα Ἐκκλησίας, μοῦ εἶπε ἐπί λέξει· «Πάτερ μου, γράφουν καί ξαναγράφουν γιά τό ἴδιο θέμα γιά νά παράγουν ἔργο, νά τό δοῦν οἱ ἐκεῖ γιά νά τους πληρώσουν». Ὁ νοῶν νοείτω! Ἕνας κοσμικός πάλι, μοῦ εἶπε τό ἑξῆς· τό χρῆμα πολλοί τό μίσησαν, τό πολύ χρῆμα οὐδείς!»
Ἄς στρέψουν τήν προσοχή τους σ’ αὐτούς, πού ὑποστηρίζουν γιά νά δοῦν ἐκεῖ πόσος οἰκουμενισμός ὑπάρχει καί πόση προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀδελφοί, «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου». Ἄς μείνουμε πιστοί στήν Ὀρθόδοξη πίστη μας, τήν ὁποία θά διαλαλοῦμε ὄχι μόνο μέ λόγια, αὐτό εἶναι εὔκολο, ἀλλά μέ ἔργα. Ἔργα ἀρετῆς, «εὐποιΐας καί κοινωνίας», ἔργα ἀγάπης καί συναλληλίας. Ἄς μείνουμε ἀφοσιωμένοι στήν Ἐκκλησία, πού ἀνήκουμε. Ἄς μείνουμε στερεοί στήν ἐνορία μας ἤ στό μοναστήρι μας. Δύο χιλιάδες χρόνια καί πλέον στήν πατρίδα μας καθημερινά τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καί ἀκοῦμε τό Εὐαγγέλιο στή γλῶσσα μας. Ἕνας Σέρβος θεολόγος ἔλεγε· «Οἱ Ἕλληνες διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο στή γλῶσσα τους, ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Ἐμεῖς τό διαβάζουμε ἀπό μετάφραση».
Ἄς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία μας. Τό Πανάγιο Πνεῦμα εἶναι μέσα σ’ Αὐτήν καί τήν καθοδηγεῖ. Σίγουρα, δέν εἶναι σε γραφεῖα, ὅπου, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντάς μου Γρηγόριος Δοχειαρίτης, μεταξύ τσιγάρου καί καφέ κάποιοι θεολογοῦν καί θέλουν νά κατευθύνουν τήν Ἐκκλησία.
Ἄς τό βάλουμε καλά στό μυαλό μας· τό εἶπε ἡ Ἐκκλησία, τό εἶπε ὁ Χριστός! Τελεία καί Παύλα! Κανείς δέν μπορεῖ νά βάζει τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσο φωτισμένος καί ἄν θεωρεῖται καί ἅγιος.
Ἴσως κάποιοι μᾶς ποῦν πώς καί ἡ Ἐκκλησία κάνει λάθη καί ἀπό τήν ἱστορία γνωρίζουμε καί Ληστρικές Συνόδους. Δέν ἀμφιβάλλει κανείς γι’ αὐτό! Ὅμως, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀργά ἤ γρήγορα θά διορθώσει τά λάθη μέ μια ἄλλη Σύνοδο. Δέν ἐπαφίεται στον κάθε τυχόντα νά ἐλέγξει καί νά διορθώσει.
Και κάτι ἀκόμη· ποιοί εἶναι αἱρετικοί καί ποιοί σχισματικοί, θά μᾶς τό πεῖ ἡ Ἐκκλησία κι ὄχι ὁ ὁποιοσδήποτε. Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία τους ἐπαναφέρει, ἰδιαίτερα τους Σχισματικούς, σέ μᾶς δέν πέφτει κανένας λόγος νά μή συμφωνοῦμε. Γιατί ἄραγε δέν χαίρονται, ὡς ὤφειλαν, κάποιοι ζηλωτές τῶν πατρώων παραδόσεων, ὅταν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἐπανεντάσσονται στήν Ἐκκλησία καί δέν εἶναι πλέον σχισματικοί καί ἐκτός Αὐτῆς, πού πεισματικά αὐτοί τούς θεωροῦν καί ἀποκαλοῦν ἀκόμη σχισματικούς;
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, στόν ὑπέροχο λόγο του «Περί τοῦ μη δεῖν ἀναθεματίζειν» (Ε.Π.Ε. τ. 31, σ. 442 -463), ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀφόρισε τίς αἱρέσεις, ἐνῶ στους αἱρετικούς φέρθηκε μέ ἐπιείκεια, γιατί καί αὐτοί εἶναι ἀδέλφια μας καί γι’ αὐτούς σταυρώθηκε ὁ Χριστός καί αὐτοί πρέπει νά σωθοῦν. Χριστιανός πού ἐμποδίζει κάποιους νά μποῦν στήν Ἐκκλησία καί νά σωθοῦν, δέν εἶναι Χριστιανός.
Ὅμως ἐδῶ, θά καταπαύσω τόν λόγο, πού ἴσως θίγει κάποιους. Δέν ἔχω, πιστέψτε με, καμία διάθεση νά θίξω κάποιους. Ἀπό ἀγάπη τά λέγω ὅλα αὐτά, γιά τήν Ἐκκλησία καί γι’ αὐτούς. Ὑπάρχει κόσμος πού παρασύρεται καί ἔχουν φτάσει στό σημεῖο κάποιοι νά μή προσέρχονται στους ναούς, νά μήν ἀσπάζονται τό χέρι τῶν ἱερέων καί δή τῶν Ἀρχιερέων, νά κάνουν Λειτουργίες μέ ὁμοϊδεάτες τους κληρικούς, συνήθως συνταξιούχους ἤ καθηρημένους σέ σπίτια καί σέ ἐξωκκλήσια, κατά παράβασιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Κάποιος φυγάς ἁγιορείτης τούς παρακινεί νά κάνουν μόνο κομποσχοίνι στά σπίτια τους.
Μάλιστα, κάποιος καθηρημένος πρώην Ἁγιοταφίτης, ἔχει φτάσει σέ ἔσχατο σημεῖο ἀσέβειας, ὥστε νά λέγει ὅτι μόνο ἡ Λειτουργία, πού κάνει, εἶναι δεκτή στόν Θεό. Καί δυστυχῶς, ὑπάρχει κόσμος πού τόν ἀκολουθεῖ.
Θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε καί ἄλλες τραγικές περιπτώσεις, πού κρύβονται πίσω ἀπό τη σημαία «Ὀρθοδοξία ἤ Θάνατος», πίσω ἀπό «ἀδέσμευτους», «μαχητικούς» καί «ἀντιαιρετικούς», ἀλλά δέν τό ἐπιτρέπει ὁ χρόνος καί μᾶλλον αὐτό πρέπει νά τό κάνει ἡ Ἐκκλησία. Ἐμεῖς μόνο σᾶς προτρέπουμε ἀδελφικά νά μήν τούς ἀκολουθεῖτε, νά μήν τούς διαβάζετε καί νά μήν ἐντάσσεστε σέ αὐτούς. Εὔκολα βγαίνει κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά δύσκολα ἐπανέρχεται. Εὔκολα κάνει σχίσμα, ἀλλά δύσκολα ἐπιστρέφει.
Προσοχή, παρακαλῶ πολύ, στήν ἐκκλησιαστική εἰδησεογραφία καί δή τήν προπαγανδιστική! Καλύτερα νά μην τήν παρακολουθεῖτε. Διαβάζετε τό Εὐαγγέλιο, διαβάζετε τούς ἁγίους Πατέρες. Κλεῖστε τά αὐτιά σας στούς πολέμιους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Κλεῖστε τά αὐτιά σας στούς ψευδοπροφῆτες καί στούς δῆθεν ὁμολογητές!
Μήν πιστεύετε στά ἔκτακτα μηνύματα δῆθεν ἁγιορειτῶν ἀσκητῶν καί ἐρημιτῶν. Παραμύθια εἶναι ὅλα αὐτά. Κάποια ὀνόματα, πού ἀναφέρουν, εἶναι ἀνύπαρκτα. Μή διαβάζετε κείμενα ἀνυπόγραφα ἤ φέροντα τήν ὑπογραφή ἀόριστα «ὑπό Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν πατέρων», πού ἄν εἶναι γνήσια, οἱ συντάκτες εἶναι ἕνας ἕως δύο ἀπό ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος καί δέν ἐκπροσωποῦν τήν Ἱερά Κοινότητα καί τό σύνολο τῶν Μοναχῶν καί δή των Κελλιωτῶν. Κάποιοι πιστεύουν πώς κοσμικοί τά λένε καί τά γράφουν, πού ἴσως πληρώνονται πρός τοῦτο, γιά νά δημιουργήσουν σάλο καί διχασμό στήν ἁγιορειτική Πολιτεία καί γενικώτερα στήν Ἐκκλησία.
Μόνοι σας μπορεῖτε νά καταλάβετε γιατί κάποιες ἐφημερίδες καί ἱστοσελίδες προβάλλουν ὡς ἁγίους καί φωτισμένους κάποιους Γεροντάδες. Τι σόϊ φωτισμό ἔχουν, ὅταν λένε ἀντίθετα ἀπό τήν Ἐκκλησία πράγματα, ὅταν κρυφά ἤ φανερά μιλοῦν άπαξιωτικά γιά τήν Ἐκκλησία, ὅταν θεωροῦν αὐτούς πού μνημονεύουν τόν Πατριάρχη ὡς κολασμένους καί ὁμιλοῦν χαιρέκακα ἐναντίον πρώην σχισματικῶν, σάν νά κρατοῦν αὐτοί τάς κλεῖς (κλειδιά) τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Παραδείσου; Γιά ἕνα ἀπό αὐτούς, πού συνεχῶς ἐκθειάζουν καί δημοσιεύουν ξανά καί ξανά τίς ὕβρεις του πρός τόν δεινῶς χειμαζόμενο οὐκρανικό λαό, ὁ ἅγιος Πορφύριος, τόν ὁποῖο ἐπεσκεπτέτο ὁ ἐν λόγῳ «φωτισμένος» προεῖπε πώς κάποτε θά πλανηθῇ. Ὅπερ καί ἐγένετο, ἀφοῦ ἔβαλε τόν ἑαυτό πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί πάνω ἀπό ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος.
Νά εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπό αὐτούς, καί ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτούς, είναι, ὅπως ἀρέσκονται νά χαρακτηρίζουν ἄλλους, «σχισματοαιρετικοί», ἱδρυτές, ἄν θέλετε, ἑνός σύγχρονου εἴδους ἀνατολίτικου προτεσταντισμοῦ. Περί αὐτῆς τῆς ἐκκολαπτόμενης νεωτέρας αἱρέσεως, ἴσως μιλήσουμε ἄλλοτε, πού εἶναι πλέον ἐπικίνδυνη ἀπό τόν πολεμούμενο ἀπό αὐτούς Οἰκουμενισμό.
Ὁ λόγος τώρα στούς ἁγίους τῶν ἡμερῶν μας, στούς ἁγίους πού πρόσφατα ἁγιοκατατάχθηκαν, κάποιους ἀπό τούς ὁποίους γνωρίσαμε, συναναστραφήκαμε καί ὠφεληθήκαμε. Καί γι’ αὐτούς, δυστυχῶς, κάποιοι Ὀρθοδοξοαμύντορες, ἐξέφρασαν ἀντιρρήσεις. Δέν ἤθελα νά τό πῶ, ἀλλά ἐπιτρέψτε μου, θά τό πῶ, αὐτό πού εἶπε σπουδαῖος κληρικός· «Και ἕναν γάιδαρο νά ἁγιοκατατάξει ἡ Ἐκκλησία, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τόν προσκυνήσουμε».
Ἰδού τό γνήσιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα!
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης.
Ἀκοῦστε τον!
«Για νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας, θά πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί τούς Ἐπισκόπους Της. Ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, ὑπακούομε στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ὁ Χριστός θέλει νά γίνουμε μία ποίμνη μέ ἕνα Ποιμένα» («Ὁ Χριστος εἶναι τό πᾶν», σελ. 29).
«Να πονᾶμε γιά τήν Ἐκκλησία. Νά τήν ἀγαπᾶμε πολύ. Νά μή δεχόμαστε νά κατακρίνουν τους ἀντιπροσώπους Της. Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία. Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων Της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τή διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, οὔτε βέβαια τόν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός» (αὐτόθι, σ. 30).
«Την ὥρα πού προσεύχεσθε γιά τήν Ἐκκλησία, ἀπαλλάσσεσθε κι ἀπ’ τά πάθη» (αὐτόθι, σ. 77).
«Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τους ἄλλους πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μη χαθεῖ κανείς. Νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔχει ἀξία. Ὅταν ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας, δέν εἴμαστε χριστιανοί. Ἀληθινοί χριστιανοί εἴμαστε ὅταν αἰσθανόμαστε βαθιά ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ μυστικοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, μέ μιά συνεχή σχέση ἀγάπης. Ὅταν ζοῦμε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ, δηλαδή ὅταν ζοῦμε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία Του μέ τό αἴσθημα τοῦ Ἑνός» (Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, «Το σκεῦος τῆς Χάριτος», Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Χρυσοπηγῆς, σ. 24).
«Ὁ Χριστός φανερώνεται μέσα στήν ἑνότητα μεταξύ μας καί στήν ἀγάπη Του, τήν Ἐκκλησία. Ἐκκλησία δέν εἶμαι μόνος ἐγώ, ἀλλά ὅλοι μαζί κι ἐσεῖς. Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι (αὐτόθι. σ. 99).
«Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό» (αὐτόθι, σ. 103).
«Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ». Τίποτα καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ’ αὐτή τήν ἑνότητα. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος» (αὐτόθι, σ. 77).
«Ὁ Δεσπότης εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ. Δέν μπορεῖς νά ἀρνεῖσαι τόν Ἐπίσκοπο μέ ἐπιμονή. Δέν μπορεῖς νά χαλάσεις τίς σχέσεις σου μέ τόν Ἐπίσκοπο, γιατί ἡ προσευχή σου δέν ἀνεβαίνει στον οὐρανό, μένει ἄκαρπη» (αὐτόθι, σ. 46).
Ὁ ἅγιος Πορφύριος συνδεόταν πνευματικά μέ τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Ὅταν ὁ τελευταῖος ἦταν ἄρρωστος, μιλοῦσαν διά τηλεφώνου. Κάποια φορά, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ εἶπε: «Γέροντα, μπορεῖ νά εἶμαι ὁ πιο ἁμαρτωλός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἀλλά πάσχω γιά τήν Ἐκκλησία! Γιά τό καράβι τῆς Ἐκκλησίας πεθαίνω, δέν θέλω νά τό χτυπήσω σε ὑφάλους… καί σε εὐχαριστῶ πολύ πού μέ βοηθᾶς, πού μοῦ συμπαραστέκεσαι…».
Ὁ Ἅγιος τόν ἐνθάρρυνε λέγοντας· «Ἔλα Σεραφείμ….Κράτα γερά Σεραφείμ καί μή φοβᾶσαι. Ὁ Θεός εἶναι μαζί σου» («Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Προφήτης», σ. 317).
Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης:
Ὅταν ἄρχισε ἡ λεγόμενη προσέγγιση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν Δυτική, ἀπό τόν μακαριστό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, δημιουργήθηκε μεγάλη ἀναστάτωση καί στό Ἅγιον Ὄρος. Πολλοί ἔκοψαν τό μνημόσυνο καί ἐντάχθηκαν στούς κύκλους τῶν ζηλωτῶν.
Ὁ τότε γέρο Παΐσιος, ἀνησύχησε καί αὐτός καί ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀνησυχίας του ἤταν μία ἐπιστολή πού ἔστειλε στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτή τοῦ λεγόμενου Ὀρθοδόξου Τύπου, ὄχι βεβαίως γιά νά δημοσιευθεῖ οὔτε γιά νά τιμήσει τόν Ὀρθόδοξο Τύπο, ὅπως εἶπε ὀργανωσιακός κληρικός τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος.
Ἄς σημειωθεῖ ἐδῶ πώς ὁ ἅγιος Παΐσιος δέν συμπαθοῦσε καθόλου τόν ζηλωτισμό, τις ἀκρότητες καί ποτέ δέν ἔκοψε τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ψευδῶς διαδίδουν κάποιοι. Ὅπως διαβεβαιώνει ὁ ὑπέροχος μαθητής του π. Παΐσιος στό βιβλίο του «Μῦρον ἐκκενωθέν»· «σεβόταν τόν θεσμό τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως καί τά πρόσωπα», σελ. 48.
Νά τί ἔγραψε μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Ἅγιος:
«Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομε ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθεῖ ἀπό αὐτήν, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμη ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φορά πού θά πταίει ὁ Πατριάρχης. Ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία, ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωση ὁ καθένας ν’ ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. τό νά διακόψῃ τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῇ καί νά δημιουργήσῃ ἰδικήν του ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῇ νά ὁμιλῇ ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον. Ἐάν διά τήν α΄ καί τήν β΄ λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες -Θεός φυλάξοι-, θά ξεπεράσουμε καί τους Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη. Ἐπειδή συνέβη στό καλύβι των (ὁμιλῶ διά τά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει συμβαίνοντα) νά ὑπάρχῃ καί ναός, ἐνόμισαν ὅτι μποροῦν νά κάνουν δική τους ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία. Ἐάν οἱ φιλενωτικοί δίνουν τό πρῶτο πλήγμα στήν Ἐκκλησία, αὐτοί, οἱ ἀνωτέρω, δίνουν τό δεύτερο».
Και καταλήγει ὁ ἅγιος:
«…Καί πάλιν ἔρχομαι νά ζητήσω εἰλικρινῶς συγγνώμην ἀπό ὅλους, διότι ἐτόλμησα νά γράψω. Ἐγώ εἶμαι ἕνας ἁπλός μοναχός καί τό ἔργον μου εἶναι νά προσπαθῶ, ὅσο μπορῶ, νά ἀπεκδύωμαι τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά βοηθῶ τούς ἄλλους καί τήν Ἐκκλησίαν, μέσω τοῦ Θεοῦ διά τῆς προσευχῆς. Ἀλλ’ ἐπειδή ἔφθασαν μέχρι τό ἐρημητήριό μου θλιβερές εἰδήσεις διά τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μας, ἐπόνεσα πολύ καί ἐθεώρησα καλό νά γράψω αὐτά πού ἔνοιωθα…. Μέ πολύν σεβασμόν προς ὅλους. Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 23ῃ Ἰανουαρίου 1969».
Θαυμάζει κανείς τό ἦθος καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα αὐτοῦ τοῦ ὄντως ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται δέ πώς περισσότερο ἀνησυχοῦσε γιά ὅσα ἔκαναν οἱ ἀνθενωτικοί ἀπό ὅσα διέπρατταν οἱ φιλενωτικοί.
«Κάποιος μοναχός ἐρώτησε τόν Γέροντα γιά τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε ὅτι γιά τό θέμα αὐτό θά μιλήσῃ ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη καί γιά σοβαρότερα θέματα, πού ὁ Γέροντας εἶχε ἐκφράσει γνώμη, ἔλεγε ὅτι, ἄν ἡ Ἐκκλησία πάρη διαφορετική θέση, θά πρέπη νά ἀκολουθήσουμε τήν Ἐκκλησία. Μόνο γιά μή σοβαρά θέματα, πού δέν ἔχει πάρει θέση ἡ Ἐκκλησία, μπορεῖ νά ἐκφράζεται κάποιος» (Ἱερομονάχου Παϊσίου, Μύρον ἐκκενωθέν, ἑλκυόμενοι ἀπό τό ἄρωμα τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἱλαρίωνος, Πρόμαχοι Ἀριδαίας, Α’ ἔκδοση 2019, σελ. 41-42).
«Ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖνο πρέπει νά ἀκολουθοῦμε ὅλοι», εἶπε ἄλλοτε.
Ὅταν ἐξελέγη ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἐρωτηθεὶς νὰ πεῖ γι’ αὐτὸν τὴ γνώμη του, ὁ ἅγιος εἶπε: Τὸν καλύτερο μᾶς ἐπεφύλαξε ἡ Παναγία!» (μαγνητοφωνημένο).
Ἅγιος Ἰωσὴφ Ἡσυχαστὴς καὶ
Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης:
Περὶ αὐτῶν τῶν ἁγίων ἔχουμε γράψει σχετικὰ καὶ εἶναι γνωστὸν πῶς ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν ἦσαν ζηλωτές, τοὐτέστι δὲν ἀνῆκαν στὴν Κανονικὴ Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ μάλιστα ἦταν χειροτονία παλαιοημερολογίτου Ἐπισκόπου, καθῃρημένου, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ἔβλεπε, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, θαυμαστὰ πράγματα ὅταν λειτουργοῦσε, ἀλλ’ ὅμως τὰ ἔβλεπε θολά, θαμπά. Ὅταν μνημόνευσε καὶ μόνον τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, τὰ ἔβλεπε ὅλα φωτεινὰ καὶ λαμπρά. Ἐπανῆλθαν καὶ οἱ δύο στὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ χωρὶς ἀναχειροτονία. Παρεμπιπτόντως, μήπως κάποιος μπορεῖ νὰ μᾶς διαφωτίσει ἂν ἡ χειροτονία τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου Ἐπιφανίου διαφέρει ἀπὸ τὴ χειροτονία τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ; Θὰ θέλαμε ἀπάντηση εἰδικὰ ἀπὸ τίς δύο Ἐκκλησίες, Σερβίας καὶ Πολωνίας, ποὺ πρὶν ὄχι ἀπὸ πολλὰ χρόνια δέχτηκαν σχισματικοὺς χωρὶς ἀναχειροτονία.
Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ἴβηρ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός:
«Ὁ Γέροντας δὲν συγχωροῦσε ὅποιον ἀσεβοῦσε ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν Πατριάρχη. Σ’ ἕναν ἱερομόναχο εἶπε: «Νὰ θυμᾶσαι καλά· ἡ διαίρεση εἶναι ἴση μὲ τὴν αἵρεση. Ὅποιος ἀρνεῖται τὸν Πατριάρχη εἶναι αἱρετικός» («ὁ Ἅγιος Γαβριήλ», σ. 344)
«Σὲ κάποια Λειτουργία, ὁ ἱερέας ἀντὶ τοῦ Πατριάρχη, μνημόνευσε τὸν π. Γαβριὴλ καὶ δὲν τοῦ τὸ φανέρωσε. Μετὰ τὴ Λειτουργία ὅμως ὁ ἅγιος τὸν παρατήρησε αὐστηρά: Ἄλλη φορὰ νὰ μὴν τὸ ξανακάνεις αὐτό. Ἀλλιώτικα δὲν θὰ τελεστεῖ ἡ Θεία Λειτουργία».
Ἀναφέρεται πῶς ὁ ἅγιος περιχαρὴς ὑποδέχθηκε τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο».
Ἀπὸ τὸ θαυμάσιο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ἀργολίδος Νεκταρίου «Ἁγίων Ὄρος», σ. 420.
Πῆρα τὸ μονοπάτι γιὰ τὴν ἁγία Ἄννα, γράφει ὁ ἴδιος. Λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τοὺς Δανιηλαίους συνάντησα ἕνα μοναχό, πάνω ἀπὸ 80 χρόνων. Περπατήσαμε μαζί. Ἦταν πολὺ στενοχωρημένος μὲ τὸν διχασμὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μιλοῦσε ταπεινὰ καὶ συνετά. Κάποια στιγμὴ ὕψωσε τὴ φωνή του.
-Ξέρεις πόσο κακὸ κάνουν αὐτὰ τὰ θρησκευτικὰ περιοδικὰ καὶ οἱ ἐφημερίδες, ποὺ δυστυχῶς κυκλοφοροῦν κι ἐδῶ στὸ Ὄρος; Πάρα πολὺ κακό. Ὅλο κατάκριση, κουτσομπολιό. Ὅλους τούς βγάζουν αἱρετικούς. Λένε κι ἄλλα ψέματα ἢ διαστρεβλώνουν τὰ γεγονότα. Ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος πολλοὶ μοναχοὶ εἶναι ἁπλοί, ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, τὰ πιστεύουν ὅλα. Πολὺ κακό. Πολὺ κακὸ κάνουν αὐτὰ τὰ περιοδικά. Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἐλεήσει. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι πῶς πιστεύουν ὅτι προσφέρουν στὴν Ἐκκλησία! Ὅλοι πᾶνε νὰ σώσουν τὴν Ἐκκλησία.
Συμφώνησα μὲ τὸν ἄγνωστο μοναχό. Θυμήθηκα μιὰ συζήτηση μὲ δύο ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ π. Ἐφραίμ. Στὸ σπίτι τους πήγαινε ὅλη ἡ ἀλληλογραφία καὶ οἱ πατέρες τὴν διένειμαν στὰ διπλανὰ σπίτια. Ὁ π. Ἐφραὶμ εἶχε δώσει αὐστηρὴ ἐντολὴ στοὺς πατέρες νὰ μὴ διαβάζουν ὅσα θρησκευτικὰ περιοδικὰ ἔρχονταν. Δὲν βοηθοῦν στὴν πνευματικὴ ζωή, παρὰ μόνο ἀναστατώνουν. Κάποια ἀπ’ αὐτά, μάλιστα, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ γέροντας, ἔχουν μιὰ ἀποφορά, βρωμᾶνε».
Ἄς τ’ ἀκούσουν αὐτά, ὅσοι σπεύδουν νὰ διαβάσουν κακόδοξους ρύπους. Καὶ συνεχίζει ὁ Σεβασμιώτατος Νεκτάριος:
«Τί θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ Γέροντας, ὅταν ὑπάρχουν τέτοιες δυνατότητες καὶ μὲ τὸ διαδίκτυο μπορεῖς ἀτιμώρητα καὶ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νὰ σπιλώνεις, νὰ συκοφαντήσεις, νὰ λασπολογήσεις, ἔχοντας μάλιστα καὶ τὴν αἴσθηση ὅτι κάνεις ἔργο Θεοῦ καὶ προσφέρεις στὴν Ἐκκλησία!»
Κάποιος ἄλλος μοναχός, μακαριστὸς τώρα, ὁ π. Κοσμᾶς ἔλεγε: «Μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, φοβᾶμαι ὅτι θὰ βρεθοῦν στὴν κόλαση καὶ δὲν θὰ ξέρουν γιατί βρέθηκαν!» (σ.420)
Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης:
Μιὰ ὁμάδα φοιτητῶν Κυπρίων τὸν ἐπισκέφθηκε, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ὅταν τὸν πλησίασαν, ἦταν περιχαρὴς μὲ ἐπιστολὴ ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του καὶ μόλις εἶχε διαβάσει: «Παιδιά μου, τοὺς λέει, αὐτὴ ἡ ἐπιστολὴ εἶναι ἀπὸ τὸν ἅγιο Πατριάρχη μᾶς τὸν Βαρθολομαῖο. Ἀσπαστεῖτε τὴν ὑπογραφή του νὰ πάρετε εὐλογία». Μοῦ τὸ διηγήθηκε αὐτὸ ἕνας ἐκ τῶν φοιτητῶν, ποὺ τώρα εἶναι κληρικὸς στὴν ἁγιοτόκο Κύπρο καὶ μάλιστα ὑψηλόβαθμος.
Καὶ ἕνα τελευταῖο· ἐρωτηθεὶς ἕνας Σέρβος Γέροντας, μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἀπὸ κάποιο νέο πῶς μπορεῖ νὰ βρεῖ καλὸ πνευματικό, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε· νὰ διαλέξεις ἕναν ποὺ ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα!
Μετὰ ἀπ’ αὐτά, ἂς προσευχηθοῦμε ὅλοι ἐκτενῶς νὰ ὑπάρχει ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία, νὰ ὑπάρχει ἀγάπη καὶ μάλιστα μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. «Οἱ καιροὶ οὐ μενετοί», «Ἔσχατοι καιροὶ λοιπὸν εἰσίν». Αἰῶνες πρὶν τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (Πρὸς Ἐφεσίους, σ. 166, Ἐκδόσεις Ἀποστολικοὶ Πατέρες).
Κάποιοι, ἴσως, δὲν θὰ συμφωνήσουν μὲ αὐτά, γιατί γιὰ νὰ τὸ πῶ ἁπλᾶ, ἐπιτρέψτε μου, τοὺς χαλᾶμε τὴ δουλειά. Μπορεῖ καὶ νὰ μὲ ὑβρίσουν ἀκόμη ὅπως τὸ ἔκαναν καὶ ἄλλοτε. Σὲ αὐτοὺς μὲ ἀγάπη τοὺς ἀφιερώνω τὸ παρακάτω λεχθὲν ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο τῆς Ὄπτινα στὸ Κελλὶ τοῦ ὁποίου ἀξιώθηκα νὰ διανυκτερεύσω ἕνα βράδυ· «Μὴν ἀσχολεῖσαι ποτὲ τί θὰ εἰποῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα» (Στάρετς Βαρσανούφιος, σ. 97).
Μὲ στεντόρεια τὴ φωνὴ φωνάζομε πάντοτε ὅτι πιστεύουμε στὴ «Μία, ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ θέλημά Τοῦ εἶναι νὰ εἴμεθα ἑνωμένοι πάντοτε μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ὀφείλουμε ὅλοι νὰ καλλιεργοῦμε τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, τὴ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Χωρὶς αὐτήν, μπορεῖ καὶ νὰ βρεθοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ εἴμαστε βαρκοῦλες, πού ἀρμενίζουν στὸ φουρτουνιασμένο πέλαγος τοῦ κόσμου.
«Ὑπάρχουν πολλοὶ χαίροντες στὰ κακά, πού διασποῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὁ Χρυσορρήμων… καὶ ὁδηγοῦν πολλοὺς ἔξω ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας» (ΕΠΕ, Τ. 22, σ. 144 Πρὸς Κολοσσαεῖς, ὁμιλία Γ΄).
Τὸ κάνουν αὐτὸ ἄτομα, ὁμάδες, κληρικοί, μοναχοί, μοναχὲς καὶ λαϊκοί. Καθημερινὰ τὸ κάνουν ἐφημερίδες, περιοδικά, ἱστοσελίδες. Ἀκούγονται πολλά. Κάποιοι πληρώνουν γι’ αὐτό, ὅπως λέγεται, καὶ κάποιοι χρηματίζονται. Ὁ Θεὸς γνωρίζει ἂν αὐτὸ ἀληθεύει, πού σίγουρα θὰ τὸ ξεσκεπάσει καὶ φανερώσει κάποτε καὶ θὰ ἀνταποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του. Οἱ προδότες ποτὲ δὲν εἶχαν καλὸ τέλος.
Ἐν Κυρίῳ καυχόμεθα γιὰ τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία μας, ποὺ εἶναι ὁ πολυτιμότερος θησαυρὸς μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Αὐτὸν τὸν θησαυρό, ὅμως, πολὺ σοφά λέγει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μας κ.κ. Βαρθολομαῖος, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν κρατᾶμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας μόνο, ἀλλὰ ἔχουμε καθῆκον νὰ τὸν προβάλλουμε καὶ σὲ ἑτεροδόξους καὶ σὲ ἀλλοθρήσκους ἀκόμη.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος προέτρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ δείχνουν ἀγάπη καὶ νὰ κάνουν διάλογο μὲ αὐτούς. Ὁ ἴδιος ἄφηνε αἱρετικούς, εἰδωλολάτρες καὶ ἑβραίους ἀκόμη, νὰ παρακολουθοῦν τίς ὁμιλίες του, πού βεβαίως ἔκανε μέσα στοὺς ναοὺς καὶ ὄχι σὲ αἴθουσες καὶ σωματεῖα.
Αὐτὴ τὴ στιγμή, πού λέμε αὐτά, Μονὴ στὸν Ἄθωνα, πού δείχνει ἀγάπη σὲ ὅλους τοὺς προσερχομένους, ἔχει δεκάδα καὶ πλέον κατηχουμένων στὴν Ὀρθοδοξία. Εἰρωνικὰ κάποιοι ὀπαδοὶ ἐξωτοιχισμένου καὶ ἀποτυχημένου, ὑπὸ καθαίρεσιν μάλιστα κληρικοῦ, ἀποκαλοῦν τους ἐκεῖ μονάζοντες, ὅπως καὶ ὅλους ὅσοι δὲν τοὺς ἀκολουθοῦν στὸ σχίσμα τούς, «ἀγαπούληδες». Ὅμως οἱ «ἀγαπούληδες» φέρνουν πολλοὺς στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ φανατισμένοι, οἱ ἐξωτοιχισμένοι, οἱ κακόψυχοι καὶ δῆθεν «φύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας», οὔτε ἕνα!
Ἀδελφοί μου,
Τὸν δρόμο στὴ χριστιανική μας πορεία μᾶς τὸν φωτίζουν καὶ δείχνουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πραγματικοὶ Ἅγιοι.
Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος μᾶς προτρέπει ἕναν ἕναν χωριστά· «Τῆς ἑνώσεως φρόντιζε, ἧς οὐδὲν ἄμεινον» (Πρὸς Πολύκαρπον, σ. 262). Φρόντιζε, δηλαδή, τὴν ἑνότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο.
Ἄς τὸν ἀκούσουμε ὅλοι γιὰ τὴ σωτηρία μας πρωτίστως, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ δόξα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας Του. Ἀμήν.
*Ομιλία που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων « ΔΗΜΗΤΡΙΑ 2022» στο Μπραχάμι Αττικής, στις 14/10/2022