Θέλω πολὺ νὰ Σᾶς εὐχαριστήσω, Μακαριώτατε, γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη νὰ παρουσιάσω ἐνώπιον τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν ἀδελφῶν, ποὺ συγκροτοῦν τὸ ἱερὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μάλιστα μέσα στὴν ἰδιαιτέρως φορτισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν, κάποιες σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ πολυσυζητημένο θέμα τῆς προαγγελθείσης ψήφισης τοῦ νόμου, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θεσπίζει γάμο μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου στὴ χώρα μας. Νὰ ἔχω τὴν εὐχή Σας.
Θεωρῶ πὼς δὲν ὑπάρχουν πολλὰ περιθώρια νὰ πῶ πράγματα ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἀκούσθηκαν. Τὸ ὑπ’ ἀριθ,. 6315/286/18.12.2023 Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διὰ τὸν γάμον καὶ τὴν υἱοθεσίαν ὑπὸ ὁμοφύλων ζευγαριῶν», ἡ Ἀνακοίνωση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τοποθετήσεις πλειάδος ἀδελφῶν ἀρχιερέων εἴτε μέσω Ἐγκυκλίων, δηλώσεων καὶ δημοσιεύσεων εἴτε καὶ μέσω συνεντεύξεων, ὅπως καὶ παρεμβάσεις ἐγκρίτων νομικῶν, πιστεύω πὼς ἔχουν ἐξαντλήσει τὸ θέμα. Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας.
Παρὰ ταῦτα θὰ προσπαθήσω νὰ κάνω μία σύνοψη τῶν παραπάνω, μία ἐκτίμηση τῆς ὅλης καταστάσεως καὶ τοῦ σχετικοῦ προβληματισμοῦ ἀπὸ βιοηθικῆς, ἐπιστημονικῆς, κοινωνικο-ψυχολογικῆς καὶ πολιτικῆς πλευρᾶς, χωρὶς νὰ ἐπαναλάβω γνωστὲς σὲ ὅλους μας θεολογικὲς ἀναλύσεις, ἀφήνοντας δὲ γιὰ τὴ συζήτηση τὶς προτάσεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ὅλης καταστάσεως ἀπὸ πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οἱ συζητήσεις περὶ τοῦ φύλου ὅλο καὶ περισσότερο ἐμφανίζονται στὴν καθημερινότητα, μὲ ἕναν πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου τρόπο. Ὅροι καινοφανεῖς, ὅπως ἐπιλογὴ φύλου, ἐπαναπροσδιορισμός, προσανατολισμός, ρευστότητα καὶ ταυτότητα τοῦ φύλου, ἀλλὰ καὶ συναφῆ, ὅπως ἔμφυλες ταυτότητες, διαφυλικότητα, διεμφυλικότητα, ὁμοφοβικότητα, μὲ ἀνάλογα παράγωγά τους [2], παρουσιάζονται στὰ δημοσιεύματα, στὶς συζητήσεις, στὶς πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, καὶ ὄχι μόνον σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο ἀλλὰ καὶ σὲ πρακτικό. Ὅλη αὐτὴ ἡ θεματολογία δὲν ἀφορᾶ κάποια μεμονωμένα ἄτομα ἢ ἐλάχιστες οἰκογένειες οὔτε βρίσκεται στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐγείρει δικαιώματα, προξενεῖ κοινωνικὲς διεκδικήσεις καὶ πολιτικὲς ἀντιπαραθέσεις, ἔχει γεννήσει κινήματα μὲ ὀπαδοὺς καὶ ἀντιπάλους, ἐπηρεάζει βαθειὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ τὴ νομικὴ σκέψη, διαμορφώνει νέες ἠθικὲς ἀντιλήψεις σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀλλάζει τὴν κοινωνία καὶ ἐπηρεάζει καίρια τὴ σχέση τοῦ κόσμου μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι, τὰ τελευταῖα μόλις χρόνια, στὶς μεγάλες πόλεις τοῦ κόσμου, ὀργανώνονται πορεῖες καὶ ἐκδηλώσεις, ποὺ ὀνομάζονται καὶ «παρελάσεις ὑπερηφανείας», οἱ ὁποῖες μὲ πρόφαση τὴ διεκδίκηση ἀναγνώρισης καὶ δικαιωμάτων, ποὺ ἤδη ἔχουν πετύχει σὲ μεγάλο βαθμό, στὴν οὐσία προβάλλουν προκλητικὰ ἀντιλήψεις, μάλιστα μὲ στήριξη ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, πρωθυπουργῶν, προέδρων κρατῶν, ἀκαδημαϊκῶν προσωπικοτήτων, χρηματοδοτούμενες ἀπὸ μεγάλους ὀργανισμοὺς ὅλου τοῦ φάσματος. Ἡ ὑπόθεση ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ διαλόγου καὶ ἔχει λάβει πλέον τὴ μορφὴ ἐπίμονης καὶ ἐπιθετικῆς προσηλυτίζουσας ἰδεολογίας, συχνὰ μὲ σαφὲς ἀντιθρησκευτικὸ καὶ ἀθεϊστικὸ χρῶμα, ἡ ὁποία ὅμως συμπαρασύρει σὲ ἀνεκτικὲς ἢ καὶ ὑποστηρικτικὲς αὐτῶν τῶν κινημάτων ἀπόψεις ἡγέτες τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου [3], ἐσχάτως δὲ προκαλεῖ σοβαρὸ προβληματισμὸ καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλο καὶ συχνότερα πρόσωπα ποὺ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς μέλη τῆς κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ (LGBT) καταλαμβάνουν θέσεις ὑψηλῆς εὐθύνης στὸν δημόσιο βίο, ὅπως βουλευτές, γερουσιαστές, ὑπουργοί, πρωθυπουργοί, πρόεδροι κρατῶν κ.λπ., πολλοὶ δὲ ἐξ αὐτῶν μὲ ἰδιαίτερα ἀκτιβιστικὴ διάθεση [4]. Σύμφωνα μὲ πληροφορίες, ἡ Διακομματικὴ τῶν LGBT στὸ Εὐρωκοινοβούλιο ἀριθμεῖ 157 εὐρωβουλευτὲς ἀπὸ τὰ 27 κράτη μέλη τῆς ΕΕ καὶ σχεδὸν ἀπ’ ὅλες τὶς πολιτικὲς ὁμάδες [5].
Τὰ παιδιά, ἀπὸ τὴν προσχολικὴ ἀκόμη ἡλικία, μέσα ἀπὸ ταινίες, κινούμενα σχέδια, σχολικὰ ἐγχειρίδια, ἐκτίθενται σὲ ἐντυπώσεις ποὺ δικαιολογοῦν τὸ φαινόμενο, προβάλλοντάς το εἴτε ὡς κάτι φυσικὸ ἢ ὡς «σεβασμὸ καὶ ἀνεκτικότητα στὴ διαφορετικότητα» ἢ ὡς «δικαιωματισμό», στὴν οὐσία προκαλῶντας σύγχυση καὶ ἐθισμό, μὲ ἀνυπολόγιστες ἐνδεχομένως συνέπειες.
Ἐπιπλέον, ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καὶ ἡ τεκνοθεσία, ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη «διόρθωση ἢ ἐπαναπροσδιορισμὸς» τοῦ φύλου ἢ ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν καὶ ἄνω, ἔχουν νομοθετηθεῖ σὲ πλεῖστες ὅσες χῶρες, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς» ποινικοποιοῦνται αὐστηρά.
Tὸ ὅλο θέμα ἔχει ἔντονα πολιτικοποιηθεῖ, καθὼς οἱ μὲν λεγόμενες «χριστιανικὲς» χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἡ Αὐστραλία καὶ ὁ Καναδᾶς, ἀπορρίπτοντας τὴν πολιτισμικὴ παράδοσή τους, σταδιακὰ προωθοῦν νόμους, πολιτικὲς καὶ ἀντιλήψεις στὴ βάση τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, μάλιστα καὶ μὲ μία ἠθικὴ ἐπικάλυψη συμπάθειας καὶ κατανόησης τῶν δῆθεν ἀσθενεστέρων, εἰς δὲ τὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τῆς Ἀμερικῆς τὰ δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται σὲ διαρκῆ ἀντιπαράθεση ἐπ’ αὐτοῦ.
Στὸν ἀντίποδα ὅλων αὐτῶν, χῶρες ὅπως ἡ Ρωσία, ἡ Οὐγγαρία, οἱ μουσουλμανικὲς τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀνθίστανται μὲ σαφεῖς καὶ σκληρὲς ἀπαγορεύσεις τῶν νέων πρακτικῶν, θεωρούμενες ἀπὸ τοὺς ἀντιθέτους ὡς σκοταδιστικὲς ποὺ προωθοῦν τὸν ρατσισμὸ καὶ τὸ μίσος.
Τὸ κίνημα τῶν ΛΟΑΤΚΙ, ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ ἰδεολόγημα μὲ φανατικοὺς ὑποστηρικτές, ἔχει λάβει διαστάσεις μόδας καὶ χύνεται πλέον ὡς ὁρμητικὸς χείμαρρος στὴ θάλασσα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς συμπαρασύροντας τὰ πάντα.
Ἡ σύγχρονη προβληματικὴ περὶ φύλου συνδυάζεται μὲ ἕνα πανίσχυρο lobbying, μιὰ προπαγανδιστικὴ μηχανὴ μονόπλευρης προβολῆς ἀπόψεων, ποὺ προσπαθοῦν νὰ κλονίσουν τὴ σαφῆ διάκριση καὶ σεξουαλικὴ ταυτότητα τῶν φύλων καὶ νὰ ἐπιβάλουν μιὰ ἰδεολογία αὐθαίρετης ἀλλαγῆς, ἐπιλογῆς ἢ καὶ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ φύλου, ἡ ὁποία ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀδιαφορία τῆς κοινωνίας, ὅπως παραστατικὰ περιγράφει μὲ τὸ παράδειγμα μὲ τὸ βατραχάκι καὶ τὸ θερμαινόμενο νερό τοῦ Olivier Clerk στὸ ἄρθρο του «Ἕνα ἀπέραντο φρενοκομεῖο»[6] ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀργολίδος κ. Νεκτάριος, καὶ βέβαια ἡ ἀξιοποίηση τῶν πολιτικῶν καὶ οἰκονομικῶν συμφερόντων. Τὸ κίνημα τῶν LGBT ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἰσχυρότερο στὸν κόσμο lobby.
Ὅλο αὐτὸ ἐκφράζεται μὲ τὴ μορφὴ παγκοσμίως διαδιδόμενης μόδας καὶ τὴν ὁρμὴ πολιτικῆς προπαγάνδας, προερχόμενης ἀπὸ ἀθέατα κέντρα μὲ ἄγνωστους σκοπούς, συνοδεύεται δὲ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀπὸ κατευθυνόμενη ψευδοπληροφόρηση (παραποιημένες στατιστικές, ἀλλοιωμένα δεδομένα, ἐπιστημονικὲς ἀξιολογήσεις, ὑπερτονισμὸς ἐξαιρετικὰ ἀκραίων καὶ σπανίων περιπτώσεων ποὺ ἐκθέτουν τὴν παραδοσιακὴ οἰκογένεια καὶ μεγέθυνση τῶν δῆθεν θετικῶν παραδειγμάτων ἀπὸ ὁμοφυλοφιλικὲς συμβιώσεις κ.ο.κ.), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ ἀντίστοιχο bullying μὲ εἰρωνεῖες, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς, ἀδίστακτους ἀποκλεισμούς.
Κάθε ἀντίλογος χαρακτηρίζεται ὁμοφοβικός [7], κάθε ἀντίθετη ἐπιχειρηματολογία ὡς συνωμοσιολογία. Ἔτσι, ἐνῶ φαίνεται πὼς ἑδράζεται σὲ κοινωνικὴ εὐαισθησία ἔναντι κάποιων ἀτόμων ποὺ παρουσιάζουν ὄντως πρόβλημα καὶ χρήζουν στήριξης ἢ στὴν προστασία τῶν δικαιωμάτων κάποιας ἀνάλογης μειονότητας, στὴν οὐσία συρρικνώνει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποτελεῖ ἐπίθεση κατὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης μὲ χειρότερες συνέπειες ἀπὸ τὴν κλιματικὴ ἀλλαγή, καθὼς δὲν ἀλλοιώνει τὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσβάλλει τὴν ἴδια τὴν ὀντολογία του.
Τέλος, τὸ 1973, ἡ Ἀμερικανικὴ Ψυχιατρικὴ Ἑταιρεία πῆρε τὴν ἀπόφαση να ἀφαιρέσει τὴν ὁμοφυλοφιλία ὡς ψυχικὴ διαταραχή. Ἀργότερα τὸ 1992, δημοσίευσε τὴν ἀκόλουθη δήλωση: Ἡ ὁμοφυλοφιλία αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν δὲν ὑπονομεύει τὴν κρίση, τὴ σταθερότητα, τὴν ἀξιοπιστία ἢ τὶς γενικὲς κοινωνικὲς ἢ ἐπαγγελματικὲς ἱκανότητες [8].
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αὐτὸ ποὺ φαίνεται μὲ ἰδιαίτερο τρόπο νὰ ἀπασχολεῖ τὴν ἐπικαιρότητα στὴ χώρα μας καὶ ἀναδείχθηκε ἐσχάτως εἶναι τὸ θέμα τῆς μὲ νομοθετικὴ ρύθμιση θέσπισης γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου.
Οἱ τελευταῖες βουλευτικὲς ἐκλογὲς διεξήχθησαν στὶς 25 Ἰουνίου 2023. Στὶς 4 Ἰουλίου, λίγες μόλις μέρες μετά, ὁ ἐκλεγεὶς πρωθυπουργὸς σὲ συνέντευξή του στο Bloomberg δήλωσε: «ὁ γάμος μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου θὰ γίνει κάποια στιγμὴ καὶ εἶναι μέρος τῆς στρατηγικῆς μας… ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία εἶναι πολὺ πιὸ ἕτοιμη καὶ ὥριμη». Φάνηκε λοιπὸν πὼς ἦταν συγκαλυμμένη προτεραιότητα τῆς Κυβέρνησης, ἡ ὁποία τώρα ἑτοιμάζεται νὰ προχωρήσει.
Ἀπὸ τὶς 27 χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης οἱ 18 ἔχουν νομιμοποιήσει τὸν γάμο τῶν ἀτόμων ἰδίου φύλου. Αὐτὸ καὶ μόνο δικαιολογεῖ τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖται στὶς κυβερνήσεις καὶ στοὺς λαοὺς ἀπὸ τὶς περιρρέουσες ἀντιλήψεις. Δὲν χρειάζονται ὁδηγίες καὶ ἄλλες πιέσεις.
Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι γειτονικές μας χῶρες ποὺ ἀνήκουν στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, ὅπως ἡ Ἰταλία, ἡ Πολωνία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Ρουμανία, ἡ Κύπρος κ.λπ. πρὸς τὸ παρὸν εἴτε δὲν ἔχουν προχωρήσει σὲ ἀνάλογες νομοθετικὲς ρυθμίσεις ἢ καὶ ἀντιδροῦν, ὅπως οἱ Κυβερνήσεις τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Οὑγγαρίας [9], σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ σπουδή, ἐνῶ ὑπάρχουν περιθώρια ἀκόμη καὶ γιὰ ἄρνηση καὶ ἐνστάσεις.
Τὸ ἐρώτημα ποὺ αἱωρεῖται εἶναι γιατὶ ἡ Κυβέρνηση, ἢ μᾶλλον ὁ Πρωθυπουργὸς καὶ τὸ περιβάλλον του, ἐπιμένουν τόσο, ἀγνοοῦν τὶς ἀντίθετες φωνὲς ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Κυβερνήσεως καὶ τῆς παράταξής τους, πολὺ δὲ περισσότερο ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ ἰδεολογικοὺς ἱεροκήρυκες αὐτῆς τῆς νομοθετικῆς συμμόρφωσης, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἡ πολιτισμική, κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ παράδοση τῆς χώρας μας εἶναι ἐντελῶς ξένη καὶ ἀντίθετη μὲ τέτοιες πρακτικὲς καὶ ἀντιλήψεις;
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Μέσα στὴν ἔντονη ἀτμόσφαιρα τῶν τελευταίων ἑβδομάδων φάνηκε ὅτι ἀμφισβητήθηκε τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκφράσει τὶς ἐπιφυλάξεις της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιδράσει.
Πιστεύουμε, ὅτι ἡ Πολιτεία ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν προστασία τῆς ἀξιοπρέπειας τῶν πολιτῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιζητεῖ τὴ βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴ συμβουλὴ καὶ τὴ συμβολή της, ἰδίως ὅταν ὁ Πρωθυπουργὸς ἐπικαλεῖται τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως γιὰ τοὺς βουλευτὲς τῆς παρατάξεως του, δηλαδὴ τὴν ἐσωτερική τους αἴσθηση περὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καὶ τιμῆς. Αὐτὸ εἶναι συνείδηση.
Ὅταν λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ὑποστηρίζει ὅτι τὸ νομοθέτημα καὶ ἡ ἐπιχειρούμενη παρέμβαση στὶς ἀρχὲς τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου, ὅπως παρουσιάζεται, πλήττει καίρια τὴν ἀνθρώπινη ἀξία καὶ τὴν οἰκογένεια, φυσικὰ καὶ πρέπει νὰ ὑψώσει τὴ φωνή της καὶ μάλιστα δυναμικὰ νὰ ἀσκήσει τὴν ἐπιρροή της. Ἐὰν σιωπήσει ἢ ἀδρανήσει, αὐτοκαταργεῖται.
Ἡ οἰκογένεια εἶναι κύτταρο καλλιέργειας τῶν μελῶν της, συζύγων καὶ παιδιῶν. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας της εἶναι νὰ συντηρεῖ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς ποὺ ὁπωσδήποτε ἐναρμονίζονται μὲ τοὺς φυσικοὺς ὅρους. Κάθε παραβίαση καὶ ἀλλοίωση τῆς φυσιολογίας ἀντιβαίνει στὴν ἠθική. Κάθε ἀνατροπὴ τῆς ἠθικῆς ἀποδομεῖ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη ἀξία, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται ἡ Ἐκκλησία, κατακρημνίζεται, τότε καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια, τὴν προστασία τῆς ὁποίας ἔχει ἡ Πολιτεία, καταρρακώνεται.
Ἐπιπλέον, ἡ Πολιτεία ζητεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μεταξὺ ἄλλων νὰ στηρίξει τὴν οἰκογένεια. Καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸ κάνει ἀπὸ αἰώνων, μάλιστα μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ φροντίδα, τόση ποὺ τὴν ἀναγνωρίζουν οἱ πάντες, πολύ πρὶν ἡ Κυβέρνηση σκεφθεῖ νὰ συστήσει Ὑπουργεῖο Οἰκογένειας, ἔχει δὲ ἀναβιβάσει τὸν γάμο, τὴ θεμελίωσή της, σὲ μυστήριο. Γιατὶ λοιπὸν τώρα ἀντιδροῦν στὴν κατάθεση τῆς μακροχρόνιας ἐμπειρίας της καὶ ἐπιδιώκουν τὴ φίμωση τοῦ λόγου της; Δὲν ὑποστηρίζουμε οὔτε νεκρὸ ἰδεολόγημα οὔτε πολιτικὴ σκοπιμότητα. Οὔτε προστατεύουμε τὸν συντηρητισμό μας. Ἡ οἰκογένεια καὶ ὁ γάμος δὲν εἶναι «δικαιώματα» κάποιων, εἶναι θεσμοί. Γι’ αὐτοὺς ἀγωνιζόμαστε καὶ καταθέτουμε ὑπεύθυνα τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζονται μὲ ψυχρὴ καρδιὰ ὅτι «νομοθετοῦν γιὰ ὅλη τὴν κοινωνία. Ἡ ὀπτικὴ γωνία μίας Πολιτείας, εἶναι ἀναγκαστικὰ εὐρύτερη ἀπ’ ὅ,τι εἶναι μίας θρησκείας» [10]. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρησκεία. Αὐτὸ κατάλαβαν τόσα χρόνια; Ὅσοι ἔτσι σκέπτονται εἶναι καὶ ἀπροσγείωτοι καὶ ἄδικοι. Γι’ αὐτὸ καὶ νομοθετοῦν καὶ αὐθαίρετα καὶ λάθος.
Ἂς προχωρήσουμε σὲ μερικὲς πρῶτες βασικὲς σκέψεις, ποὺ δὲν ἐξαντλοῦν μὲν τὸ θέμα, θεωρῶ ὅμως πὼς συμβάλλουν στὴν ὅλη προβληματική.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἀνατομικὰ χαρακτηριστικὰ
Τὶ εἶναι τελικὰ ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου; Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα; Εἶναι ἐπιλέξιμο τὸ φύλο; Ὑπάρχουν πολλὰ φύλα γιὰ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο, βιολογικό, κοινωνικό, συναισθηματικό, μεταξύ τους ἀντικρουόμενα; Γεννιέται κανείς μὲ συγκεκριμένο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ἢ αὐτὸς διαμορφώνεται στὴ συνέχεια ἀπὸ ποικίλους παράγοντες; Πόσο φυσικὸ εἶναι τὸ μὴ φυσιολογικό;
Ἐξ ἀπόψεως βιολογικῆς ὑπάρχουν δύο φύλα, ὅπως καὶ στὰ ἀνώτερα θηλαστικά: τὸ ἀρσενικὸ καὶ τὸ θηλυκό. Ὅλα τὰ συστήματα ποὺ συναπαρτίζουν τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἔχουν στὴ βάση τους τὴν ἴδια ἀνατομική μορφολογία καὶ φυσιολογία καὶ στὰ δύο φύλα. Ὅλες οἱ λειτουργίες, καρδιακή, ἀναπνευστική, νεφρική, ἀκολουθοῦν τοὺς ἴδιους μηχανισμοὺς ἀνεξαρτήτως φύλου.
Ἐξαίρεση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ τὸ ἀναπαραγωγικὸ σύστημα καὶ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία (γενετικὸ ὑπόβαθρο, ὁρμόνες κ.λπ.). Τὰ ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα τῆς γυναίκας εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἄνδρα.
Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὰ φύλα καὶ τὰ ταυτοποιεῖ εἶναι τὸ ἀναπαραγωγικό τους σύστημα. Μάλιστα, τὸ βασικό τους χαρακτηριστικὸ δὲν εἶναι μόνο ὅτι εἶναι διαφορετικὰ καὶ ἔτσι διακρίνονται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι τὰ φύλα εἶναι μόνο δύο, δὲν ὑπάρχει τρίτο, καὶ κυρίως ὅτι εἶναι συμπληρωματικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀνατομικὴ διαφοροποίηση ἐξυπηρετεῖ τὴ δυνατότητα ὄχι ἐπαφῆς ἀλλὰ ἕνωσης τῶν σωμάτων. Δύο γυναικεῖα σώματα δὲν ὑπάρχει φυσιολογικὸς τρόπος νὰ ἑνωθοῦν μεταξύ τους, οὔτε δύο ἀνδρικά.
Ἐπίσης, ὅλα τὰ ὄργανα καὶ οἱ λειτουργίες εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκουν -γι’ αὐτὸ ἐξάλλου καὶ ὀνομάζονται ζωτικά. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει μὲ τὰ ἀναπαραγωγικά. Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα οὔτε χρησιμεύουν στὴν ἐπιβίωση τοῦ ὀργανισμοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ζήσει ὑγιής, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀξιοποιήσει τὴ λειτουργία τους. Μοναδικὸ προορισμὸ ἔχουν νὰ συνεργασθοῦν μαζὶ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, προκειμένου νὰ γεννηθεῖ μιὰ νέα ζωή ἀπὸ δύο ἀνθρώπους. Ἡ κάθε ζωή, ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔτσι ἔρχεται στὴν ὕπαρξη, ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἕνωση ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἡ φυσιολογία δὲν γνωρίζει ἄλλον τρόπο.
Γενετικὰ χαρακτηριστικὰ
Ὅλα τὰ σωματικὰ κύτταρα (καρδιακά, ἠπατικά, νεφρικά κ.λπ.) δὲν διαφέρουν ἀπὸ φύλο σὲ φύλο, ἔχουν δὲ διπλοειδὲς γονιδίωμα, εἶναι συμπληρωμένα, ὁλοκληρωμένα καὶ αὐτάρκη. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τὰ γενετικὰ κύτταρα, τὸ ὠάριο τῆς γυναίκας καὶ τὸ σπερματοζωάριο τοῦ ἄνδρα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐπίσης διαφορετικὰ καὶ συμπληρωματικά, ἀλλὰ καὶ ἁπλοειδῆ, δηλαδὴ ἀπὸ μόνα τους ἀνεπαρκῆ νὰ ἐπιτελέσουν τὸν προορισμό τους. Καὶ αὐτὰ ἀπαιτοῦν ἕνωση. Δύο ὅμοια μεταξύ τους δὲν ἑνώνονται. Τὸ καθένα ψάχνει τὸ συμπληρωματικό του. Ἡ ἕνωση τῶν δύο δημιουργεῖ τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς, ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ αἰώνια προοπτικὴ ἔρχεται στὸν κόσμο.
Ἐπίσης,
– Τὸ ὠάριο εἶναι τὸ μεγαλύτερο κύτταρο τοῦ ὀργανισμοῦ (περίπου 120-150μ, ὅταν ὠριμάσει) μὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφολογία ἀπὸ τὸ σπερματοζωάριο (μικρὴ κεφαλὴ μὲ προεξέχουσα οὐρά).
– Τὰ ὠάρια εἶναι λίγα καὶ ἐνυπάρχουν στὸ γυναικεῖο σῶμα ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκὴ ἡλικία, τὰ σπερματοζωάρια διαρκῶς γεννῶνται καὶ σὲ κάθε ἐκσπερμάτωση ὁ ἀριθμός τους ἀνέρχεται σὲ 100-200 ἑκατομμύρια.
– Ὁ ἄνδρας παράγει σπερματοζωάρια μέχρι προχωρημένη ἡλικία, ἐνῶ ἡ γυναῖκα ἔχει καταναλώσει τὰ ὠάριά της περίπου 35 χρόνια μετά τὴν ἔναρξη τῆς ἀναπαραγωγικῆς της δράσης.
– Ὁ ἄνδρας καθορίζει τὸ φύλο τοῦ παιδιοῦ, ἡ γυναῖκα κυοφορεῖ, δίνει ζωή, τίκτει καὶ θηλάζει. Αὐτὴ μεγαλώνει τὸ παιδί. Ἡ ἐννεάμηνη κύηση, ὁ θηλασμός, δημιουργοῦν βαθειὰ ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὴ μητέρα.
– Ὁ ἄνδρας φτάνει σὲ ὀργασμὸ πολὺ εὔκολα καὶ σύντομα, ἐνῶ ἡ γυναῖκα θέλει πολλαπλάσιο χρόνο.
– Τὸ κάλλος, ἡ χάρη εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς γυναικείας φύσεως γιὰ νὰ ἑλκύει. Ἡ φορὰ ἕλξης εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα.
– Ἀντίστοιχα διαφοροποιημένα χαρακτηριστικὰ παρουσιάζουν καὶ οἱ ὁρμόνες τῶν δύο φύλων [11].
Ὅλα τὰ παραπάνω ἰδιώματα τῶν δύο φύλων ἔχουν τὸν λόγο τους καὶ φυσικὰ διαμορφώνουν ἀνάλογα καὶ τὴν προσωπικότητα καὶ γενικὰ τὴν ψυχολογία τῶν φύλων. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὑπάρχει διαφορετικὴ σχέση μὲ τὸν χρόνο, ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ἡ γυναικεία φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὑπομονὴ καὶ ἀντοχή, ἐνῶ ἡ ἀνδρικὴ ἀπὸ ὁρμὴ καὶ δύναμη, λειτουργεῖ δὲ διαφορετικὰ τὸ συναίσθημα καὶ ἡ λογική. Οἱ γυναῖκες εἶναι πιὸ εὐαίσθητες καὶ εὐσυγκίνητες, πιὸ ἐπιρρεπεῖς σὲ ἀδυναμίες τοῦ συναισθήματος, ἀλλὰ καὶ πιὸ εὔκολες σὲ ἀρετές, ὅπως ἡ πίστη, τὸ φιλότιμο, ἡ ἀφοσίωση, ἡ διάθεση προσφορᾶς καὶ θυσίας. Τὰ δύο φύλα ἔχουν καὶ ψυχολογία συμπληρωματική.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ἔχει ἀναφαίρετη βιολογικὴ βάση καὶ στηρίζεται στὴ βιογενετική διαφορετικότητα καὶ κυρίως στὴ συμπληρωματικότητα τῶν δύο φύλων, ὑπακούει στὴ γενικὴ Ἀρχὴ τῆς Συμπληρωματικότητας (Complimentarity Principle), ἡ ὁποία συγκροτεῖ τὸν φυσικὸ κόσμο (ἄτομα, μόρια, ὕλη), καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ἑτερώνυμα ἕλκονται καὶ τὰ ὁμώνυμα ἀπωθοῦνται. Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου δὲν εἶναι ἐπιλέξιμη∙ εἶναι δεδομένη.
Ἐρωτικὴ ἕλξη, σεξουαλικὴ ἐπιθυμία
Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἡ ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀμοιβαία ἕλξη τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἕνας νὰ ἐπιθυμήσει τὸν ἄλλον, νὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτόν. Αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία καὶ ἡ ὁποία προφανῶς καὶ ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικὸς θὰ πρέπει νὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὴ βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς δύο. Μία σχέση στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκεται σὲ ἁρμονία μὲ τὸ σῶμα, προξενεῖ ρήγμα στὴν προσωπικότητα, ἀσάφεια καὶ διχασμὸ ταυτότητας καὶ βέβαια εἶναι μὴ κατὰ φύσιν καὶ μὴ ἐπιθυμητή.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν σεξουαλικὰ ὄργανα, ἀλλὰ μόνον ἀναπαραγωγικὰ ὄργανα καὶ σεξουαλικὰ αἰσθητήρια, αἰσθητῆρες, σημεῖα διεγέρσεως, ὅπως δὲν ὑπάρχουν γευστικὰ ὄργανα ἀλλὰ πεπτικὰ ὄργανα καὶ γευστικὰ αἰσθητήρια. Ὅπως ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ γεύση ἀλλὰ ἡ πέψη, ἔτσι καὶ ἡ σεξουαλικὴ ἕλξη δὲν μπορεῖ νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγικὴ προοπτικὴ τοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ σεξουαλικὴ ἡδονὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, δὲν εἶναι αὐτόνομη, συνυπάρχει μὲ τὴν εὐθύνη τῆς νέας ζωῆς καὶ μάλιστα στὸ προστατευτικὸ πλαίσιο μιᾶς οἰκογένειας. Τὰ παιδιὰ δὲν γεννιοῦνται καὶ ἐγκαταλείπονται στὴν τύχη τους, ἀλλὰ προστατεύονται μέσα στὸ περιβάλλον τῆς οἰκογένειας. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὸν θεσμὸ τοῦ γάμου. Γάμος δὲν εἶναι ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης γιὰ συντροφικότητα, ἀλλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὐθύνη, εἶναι «ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα». Συνεπῶς ἡ ἐρωτικὴ σχέση δὲν νοεῖται ἐκτὸς τοῦ γάμου, ὁ δὲ γάμος εἶναι ὑποχρεωτικὰ ἑτεροφυλικός.
Ἡ ταυτότητα τοῦ φύλου ὁρίζεται ἀπὸ βιολογικοὺς παράγοντες, τὴν ἀνατομία, τὴ φυσιολογία, τὸ γενετικὸ ἀποτύπωμα, τὶς ὁρμόνες, τοῦ ἀτόμου ὄχι ἀπὸ τὴ σεξουαλικὴ τάση ἢ προσανατολισμό. Δὲν ὁρίζεται ἀπὸ ὀρέξεις, ἀπὸ τὸ τὶ νομίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἢ ἀπὸ τὸ πῶς νοιώθω, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τί τελικὰ εἶμαι. Μπορεῖ νὰ νοιώθω ὑγιὴς ἢ πολὺ ἔξυπνος ἢ λογικὸς καὶ βέβαια νὰ μὴν εἶμαι. Ἡ ταυτότητα ὁρίζεται ἀπὸ ἀντικειμενικὰ κριτήρια. Οὔτε ἕνα φυσιολογικὸ ἄτομο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλά φύλα, ἐνδεχομένως ἀμοιβαίως ἀντικρουόμενα: βιολογικό, συναισθηματικό, κοινωνικό.
Τελικῶς, ὅπως γράφει καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος «ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν μόνο δύο φύλα ἀπὸ βιολογικῆς πλευρᾶς καὶ πολλοὶ «σεξουαλικοὶ προσανατολισμοί», ὅσα εἶναι καὶ τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων».
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ – ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
Ἡ χρήση τοῦ σώματος πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὸν ἁγιασμό, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ψυχοσωματικά. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» [12], εἰς δὲ τὴν θεία λειτουργία προσευχόμαστε γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων[13]. Μὲ ἄλλα λόγια, καθὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἔχει δεχθεῖ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὅλος, σῶμα καὶ ψυχή, σῶμα καὶ πνεῦμα, εἶναι ἱερός, ἐπειδὴ δὲ «τὸ σῶμα ἡμῶν ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος ἐστὶ» [14] καὶ «τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν» [15], ἡ κάθε ἕνωση τῶν σωμάτων πρέπει νὰ ἀντανακλᾶ αὐτὴν τὴν ἱερότητα.
Στὴν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ ποὺ λέγεται γιὰ τοὺς συζύγους ὅτι «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» [16] σημαίνει καὶ «εἰς ψυχὴν μίαν», ὄχι δύο ψυχὲς κολλημένες μεταξύ τους, ἀλλὰ μία ψυχὴ ἀναγεννημένη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ δύο «ἀλλοιούμενες» πρὸς τὸ ἀγαθό∙ δύο ἄνθρωποι ἁγιαζόμενοι, «σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες», «μιᾶ ψυχῇ συναθλοῦντες» [17]. Ἡ συζυγικὴ ἀγάπη εἶναι ὅπως ἡ γονιμοποίηση, τὰ γενετικὰ κύτταρα ἑνώνονται χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξαναχωρισθοῦν, καὶ δημιουργοῦν κάτι ἐντελῶς νέο μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀρχικῶν. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ καθιστᾶ τὴν ἕνωση μυστήριο.
Ἡ φυσικὴ ἕλξη δόθηκε γιὰ νὰ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους. Ὁ φυσικὸς νόμος ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτεῖ, νὰ ἑνώνει, νὰ ἐναρμονίζει ψυχοσωματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐκτροπὴ ἐκ τῆς φυσικῆς ὁδοῦ, ἀντὶ νὰ ἑνώνει τοὺς δύο, διχάζει ἀμφοτέρους. Καὶ ἀντὶ νὰ γίνουν «οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ὁ καθένας διχάζεται στὰ δύο, ὄντας ὁ ἄνδρας μὲ ἀνδρικὰ βιολογικὰ ἰδιώματα καὶ θηλυκὴ ἐπιθυμία καὶ ἀντιστοίχως ἡ γυναῖκα.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γάμος εἶναι ἡ συζυγία, ὄχι ἡ συντροφικότητα, εἶναι ἡ εὐθύνη, ὄχι ἡ ἀπόλαυση∙ εἶναι ἐγκρατὴς συνεύρεση, ὄχι ἐγωιστικὴ συμπάθεια∙ εἶναι ζωὴ καὶ ἁγιασμός, εἶναι ἀδιάζευκτη ἕνωση, ἡ δὲ ἕνωση εἶναι θυσιαστικὴ τοῦ ἐγὼ κένωση, εἶναι ἀγάπη ποὺ «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», ἀγάπη ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» [18] . Ὁ πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ νὰ γίνει μία σχέση γάμος εἶναι ἡ δυνατότητα φυσιολογικῆς σωματικῆς ἕνωσης. Γιὰ νὰ γίνει καὶ μυστήριο πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἀγαπητικὴ ἐν Κυρίῳ κένωσις. Μόνον ἔτσι, ὁ γάμος εἶναι «μυστήριο μέγα εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» [19] , καὶ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, «πατὴρ ἁγίων» [20], ἡ δὲ οἰκογένεια «κατ’ οἶκον ἐκκλησία»[21].
Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἐμφανὲς ὅτι γάμος σημαίνει ἕνωση ἄνδρα καὶ γυναίκας, ποὺ σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους κατὰ τὸ φύλο καὶ εἶναι ἀμφότεροι πλασμένοι «κατ’ εἰκόνα τῆς Τριαδικῆς θεότητος καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»[22].
Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ὅροι «οἰκογένεια» καὶ «γάμος» εἶναι μοναδικοί. Περιγράφουν κάτι ἐξόχως ἱερό, τὸ ὁποῖο μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ νὰ προκληθεῖ σύγχυση περὶ τοῦ περιεχομένου του.
ΕΚΤΡΟΠΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Στὸν ἀντίποδα τοῦ ἁγιαστικοῦ στόχου ὑπάρχει ἡ ὑποδούλωση στὰ πάθη, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς σχέσης, ἡ ἐκτροπὴ τῆς σεξουαλικῆς ζωῆς καὶ ἀσέβεια στὴ φύση.
Χαρακτηριστικά, ὁ Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή [23],
(α) ἐνῶ ἀπαριθμεῖ δι’ ἁπλῆς ἀναφορᾶς ποικίλες ἐμπαθεῖς κατάστάσεις [24], ὅταν ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς ποὺ «ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι» εἶναι ἀναλυτικός, ἡ δὲ γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ εἶναι σκληρὴ καὶ ἀφοριστική.
(β) Κάνοντας σαφῆ ἀναφορὰ στὴν παρὰ φύσιν συνάφεια ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, τὴν χαρακτηρίζει μὲ βαρεῖς ὅρους, ὅπως «ἀσχημοσύνη» (α΄ 27), «ἀκαθαρσία» (α΄ 24) καὶ «ἀτιμία» (α΄ 26), δηλαδὴ ἀπώλεια τῆς δόξας καὶ τιμῆς τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου [25].
(γ) Δὲν καταδικάζει μόνο τὴν πράξη ὡς ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀναφέρεται κυρίως στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν διαπράττουν, χωρὶς κανένα ἐλαφρυντικό, λέγοντας «ὅτι ἀρσενοκοῖται βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν»[26] καὶ ὅτι · «οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσί» (στ. 32).
(δ) Θεωρεῖ ὅτι «ἡ μετάλλαξις τῆς φυσικῆς χρήσεως εἰς τὴν παρὰ φύσιν» σχέση (α΄ 26) εἶναι συνέπεια «τῆς μετάλλαξης τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει» (α΄ 25) καὶ τῆς ἐκτροπῆς ἐκ τῆς πίστεως στὸν ἀληθινὸ Θεό, «οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν» (α΄ 21), ὅπως καὶ σκοτισμένης καὶ ἀσύνετης καρδιᾶς, «ἀλλ’ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία» (α΄ 21). Ἡ μὴ κατὰ φύσιν συνουσία ἀποτελεῖ ἠθικὴ ἔκπτωση καὶ εἶναι συνέπεια τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς ἀπόρριψης τῆς ἀληθείας Του [27].
(ε) Ἡ σχέση μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ διαρρηγνύεται σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Θεὸς τοὺς ἐγκαταλείπει, τοὺς «παραδίδει» ὁ Ἴδιος «εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς», (α΄ 24), «εἰς πάθη ἀτιμίας» (α΄ 26) καὶ «εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα» (α΄ 28).
(στ) Τέλος, ἡ κατὰ φύσιν συνάφεια, ὀνομάζεται «χρῆσις», ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ συνεύρεση σκοπὸ ἔχει τὴν ἀξιοποίηση τῆς φυσικῆς λειτουργίας καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἡδονίζουσας ἐπιθυμίας. Ἡ ἡδονὴ ὑπηρετεῖ τὴν «χρῆσιν» καὶ ἐπισφραγίζει τὴν ἀγάπη. Ἀγαπῶ ὅμως δὲν σημαίνει συμπαθῶ, ἀλλὰ προσφέρομαι, δίνω ὅ,τι ἔχω, τὸν ἑαυτό μου, δὲν κρατάω τίποτα γιὰ μένα, αὐτὸ εἶναι κένωση∙ καὶ λαμβάνω ὅ,τι μοῦ προσφέρεται ὡς ἀντίστοιχη κενωτικὴ ἀνταπόκριση, ὄχι ὡς ἀνταπόδομα. Εἶναι σὰν νὰ ἀδειάζω ἀπὸ τὸ αἷμα μου καὶ νὰ γεμίζω μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἄλλου.
Ἀνάλογα προσεγγίζει τὸ θέμα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, καθὼς ὑπομνηματίζει τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, θεωρῶντας τὴν παρὰ φύσιν σχέση ὡς τὴ μεγαλύτερη ἁμαρτία. Ἡ κατὰ φύσιν ἕνωση γεννᾶ ζωὴ καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους. Σχετικὴ μελέτη ἔχει γράψει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος [28], στὴν ὁποία γιὰ ἐξοικονόμηση χρόνου παραπέμπω, χωρὶς νὰ σχολιάσω περαιτέρω τὸ θέμα.
Τελικά, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται στὴ σύγχρονη κοινωνία δικαίωμα, ἀγάπη, προσανατολισμός, ταυτότητα, ὑπερηφάνεια, αὐτὸ τὸ ἴδιο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἀτιμία, ἀσχημοσύνη, ἀκαθαρσία, μὴ καθῆκον, ἀπὸ δὲ τὸν Χρυσόστομο μανία, ὕβρις, ἀλλόκοτη λύσσα [29]. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ φύση προσβάλλει τὸν πυρῆνα τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς ἀντανακλοῦν τὶς ἠθικὲς ἀντιλήψεις τῆς τότε ἐποχῆς καὶ συνεπῶς θὰ μποροῦσαν νὰ παραθεωρηθοῦν.
Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριδικοῦ Θεοῦ καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «ἡ ἀνάστασις τῆς πρὶν πεσούσης εἰκόνος», δηλαδὴ ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, τιμῆς καὶ δόξης. Ἀναφαίρετο στοιχεῖο σὲ αὐτὴν τὴν πορεία εἶναι ἡ ἠθικὴ κάθαρση ποὺ κατορθώνεται μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ ὁποία ἀναπόφευκτα περνάει ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στοὺς φυσικοὺς ὅρους, στὴ φυσιολογία.
Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικός, οἱ ψυχικὲς λειτουργίες πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐναρμονίζονται μὲ τὴ φυσιολογία τοῦ σώματος. Κάθε παρέκκλιση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα ἀποτελεῖ ἀσθένεια καὶ διαταραχὴ ποὺ πρέπει νὰ θεραπευθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ γνώση. Ἐὰν δὲ εἶναι ἑκουσίως προκλητή, τότε ἀποτελεῖ ἁμαρτία καὶ διαστροφή. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ρήξη τῆς ἁρμονικῆς σχέσης ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιλεγμένης παρέμβασης ἀποσκοπεῖ στὴν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καὶ ἀποτελεῖ βεβήλωση τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία διὰ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὴν θεωρεῖ ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν ὅλως ἀσύνετα τὴν ἀμνηστεύουν τὰ σημερινὰ ὑπουργικὰ στόματα. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος, «τὸ παρὰ φύσιν δὲν καθίσταται κατὰ φύσιν μὲ νομικὲς διατάξεις» καὶ συμπληρώνουμε ἐμεῖς∙ καὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἀμνηστεύεται αὐθαιρέτως μὲ ἀνεύθυνες ὑπουργικὲς δηλώσεις.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΝΟΜΟΥ
Τὸ φαινόμενο τῆς νομικῆς θεσμοθέτησης τοῦ γάμου μεταξὺ δύο ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, δὲν ἔχει ρίζες στὴν ἱστορία, σὲ κανένα πολιτισμὸ καὶ σὲ καμμία θρησκεία, πουθενὰ δὲν τὸ συναντοῦμε. Ποτὲ ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ συμβίωση δὲν χαρακτηρίσθηκε ὡς οἰκογένεια. Οἱ κοινωνίες ὅμως λειτούργησαν, προχώρησαν, ἀναπτύχθηκαν, ἐξελίχθηκαν, δημιούργησαν πολιτισμό. Τὸ ἐπιχειρούμενο πείραμα, ἀντὶ νὰ λύσει προβλήματα, θὰ γεννήσει καὶ θὰ τὰ πολλαπλασιάσει.
(α) Τυχὸν ψήφιση τοῦ νόμου θὰ δημιουργήσει σύγχυση μεταξὺ τοῦ τὶ εἶναι φυσικὸ καὶ τὶ ὄχι, τὶ ἠθικὸ καὶ τὶ ἁμαρτία, τὶ οἰκογένεια καὶ τὶ συμβιωτικὴ ὁμάδα. Ἡ ἀλλοίωση τῶν κοινωνικῶν ἠθῶν, ὁ ἐθισμὸς στὸ ἑλκυστικὸ παράξενο καὶ ἀφύσικο, ἡ δημιουργία νέων στερεοτύπων, ὁδηγοῦν σὲ μιὰ νέα δῆθεν ἠθικὴ ποὺ ἀντιβαίνει πλήρως στὴν ἠθικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς ἱστορίας, τῆς ἑλληνικῆς παράδοσής μας.
(β) Ἡ ὁμοφυλοφιλία ὡς ἰσότιμη νομικὰ πρὸς τὴν ἑτεροφυλία ἐμφανίζεται ὡς ἐναλλακτικὴ πρόταση ζωῆς στὰ νέα κυρίως ἄτομα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιπλέον δημιουργεῖ σύγχυση ἀνάμεσα στὸ τὶ εἶναι κάποιος/α, στὸ πῶς νοιώθει καὶ στὸ τὶ μπορεῖ νὰ γίνει. Ἐὰν ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου εἶναι ἐπιλέξιμη, τότε μπορεῖ νὰ δοκιμάσει, νὰ πειραματισθεῖ, μὲ πιθανότατα ἀθεράπευτες συνέπειες. Ἡ ἀνθρώπινη ὀντολογία μεταλλάσσεται καταστροφικά, ἀποκτᾶ προοπτικὴ ὑπαρκτικοῦ θανάτου. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν ἀπόλυτη εὐθύνη τῆς Κυβέρνησης.
(γ) Τὸ πρόβλημα γίνεται ἰδιαζόντως μεγάλο ὅταν μέσω τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῆς σχετικῆς νομοθέτησης ἐπιβάλλεται στὰ παιδιὰ μιὰ ἀγωγὴ σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζεται τὸ ἀφύσικο καὶ ὁπωσδήποτε μὴ ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένο καὶ ἐμπειρικὰ ἀποδεδειγμένο ὡς φυσικὸ καὶ κυρίως ὡς προοδευτικό, σύγχρονο, ἀπελευθερωτικὸ καὶ φυσικὰ ὡς ἐπιλέξιμο καὶ ἐπιθυμητό [30].
(δ) Ὅταν αὐτὸς ὁ τύπος ζωῆς καὶ οἰκογένειας προβάλλεται ὡς κάτι σύγχρονο, εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει μόδα καὶ ἀντὶ νὰ βοηθήσει κάποιους λίγους ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, νὰ πολλαπλασιάσει ἐπικίνδυνα τὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὁδὸ καὶ ἐκτροπή. Ἡ λάθος εἰκόνα δημιουργεῖ ἀσθένεια, ἡ ὁποία μεταδίδεται ταχύτατα, δεδομένου ὅτι τὰ ἄτομα αὐτὰ ἔχουν τὴν τάση νὰ προβάλλουν τὸν τύπο τῆς ζωῆς τους ὡς πρότυπο δῆθεν ἀπελευθέρωσης, νὰ παρελαύνουν καμαρωτὰ καὶ μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἔτσι νὰ δημιουργοῦν ἐθισμὸ καὶ ἐξοικείωση, μεταμορφώνοντας τὸ φαινόμενο σὲ κατάσταση, κάτω ἀπὸ τὰ χαμόγελα καὶ τὰ χειροκροτήματα τῶν ἀπερισκέπτως νομοθετούντων.
(ε) Ὅπως πάλι ὑποστηρίζει ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, «ἡ διαιώνιση τῆς ἀνθρωπότητας ἔχει στηριχθεῖ στὴν ὕπαρξη δύο φύλων καὶ στὴν ἕνωσή τους. Ἀντίθετα, ἕνας τέτοιος νόμος προσβάλλει τὴ δημιουργία… Δὲν ἀποτελεῖ κοινωνικὴ πρόοδο ἀλλὰ σύγκρουση μὲ τὴ φυσικὴ τάξη, κατήφορο» (21.1.2024).
(στ) Ἡ πιθανότητα ἀφοῦ ψηφισθεῖ ὁ νόμος ὡς προτείνεται ἀργότερα νὰ συμπεριλάβει καὶ τὴν προσφυγὴ σὲ δυνατότητες ποὺ παρέχουν οἱ σύγχρονες ἀναπαραγωγικὲς τεχνικές, ὅπως ἡ χρήση παρένθετης μητρότητας, ὡς παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ «σκανδαλώδη ὑποτίμηση τῆς γυναίκας ὡς ἐργαλείου τεκνοποιίας, στερημένης τοῦ μητρικοῦ της ρόλου καὶ τῆς συμμετοχῆς της σὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη οἰκογένεια. Ἀφαιρεῖ δικαιώματα καὶ ὑποτιμᾶ τὴν ἀξία της».
(ζ) Ὁ γάμος δὲν εἶναι δικαίωμα. Εἶναι θεσμός. Τὸν προστατεύει τὸ Σύνταγμα ἐπειδὴ συντηρεῖ, ἀναπαράγει καὶ προάγει τὸ Ἔθνος. Ἀντίθετα, ἡ προπαγάνδα περὶ δικαιωμάτων καὶ ἰσότητος τῶν ὁμοφυλοφίλων στὸν γάμο καὶ ἡ τυχὸν ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου ὑπονομεύει τὸ Ἔθνος καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴν λειτουργεῖ ἀντεθνικά. Οἱ δημογραφικὲς συνέπειες ἑνὸς τέτοιου νόμου φαντάζουν τρομακτικές, ἰδίως μάλιστα σὲ μιὰ χρονικὴ συγκυρία σὰν τὴν παροῦσα, ὅπου τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα ἀποτελεῖ τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἐφιάλτης, μάλιστα καὶ ἀπὸ ἐπίσημα βουλευτικὰ χείλη, τοῦ πρ. ὑπουργοῦ κ. Τάκη Θεοδωρικάκου [31].
Τελικά, ἡ νομιμοποίηση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, στὴν οὐσία καταστρέφει τὰ ὁμοφυλόφιλα ἄτομα, δημιουργεῖ σύγχυση στὰ φυσιολογικά, διχάζει τὴν κοινωνία, προσβάλλει τὴ φύση. Ἐπιπλέον, ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας ἀπαξιώνεται, οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἐκφυλίζονται, ὁ ἄνθρωπος εὐτελίζεται, ἡ δημογραφικὴ ἀπειλὴ κορυφώνεται, ἡ πίστη στὸν Θεὸ κλονίζεται, ἡ νέα γενιὰ αὐτοαμφισβητεῖται, ὁ πολιτισμὸς ὅπως τὸν γνωρίζουμε καταστρέφεται. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία;
ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἀσχοληθῶ στὴν παροῦσα ὁμιλία μὲ τὴ νομικὴ διάσταση τοῦ θέματος. Τὸ Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὰ σχόλια καὶ οἱ εὔστοχες ἀναλυτικὲς παρεμβάσεις τῶν ἀδελφῶν Μητροπολιτῶν Λαρίσης, Πειραιῶς, Μάνης, καὶ Μεσσηνίας, ὅπως καὶ οἱ ἐπιστημονικὲς δημοσιεύσεις εἰδικῶν περὶ τὸ οἰκογενειακὸ καὶ ἀστικὸ δίκαιο νομικῶν, καθ. Ρόης Παντελίδου [32], καθ. Γεωργίου Γεωργιάδη [33], ἐναργῶς παρουσιάζουν νομικὴ προσέγγιση ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ καταδεικνύουν μὲ σαφήνεια τὴ δυνατότητα νομικῶν διεξόδων, προκειμένου νὰ ρυθμισθοῦν ζητήματα, χωρὶς τὴν κατ’ ἀνάγκην νομικὴ θεσμοθέτηση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου.
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐξευρέσεως νομικῶν ρυθμίσεων, ἀλλὰ ἡ ἀνυπαρξία πολιτικῆς βουλήσεως.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ – ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Α. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὑπάρχει μία βασικὴ ἀρχὴ ποὺ ἔχει τέσσερα μέρη ἀδιαπραγμάτευτης ἰσχύος. Τὰ φύλα:
1. Εἶναι μόνον δύο, δὲν ὑπάρχει κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἢ ἐνδιάμεσο, ὅπως ἐξυπονοεῖ ὁ ὅρος ΛΟΑΤΚΙ.
2. Εἶναι μεταξύ τους διαφορετικά, ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὰ δύο φύλα, ἡ ὁποία καὶ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ διατηρεῖται. Ἡ ἀσάφεια δημιουργεῖ σύγχυση καὶ ἡ σύγχυση κρίση ταυτότητας.
3. Δὲν εἶναι μόνον διαφορετικά, ἀλλὰ εἶναι κυρίως συμπληρωματικά. Ἡ διαφορετικότητά τους δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ διακρίνει, ἀλλὰ ὄντας συμπληρωματικά, ὑπάρχει κυρίως γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν ἕνωσή τους. Ἡ σωματικὴ ἕνωση ἔχει διπλὸ σκοπό∙ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὴν ψυχοσωματικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀγαπητικοῦ συνδέσμου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, δὲν ἀποτελεῖ πράξη ἀλλὰ ἱερὴ σχέση, ἡ ὁποία προφανῶς καὶ πρέπει νὰ εἶναι ψυχοσωματικά ἄρτια καὶ κατὰ φύσιν.
4. Ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στηρίζεται στὴν ἑτεροφυλικότητα. Κάθε τι ποὺ ἀποδυναμώνει τὴ διάκριση τῶν φύλων εἶναι προσβολὴ τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Β. Ἕνα ἐπιχείρημα ποὺ συχνὰ ἀκούγεται εἶναι ὅτι ἐφόσον μεταξὺ δύο ἀνθρώπων ὑπάρχει ἀγάπη, ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρέπει νὰ ἐκφρασθεῖ καὶ συνεπῶς δικαιοῦνται νὰ συνάψουν σχέση γάμου, ἀκόμη καὶ δύο ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, μιᾶς καὶ ὁ σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ διὰ τῆς ἀγάπης τελείωση. Εἶναι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη ἐξ ὁρισμοῦ γνήσια ἀγάπη, μάλιστα ἀνεξάρτητη τῶν φύλων;
Ἡ ἀγάπη ἔχει πολλὲς μορφές. Ἄλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξὺ ἀδελφῶν, ἄλλη μεταξὺ γνωστῶν καὶ φίλων, ἄλλη τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ἀντιστρόφως, ἄλλη ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ φυσικὴ σχέση στὶς παραπάνω περιπτώσεις μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει σωματικὲς ἐκδηλώσεις ἁπλῆς ἐπαφῆς (ἐναγκαλισμοὺς καὶ διακριτικοὺς ἀσπασμούς), ἀλλὰ εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ σεξουαλικὲς ἐξάρσεις καὶ κινήσεις ἀμοιβαίας σωματικῆς ἑνώσεως. Δὲν ὁδηγεῖ σὲ γάμο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἡ ἀγάπη, ἐνῶ ἐκθειάζεται ὡς μείζων τῶν ἀρετῶν καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς ρῆμα ἢ οὐσιαστικὸ 315 φορές, σὲ καμμία τῶν περιπτώσεων δὲν συνδέεται μὲ τὸ ἐρωτικὸ αἴσθημα, τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται «ἐπιθυμία» [34].
Ἡ ἰδιομορφία τῆς ἐρωτικῆς ἕλξης εἶναι ὅτι ἀναπόφευκτα συνοδεύεται ἀπὸ σεξουαλικὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία βέβαια χαρακτηρίζεται ἀπὸ παρορμητισμὸ καὶ ἡδονικὸ αἴσθημα καὶ συνεπῶς τὸ ἐνδεχόμενο ἡ ἀγάπη νὰ νοθεύεται ἀπὸ ἀνελευθερία καὶ ἰδιοτέλεια εἶναι ὁρατό. Ὡς ἐκ τούτου ἡ σεξουαλικὴ ἱκανοποίηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό.
Αὐτὸ ἀντισταθμίζεται, ὅταν ὁ σκοπὸς τῆς ἑνώσεως εἶναι νὰ δώσει ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς μορφὲς καὶ ὅταν τὰ πάντα γίνονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη «…εἶναι ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία τῶν ψυχῶν, ὅπως ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων…» [35], εἶναι πάντοτε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σεβόμενη ἀσφαλῶς τὰ ἔργα Του, κορύφωση τῶν ὁποίων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως ὅμως Αὐτὸς τὸν δημιούργησε. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει σεβασμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» [36]. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖ τὸν γάμο καὶ τὸν ἀναβιβάζει σὲ μυστήριο. Ὁ γάμος πρέπει νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπαράγει τὴ ζωή.
Ἐὰν ἴσχυε ὅτι ἡ ἐρωτικὴ ἕλξη εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαιολογεῖ κάθε σχέση, τότε θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ ἡ εὔκολη ἐναλλαγὴ συντρόφων καὶ ἔμμεσα ἡ μοιχεία, σίγουρα δὲ ἡ πολυγαμία. Ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι πάντοτε γνήσια ἀγάπη.
Γ. Ἡ Κυβέρνηση ὑποστηρίζει ὅτι ἀποτελεῖ εὐθύνη της νὰ ἐπιλύσει προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν παιδιὰ τὰ ὁποῖα γεννιοῦνται ἐντὸς περιβάλλοντος ὁμοφυλοφιλικῶν συμβιώσεων. Τὰ παιδιὰ ὅμως αὐτὰ εἶναι ἐλάχιστα, προέκυψαν ἐκτὸς τῆς πατρίδος μας καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἶναι εἰσαγόμενο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προκαλεῖ τεκτονικὲς ἀναστατώσεις στὴν κοινωνία μας, καθὼς ἔρχεται σὲ κάθετη ἀντίθεση μὲ τὸν πολιτισμό, τὴν κοινωνικὴ ἠθικὴ καὶ τὶς ἀρχές μας.
Δ. Τὸ πρόβλημα ἐμφανίζεται ἀρκετὰ δύσκολο, ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς ἀντικειμενικὰ ὑφιστάμενης ἀνάγκης, ποὺ πρέπει κάπως νὰ ρυθμισθεῖ, ἀλλὰ λόγω τῆς ἔντονης φόρτισης ποὺ τὸ συνοδεύει. Ἡ Κυβέρνηση θέλει νὰ τὸ ἐπιβάλει μὲ κάθε τρόπο. Γι’ αὐτὸ καὶ μεθοδευμένα προβάλλει μία σχετικὴ ἰδεολογία ποὺ προφασίζεται καὶ ἠθικοὺς λόγους, ὅπως τὴν προάσπιση ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τὰ ὁποῖα γίνονται διεθνῶς ἀποδεκτά. Κάθε ἕνας ποὺ δὲν ἀποδέχεται τὴ μεθόδευση καὶ ἀντιδρᾶ στὴν ἐπιβολὴ τῶν μέτρων στιγματίζεται ὡς ἀντιδραστικός. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παρουσιάζεται ἡ Κυβέρνηση ὡς ἠθικὰ εὐαίσθητη καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐθελοτυφλοῦσα ἔναντι τῶν δῆθεν πιεστικῶν προβλημάτων τῶν δύστυχων αὐτῶν παιδιῶν.
Ε. Τελικά, ἀπευθυνόμαστε σὲ μία κοινωνία, κυρίως νέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιδρῶντας ἔντονα στὰ παραδοσιακὰ στερεότυπα, τὰ ἔχουν ἀντικαταστήσει μὲ ἄλλα στερεότυπα καὶ προκαταλήψεις ὑπὸ τὸ κάλυμμα τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν μᾶς καταλαβαίνουν.
Αὐτό, παρὰ τὸ ὅτι δυσκολεύει τὴν ἐπικοινωνία μας, δὲν μᾶς ἐμποδίζει, ἀλλὰ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μιλήσουμε μὲ σωστὸ τρόπο, μὲ λογικὴ ἐπιχειρηματολογία, τεκμηριωμένα, μὲ κατανόηση, μὲ εὐγένεια, μὲ ἔμπνευση, μὲ πληρότητα χριστιανικοῦ ἤθους καὶ φρονήματος, ἀλλὰ καὶ μὲ μαχητικότητα. Ὁ λόγος μας ὡς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ εἶναι προφητικός, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐὰν μᾶς ἀποδέχονται ἢ ὄχι. Οἱ προφῆτες δὲν εἰσακούσθηκαν, μᾶλλον ἐδιώχθησαν. Ὄμως ὅλοι ἐπιβεβαιώθηκαν.
ΣΤ. Πρόταση μας δὲν εἶναι νὰ ἐγκαταλειφθοῦν τὰ παιδιὰ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ βρεθοῦν λύσεις ποὺ νὰ μὴν προσβάλλουν τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ γάμου. Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχουν λύσεις καὶ δυνατότητα νομικῶν ρυθμίσεων πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, οὔτε καὶ ἡ ἔλλειψη ἐπιχειρημάτων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πλευρά. Τὸ πρόβλημα ἀναδεικνύεται καὶ μεγενθύνεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη πολιτικῆς βούλησης καὶ τὴν πληθώρα παραπλανητικων δικαιολογιῶν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Κυβέρνησης.
Γιὰ παράδειγμα ἡ Κυβέρνηση ἐπιμένει στὴ λεγόμενη τεκνοθεσία αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Εἶναι ὅμως τόσα λίγα τὰ παιδιὰ ὁμοφυλόφιλων καὶ πολὺ λιγότερα αὐτὰ ποὺ ἐνδεχομένως θὰ ὀρφανέψουν. Ἡ ἄποψη ποὺ ἐξέφρασε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι «κατοικίδια ζῶα συντροφιᾶς» ἢ «ἀξεσουάρ» δὲν εἶναι ἀστεῖο λογοπαίγνιο. Σύμφωνα μὲ ἐπίσημα στοιχεῖα τοῦ Ὑπουργείου Ἐργασίας [37] τὸ 2021 ὑπῆρχαν 73 διαθέσιμα παιδιὰ πρὸς υἱοθεσία καὶ ἐκκρεμοῦσαν 825 αἰτήσεις γιὰ υἱοθεσία. Συνεπῶς δὲν ἔχουμε παιδιὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν οἰκογένειες νὰ τὰ υἱοθετήσουν. Δυστυχῶς, τὸ ἐπιχείρημα τῶν παιδιῶν τὰ ἐργαλειοποιεῖ καὶ ἐμποδίζει νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια.
Ἐκτὸς τούτου, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος «Τὰ ἑτερόφυλα ζευγάρια γιὰ νὰ υἱοθετήσουν παιδὶ περνοῦν ἀπὸ ψυχολογικὴ εξέταση. Αὐτὸ δὲν σημαίνει κάτι; Δὲν βλέπουν ὅτι ἐπιστημονικὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει υἱοθεσία μεταξὺ ὁμόφυλων ζευγαριῶν; ἀφήνω τὸν κοινωνικὸ ἀντίκτυπο στὴν ἄκρη…».
Ζ. Τὸ πρόβλημα τῶν παιδιῶν ποὺ μεγαλώνουν σὲ τέτοιο περιβάλλον εἶναι μεγαλύτερο ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ὅταν καὶ ἂν ὀρφανεύσουν. Τοῦτο, διότι δὲν εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν πατέρα ἢ μητέρα, ἀλλὰ ὅτι ἔχουν ἀντὶ γιὰ μητέρα πατέρα καὶ ἀντὶ γιὰ πατέρα μητέρα. Ἡ σύχγυση εἶναι προφανής. Ἡ μονογονεϊκὴ οἰκογένεια προκαλεῖ στέρηση ἀλλὰ ὄχι σύγχυση. Ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ προξενεῖ καὶ τὰ δύο.
Παρὰ ταῦτα, τὸ θέμα δὲν εἶναι τόσο ἡ τεκνοθεσία, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν ἀφορᾶ ἐλάχιστα παιδιά. Αὐτὰ δὲ ποὺ ἐνδεχομένως θὰ χάσουν τὴ φυσικὴ ἢ τὴ νόμιμη μητέρα τους καὶ πρέπει κάποιος νὰ τὰ ἀναδεχθεῖ εἶναι ἐλάχιστα.
Τὸ θέμα εἶναι κυρίως ὁ γάμος. Αὐτὸς θὰ αὐξήσει καὶ τὶς παρὰ φύσιν αὐτὲς σχέσεις, θὰ αὐξήσει τὰ ἄτομα ποὺ ἐμφανίζονται μὲ σύγχυση ταυτότητος φύλου καὶ θὰ αὐξήσει τὸν ἀριθμὸ τῶν δύστυχων αὐτῶν παιδιῶν ποὺ γεννιοῦνται κάτω ἀπὸ τέτοιες ἀφύσικες συνθῆκες. Μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὀρφάνιας, ὅτι τὸ παιδὶ θὰ χάσει τὸν βιολογικό του γονέα, εἶναι ὅτι μεγαλώνει ἀφύσικα μὲ δυὸ γονεῖς τοῦ ἴδιου φύλου. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ προληφοῦν οἱ γεννήσεις τέτοιων παιδιῶν. Καὶ ἀντὶ αὐτὸ νὰ ἐπιδιώξει ὁ νόμος, ἐπιτυγχάνει τὸ ἀντίθετο.
Η. Τελικά, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς παράδοξο. Αὐτὸ ποὺ μέχρι τώρα γνωρίζαμε ἀπὸ τὴν Κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ ἦταν ἡ ἀπέχθεια πρὸς τὴν οἰκογένεια, τὸν γάμο, τὰ παιδιά, τοὺς θεσμούς, τὴν Ἐκκκλησία. Καὶ τώρα ζητοῦν τὴν προστασία τοῦ Κράτους γι’ αὐτὰ ποὺ ἡ ἰδεολογία καὶ ἡ πρακτική τους πολεμοῦσε. Δὲν τὰ ζητοῦν ἐπειδὴ ἄλλαξαν γνώμη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ παραμορφώσουν κατὰ τὸ δοκοῦν. Καὶ ἡ Κυβέρνηση συναινεῖ καὶ ἐξαγγέλλει… τὸ θαῦμα! Ἡ κραυγὴ ἀπορίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Γαλατῶν, ἐκράζεται καὶ ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴν ἀνεξήγητη ἐπιμονὴ καὶ στάση τῆς Κυβέρνησης: «Ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι» [38]!
Θ. Ὁ Πρωθυπουργὸς ὁμολόγησε δημόσια ὅτι ἡ ψήφιση τοῦ νομοσχεδίου ἐπαφίεται στὴ συνείδηση τῶν βουλευτῶν καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν θέτει θέμα κομματικῆς πειθαρχίας. Θέμα συνείδησης ὅμως, σημαίνει ὅτι εἶναι ἀξιακὸ καὶ ἰδεολογικό. Στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ βλέπουμε προκλητικῶς νὰ προτάσσεται τῆς ἠθικῆς συνείδησης εἶναι ἡ πολιτικὴ συνείδηση, δηλαδὴ ἡ ἀνάγκη διατήρησης τῆς ἑνότητας τῆς παράταξης. Ἂν εἶναι δυνατόν!
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ θέμα δὲν εἶναι ἡ προστασία τῆς δικῆς της τυπικῆς παράδοσης (ἔτσι ἔμαθε νὰ λέει καὶ νὰ κάνει), ἀλλὰ τῆς βαθειᾶς συνείδησης τῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε πιέσεις ἄνωθεν ἀσκοῦνται στοὺς Μητροπολίτες, οὔτε ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία χρειάζεται, οὔτε διαρροὲς ὑπάρχουν, οὔτε ἡ ὁμοφωνία κινδυνεύει, οὔτε βέβαια ὀργανωμένα «φροντιστήρια» γίνονται. Μακάρι τὰ μέλη τῆς Κυβέρνησης νὰ εἶχαν λίγη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία συνείδησης τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας μας! Πόσο διαφορετικὸ θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα! Πόση διαφορετικὴ ἡ κοινωνία!
Τὸ ὅλο θέμα εἶναι θέμα κοινῆς λογικῆς καὶ προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς ἠθικῆς. Ἐξ αὐτοῦ πηγάζει καὶ ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ λόγου. Ἡ Ἐκλησία ἀσφαλῶς καὶ δὲν νομοθετεῖ. Οὔτε καὶ θὰ ἤθελε. Ἔχει τοὺς νόμους της καὶ εἶναι διαχρονικοί, αἰώνιοι καὶ θεόσδοτοι. Δὲν νομοθετεῖ, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φέρει εὐθύνη. Φέρει ὅμως βαρύτατη εὐθύνη μόνον ἐὰν σιωπήσει. Καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνει. Πρέπει νὰ φωνάξει καὶ δυνατά.
Ι. Ὅπως ὑπαινίχθην προηγουμένως, ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζεται ὡς ἀφιλάνθρωπη καὶ ἀνάλγητη ἔναντι τῶν δῆθεν πιεστικῶν προβλημάτων τῶν δύστυχων αὐτῶν ὁμάδων καὶ ὡς ἐντελῶς ἀσυνεπὴς ἔναντι τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας της περὶ ἀγάπης.
Παίρνω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν κατακλεῖδα τῆς ὑπέροχης, ἐμπεριστατωμένης, συστηματικῆς καὶ περιεκτικῆς παρέμβασης τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, ποὺ βιωματικὰ ἐκφράζει τὸ πῶς ζεῖ ἡ Ἐκκλησία τὴν πρόκληση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἁμαρτάνοντα καὶ τοῦ μίσους ἔναντι τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖο καὶ παραθέτω:
«Ἡ Ἐκκλησία ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ τοὺς μετανοιωμένους γιὰ κάθε πάθος, γιὰ κάθε πτώση. ΔΕΝ στιγματίζει. ΔΕΝ στοχοποιεῖ. ΔΕΝ καταδικάζει. ΟΜΩΣ, ΔΕΝ συμβιβάζεται μὲ τὴν παθολογία. Υἱοθετεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν προοπτικὴ τῆς μετάνοιας, τῆς ὀντολογικῆς φυσικότητας καὶ κυρίως τῆς σωτηρίας. ΔΕΝ υἱοθετεῖ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ συμβιβασμὸς θὰ ἦταν σὰν ὁ γιατρὸς νὰ ὀνοματίσει τὸν καρκίνο ὅτι εἶναι φυσιολογικὴ κατάσταση ὑγείας… Ὁ Θεὸς ἔσωσε τὴν πόρνη, τὸν ληστή, τὸν τελώνη, τὸν ἄσωτο υἱό, σὰν ἀνθρώπους, ὄχι σὰν παθιασμένους ἀνθρώπους… ΔΕΝ γίνεται λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ―ὡς σῶμα Χριστοῦ― νὰ ἐνεργεῖ διαφορετικά. ΔΕΝ εἶναι χῶρος πανδημίας τῶν παθῶν».
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΥΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Α. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ πίεση ποὺ ἀσκεῖται μὲ τὴν πανδημία τῆς ἔμφυλης ἰδεολογίας εἶναι τεράστια σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν προπαγανδιστικὴ διάχυση τῆς σχετικῆς πληροφορίας οὔτε νὰ ξεχωρίσει ἡ ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμμα εἶναι ἐφικτό, οὔτε νὰ σκεφθεῖ κανεὶς καὶ νὰ κρίνει ἐλεύθερα εἶναι δυνατό, οὔτε καὶ οἱ κυβερνήσεις νὰ ἀξιολογήσουν καὶ νὰ ἀποφασίσουν ἀνεπηρέαστες εἶναι εὔκολο. Ἡ πίεση τῆς περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας εἶναι ἀσφυκτική, τόσο ποὺ προκειμένου νὰ προχωρήσουν οἱ κυβερνήσεις σὲ κάποιες νομοθετικὲς ρυθμίσεις καὶ προσαρμογὲς δὲν χρειάζονται ὁδηγίες ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Ἡ πίεση τῶν συνθηκῶν ἀρκεῖ.
Συνεπῶς, δὲν εἶναι εὔκολο ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες ἡ Κυβέρνηση νὰ ταυτίσει τὶς ἐπιλογές της μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως ἐπιβεβλημένο νὰ σεβαστεῖ τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ λαοῦ μας, τὴν ἱστορία, τὶς παραδόσεις, τὸν πολιτισμό μας, τὴν Ἐκκλησία. Δὲν τὸ κάνει. Ἐδῶ εἶναι τὸ πρόβλημα. Οἱ κυβερνήσεις ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ τόπος δὲν εἶναι γιὰ τὰ εὔκολα, εἶναι γιὰ τὰ δύσκολα, ἀλλὰ ἀληθινὰ καὶ συνετά.
Β. Τὸ ἐρώτημα ποὺ αἱωρεῖται ἀναπάντητο εἶναι τελικά, ποιός ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἀπόφασης; Ποιά ἡ ἀνάγκη; πόσους ἀφορᾶ ἄμεσα; Πόσες τελικὰ εἶναι αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ποὺ χρήζουν νομοθετικὴ θεραπεία; Γιατί τόση σπουδή;
Θὰ μποροῦσαν ἐνδεχομένως οἱ κυβερνητικοὶ νὰ προχωρήσουν ἀνεχόμενοι τὴν κατάσταση, συρόμενοι σὲ λύσεις ποὺ κάπως τοὺς ἐπιβάλλονται ἢ καὶ νὰ περιμένουν. Ἀντίθετα, αὐτοὶ διακηρύσσουν τὴν πολιτική τους μὲ ἐνθουσιασμό. Βιάζονται. Ἔχουν στρατηγικὸ σχεδιασμό καὶ καυχῶνται.
Γ. Τὸ πρόβλημα λοιπὸν δὲν εἶναι ὅτι ψηφίζουν τὸ νομοσχέδιο, ἀλλὰ ὅτι τὸ ὑποστηρίζουν καὶ τὸ προβάλλουν ὡς πρόοδο. Εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ συνείδηση τῶν βουλευτῶν τους, τὴν ὁποία ἐπικαλοῦνται, εἶναι ἀντίθετη, προχωροῦν μὲ κάθε μέσο βιάζοντάς της. Εἶναι ὅτι οἱ δύο-τρεῖς μὴ θεσμικοὶ σύμβουλοι τοῦ πρωθυπουργοῦ ἐπιβάλλουν τὶς ἐπιλογές τους στὴν πλειοψηφία τῶν ἐκλεγμένων ἀπὸ τὸν λαὸ βουλευτῶν τῆς Κυβέρνησης. Εἶναι ὅτι ἡ Κυβέρνηση μᾶς λέει τὶ εἶναι καὶ τὶ δὲν εἶναι ἁμαρτία, καταργῶντας στὴν οὐσία τὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ στὰ λόγια διακηρύσσει ὅτι τὴ σέβεται. Αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκκλησία ὡς ἁρμόδια μπορεῖ νὰ πεῖ εἶναι ὅτι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία αὐτῶν ποὺ ἔχουν τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἁμαρτία αὐτῶν ποὺ τὸ δημιουργοῦν νομοθετῶντάς το καὶ τὸ πολλαπλασιάζουν. Κάτι παραπάνω γνωρίζει γιὰ τὸ τὶ εἶναι ἁμαρτία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ τὸν Κυβερνητικὸ Ἐκπρόσωπο!
Δ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ αὐτὸ ποὺ πρόσφατα δήλωσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης κ. Ἱερώνυμος ὅτι «ὅποιος ἀψηφᾶ τὶς παρακαταθῆκες τῆς Ἐκκλησίας κάνει κακὸ στὴν κοινωνία». Αὐτὸ γιατὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος, ἔχει καὶ τὴν μακροχρόνια ἐμπειρία τῆς ζωῆς, μάλιστα, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς κάθε Κυβέρνησης, ποὺ ἐνῶ εἶναι προσωρινή καυχᾶται ὅτι ἡ ὀπτική της εἶναι ἀναγκαστικὰ εὐρύτερη. Εἶναι ἁπλό. Κάνουν λάθος. Εἶναι ἀναγκαστικὰ ἀσύγκριτα στενότερη, μυωπική. Γιατί, ἐνῶ νομοθετοῦν, ἀγνοοῦν τὸν ἄνθρωπο. Δείχνουν νὰ μὴν τὸν σέβονται.
Ε. Ἀντιθετα, ἡ διαχρονικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι νὰ ἀναδεικνύει καὶ νὰ προστατεύει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία βασίζεται στὴν ἠθικὴ καὶ αὐτὴ στοὺς φυσικοὺς ὅρους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Πανεπιστήμιο ἀνθρωπολογίας. Ἕνα ξεφύλλισμα τοῦ Εὐαγγελίου, μιὰ ματιὰ στὴ Φιλοκαλία, λίγες σελίδες ἀπὸ τὰ συναξάρια, ἀρκοῦν νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ κανείς. Ἡ πολιτεία ἔχει εὐθύνη κυρίως νὰ προστατεύσει τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν καταρρέει ἡ ἀξία καταργεῖται καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια. Καὶ τότε ἀποτυγχάνει ἡ Κυβερνητικὴ πολιτικὴ καὶ τὴν πληρώνει ἡ κοινωνία.
ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Α. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ θέμα εἶναι ψυχοκοινωνικὸ καὶ τὸ ὅλο πρόβλημα ξεκινάει ἀπὸ τὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἡ σεξουαλικότητα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ταυτότητα καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ταυτίζεται ἡ ἀγάπη μὲ τὴν σεξουαλικὴ ἕλξη. Ἡ ἐπικρατοῦσα τάση εἶναι νὰ ὑποταχθεῖ ἀκόμη καὶ ἡ φυσιολογία στὴν «πολιτικὴ ὀρθότητα», τὸ τὶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος στὸ πῶς θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἢ στὸ πῶς θέλουμε νὰ τὸν καταντήσουμε. Τὴν ἀρχὴ τῆς συμπληρωματικότητας τὴν ἀντικατέστησε τὸ δόγμα τῆς συμπεριληπτικότητας καὶ τὴν ἀξία τῆς ἐλευθερίας ὁ νόμος τοῦ δικαιωματισμοῦ.
Β. Ἀντὶ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη νὰ προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὰ πάντα καὶ ἔνοχα νὰ ὑποστηρίζει τὸ φαινόμενο αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς δυσαρμονίας ἢ νομικὰ νὰ δώσει διέξοδο σὲ κάθε ἀφύσικη, ἀλόγιστη καὶ νοσηρὴ ἐπιθυμία ἢ καὶ νὰ ἀναπτύξει ἀντίστοιχες τεχνολογίες, θὰ ἔπρεπε φιλάνθρωπα νὰ τὸ ἀναγνωρίσει ὡς πρόβλημα καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, πνευματικά, ψυχολογικά, νὰ τὸ θεραπεύσει, ὥστε ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μποροῦν νὰ βοηθηθοῦν. Ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ σῶμα, τότε ἡ ψυχιατρικὴ ἀντί, ἀποκλείοντας τὴν παρέκκλιση ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὁδὸ ὡς ψυχικὴ διαταραχή, νὰ καταθέσει τὰ ὅπλα, θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ἀξιοποιήσει. Καὶ ἀντὶ νὰ ποινικοποιηθοῦν οἱ «θεραπεῖες μεταστροφῆς», θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναπτυχθοῦν θεραπεῖες ἐπιστροφῆς σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος στὴ φύση του εἶναι, ἀλλὰ δυστυχῶς κάποιοι δυσκολεύονται νὰ βιώσουν.
Γ. Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ ψυχιατρικὴ διέγραψε τὴν ὁμοφυλοφιλία ἀπὸ τὴ λίστα τῶν ψυχικῶν διαταραχῶν, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἔρευνα καὶ ἔμειναν τὰ δύστυχα αὐτὰ ἄτομα ἀβοήθητα μὲ μοναδικὴ συντροφιὰ τὴν ἐλπίδα σὲ μιὰ βολικὴ νομοθεσία καὶ τὴ διεκδίκηση δικαιωμάτων μὲ παρελάσεις αὐτοεξευτελισμοῦ καὶ ντροπῆς.
Τὸ μεγαλύτερο λάθος μας ὡς Ἐκκλησίας θὰ ἦταν νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλικὴ πράξη, ἐκτὸς ἀπὸ ψυχικὴ διαταραχή, δὲν εἶναι καὶ ἁμαρτία. Τὰ πρόσωπα αὐτά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ψυχιατρικῆς θεραπείας, θὰ εἶχαν χάσει ὁριστικὰ καὶ τὴ σωτήρια διάθεση μετανοίας καὶ τὴν ἀναζήτηση τῆς παρηγορίας τοῦ θείου ἐλέους γιὰ τὶς δικές τους ἐκτροπές. Ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι μία ἀσθένεια ποὺ τὴ γέννησε ἡ διάχυτη κοινωνικὴ ἁμαρτία καὶ μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ τὴ θεραπεύσει ἡ Ἐκκλησία. Μαζὶ μὲ ὅλες τίς μεγάλες δικές μας ἁμαρτίες, μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάσει θεραπευτικὰ καὶ αὐτήν.
Δ. Τελικά, ἡ ἐξίσωση τοῦ γάμου μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου μὲ τὸν ἱερὸ θεσμὸ τοῦ γάμου, ὅπως τὸν γνωρίζει ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ τὸν ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία, θὰ μονιμοποιήσει τὴν παρὰ φύσιν ἐκτροπή, θὰ συμβάλει στὴν μετάδοση καὶ τὸν πολλαπλασιασμό της μὲ καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὴν κοινωνία. Καὶ τὴν αἰτία της δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε σὲ νευροφυσιολογικὰ αἴτια.
Ἡ κρίση εἶναι πνευματική. Καὶ δυστυχῶς πολὺ βαθειά. Ἡ εὐθύνη μας ὡς Ἐκκλησίας νὰ καταδείξουμε τὸ πρόβλημα καὶ νὰ ἀντιδράσουμε εἶναι μεγάλη. Ἡ ἀντίδρασή μας πρέπει νὰ εἶναι δυναμική. Ἁπλᾶ πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ προσεκτικοί. Ὁ λόγος μας πρέπει νὰ συνδυάζει τὴν προφητικὴ δύναμη τῆς αἰώνιας καὶ σώζουσας ἀλήθειας μὲ τὴ διακριτικὴ κατανόηση τῆς πραγματικότητας καὶ τῶν ἀδυναμιῶν τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
*Η εισήγηση του κ. Νικολάου στην έκτακτη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την Τρίτη 23 Ιανουαρίου.