Συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, από την 24η Ιουλίου του 1974, όταν στα ξημερώματα της ημέρας αυτής, μετά την πτώση (ουσιαστικά: αυτοδιάλυση…) του δικτατορικού καθεστώτος της Επταετίας (1967-1974), με την ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ως Πρωθυπουργού, από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ξημέρωνε Δημοκρατία! Ποιες ήταν απόψεις του Κων. Καραμανλή για τη στάση της δικτατορίας απέναντι στην Εκκλησία και πως η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στη χώρα συνδέθηκε με την διασφάλιση της σταθερότητας και ηρεμίας σε κρίσιμους θεσμούς, με επιρροή στη κοινωνία, όπως η Εκκλησία;
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο Κων. Καραμανλής επανειλημμένως είχε “καυτηριάσει” την εργαλειοποίηση της θρησκείας από το καθεστώς. Στα τέλη του 1969, εποχή κατά την οποία εξελίσσεται εμφαντικώς η προπαγάνδα του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών, ο αυτοεξόριστος τότε στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα “Journal de Geneve” (1η Οκτωβρίου 1969), διακωμωδώντας την «ελληνοχριστιανική» εκδοχή της πολιτικής της δικτατορίας θα δηλώσει: «Το καθεστώς των Αθηνών στερούμενον ιδιαιτέρου ιδεολογικού προσανατολισμού εις ουδεμίαν μορφήν πολιτεύματος – ούτε καν της κλασικής δικτατορίας – ανταποκρίνεται. Και το εν λόγω κενόν δεν δύναται να πληρωθεί ούτε με μεσαιωνικάς θεοκρατικάς εννοίας, ούτε με συνθήματα ως το “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών”, ενώ αι μέθοδοι του καθεστώτος είναι ελάχιστα χριστιανικαί…».
Είναι σαφές ότι με τις δηλώσεις του αυτές ο Καραμανλής επιχειρεί να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο της δικτατορίας από τον χώρο της συντηρητικής δημοκρατικής παρατάξεως που θα μπορούσε θεωρητικώς να παράσχει στο στρατιωτικό καθεστώς μια υποτυπώδη αποδοχή. Από τις δηλώσεις του Καραμανλή δεν λείπει και η καυστική ειρωνεία για την πολιτική εκμετάλλευση της θρησκείας και μάλιστα, όπως σημειώνει, μια εκμετάλλευση «με μεθόδους ελάχιστα χριστιανικάς». Πρόκειται για αιχμηρή κριτική αναφορά στις καθεστωτικές πρακτικές στον χώρο της θρησκείας, τις οποίες ο Καραμανλής διακωμωδεί θεωρώντας τες ως μια παρωδία θρησκευτικότητας, με την οποία η αυθεντική θρησκεύουσα συντηρητική δημοκρατική παράταξη ουδεμία μπορεί να έχει σχέση.
Την άνοιξη του 1973 ο Καραμανλής με βαρυσήμαντες δηλώσεις του (23.04.1973) στις εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» θα απευθύνει σκληρή κριτική κατηγορώντας τη στρατιωτική Κυβέρνηση ότι με την ανερμάτιστη πολιτική της αποσυνθέτει κρίσιμους θεσμούς του κράτους και της κοινωνίας, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτούς τους «δεινοπαθούντες» θεσμούς και την Εκκλησία. «Η Κυβέρνησις πειραματιζομένη διαρκώς αποδιοργάνωσε τη Διοίκηση, την Εκκλησία και την Παιδεία, κατά τρόπον ώστε να παρουσιάζουν την εικόνα επικινδύνου αποσυνθέσεως», θα τονίσει ο αυτοεξόριστος τότε Έλληνας πολιτικός, ο οποίος, όπως φαίνεται, ενδιαφέρεται και παρακολουθεί στενά το «μαρτύριο» που βιώνει την περίοδο αυτή η Εκκλησία.
Ο Καραμανλής αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως ηθικοποιητικό και φρονηματιστικό φορέα της κοινωνίας που έχει ως αποστολή να συνδράμει στο έργο της Πολιτείας, εντός πάντα ενός πλαισίου ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, τον οποίο, πάντως, ο ίδιος, ως φιλελεύθερο πνεύμα, εννοιολογικά και σημασιολογικά προσλαμβάνει ως αναφορά στο δίπολο του κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και της χριστιανικής ορθοδοξίας, ως ένα «ιδεώδες» πολιτισμού και όχι ως πολιτικοθρησκευτικό ιδεολόγημα. Θεωρεί την Εκκλησία ως φορέα κοινωνικοποιήσεως με πολύ σημαντική αποστολή, καθώς το έργο της άπτεται θεμελιωδών παραδοσιακών αξιών – του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού – που ταυτοχρόνως αποτελούν βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τμήμα του οποίου σκοπεύει να καταστήσει και την Ελλάδα.
Ο Καραμανλής της Μεταπολιτεύσεως, έχοντας ως στόχο να κάνει την Ελλάδα Ευρώπη, να εγκαταστήσει σ’ αυτή μια Δημοκρατία τύπου δυτικοευρωπαϊκού, εντάσσει σ’ αυτή την προσπάθεια του δυναμικού ανοίγματος προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την Εκκλησία, την οποία θέλει ελεύθερη από τον κρατικό εναγκαλισμό και κινουμένη εντός του δικού της φύσει δημοκρατικού – του συνοδικού – πολιτεύματος, ακριβώς για να εκπληρώνει αυτή την «ηθικήν και εθνικήν αποστολήν της». Σ’ αυτή την κρίσιμη για τη χώρα φάση αυτό που επιδιώκει είναι να έχει δίπλα του την Εκκλησία ως στήριγμα για την αποκατάσταση στη χώρα της δημοκρατικής ομαλότητας. Και το επιτυγχάνει.
Ο Καραμανλής τον Ιούλιο του 1974 βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος να διάγει μια περίοδο οιονεί κανονικότητας. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος, ο από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας), αν και είχε ανέλθει στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα στη διάρκεια της δεύτερης φάσεως του δικτατορικού καθεστώτος (στις 12.01.1974, επί Δημ. Ιωαννίδη), δεν είχε ταυτισθεί με τη δικτατορία, όπως ο προκάτοχός του Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (Κοτσώνης, 1967-1973). Τούτο εξηγείται λόγω τόσο του μικρού χρονικού διαστήματος που είχε μέχρι τότε (12.01.1974-23.07.1974) διανύσει ο Σεραφείμ, όσο και –κυρίως– επειδή συμβόλιζε την εκκλησιαστική παράταξη που ανέλαβε τα ηνία της Ιεραρχίας έχοντας έλθει σε «μετωπική» ρήξη με τον Ιερώνυμο και ευρύτερα με τη μερίδα εκείνη της Ιεραρχίας που αντιπροσώπευε το σύστημα που είχε επιβάλει από τις πρώτες ημέρες της εγκαθιδρύσεώς του και για μια ολόκληρη εξαετία (1967-1973) το (επί Γ. Παπαδοπούλου, σ΄ αυτή την πρώτη φάση του) δικτατορικό καθεστώς της «21ης Απριλίου».
Ο νέος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ διεσφάλιζε στον Καραμανλή την κρίσιμη περίοδο 1974-1975 ησυχία και τάξη στο εσωτερικό της Εκκλησίας, γεγονός που επηρέασε θετικά και έδρασε αποτελεσματικά στην ανάπτυξη μιας αγαστής συνεργασίας στις σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών και κατά συνέπεια στις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας αφενός, αλλά και της αποκαταστάσεως των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφετέρου. Στην ανάπτυξη αυτού του θετικού κλίματος συνετέλεσε και το γεγονός ότι ο Σεραφείμ αμέσως μετά την ανάρρησή του στην Αρχιεπισκοπή (12.01.1974) επεδίωξε και επέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο.
Οι σχέσεις αυτές είχαν σοβαρά διασαλευθεί κατά την περίοδο της αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Α΄ (1967-1973) εξαιτίας της καταστρατηγήσεως κατά την περίοδο εκείνη των θεμελιωδών κειμένων (του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου [ΠΣΤ] του 1850 και της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως [ΠΣΠ] του 1928) που καθορίζουν το νομοκανονικό πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Φανάρι. Επρόκειτο για μια πρακτική που αποσκοπούσε στη βαθμιαία αποδυνάμωση των κανονικών δικαιωμάτων του Πατριαρχείου στην ελληνική επικράτεια και ειδικότερα στις εκκλησιαστικές επαρχίες των λεγομένων «Νέων Χωρών» (Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Αιγαίου) των οποίων η “επιτροπική διοίκηση”, δια της ΠΣΠ του 1928, είχε παραχωρηθεί στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, διατηρηθείσης, ωστόσο, της πνευματικής υπαγωγής τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η αποκατάσταση αυτών των σχέσεων με το Φανάρι επέδρασε πολύ θετικά στον Μακεδόνα πολιτικό, καθώς ο Κων. Καραμανλής, ως γεννηθείς το 1907, είχε γαλουχηθεί με τις αξίες της μακεδονικής περιφερείας των αρχών του 20ού αιώνα, τις αξίες των γηγενών οικογενειών που υπήρξαν πιστές στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό, αντιπαλεύοντας τη βουλγαρική επιρροή που επιχειρούσε τότε η κηρυχθείσα σχισματική από το Πατριαρχείο βουλγαρική (εκκλησιαστική) «Εξαρχία». Ακριβώς, λοιπόν, λόγω καταγωγής – από την επαρχία Σερρών που ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου – ο Καραμανλής έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό στη Μητέρα Εκκλησία, αυτή της Κωνσταντινουπόλεως.
Στην ιδιαίτερα κρίσιμη αυτή περίοδο αυτό που πρωτίστως ενδιέφερε τον Κων. Καραμανλή ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατικής σταθερότητας στη χώρα, μια σταθερότητα που συνδεόταν άμεσα με τη διασφάλιση της ηρεμίας σε κρίσιμους θεσμούς, με επιρροή στην κοινωνία, όπως η Εκκλησία. Από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και μ’ ό,τι στη συλλογική μνήμη ταυτίσθηκε μαζί της, όπως π.χ. η περίοδος της αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου (1967-1973), ο Καραμανλής, όπως προαναφέρθηκε, είχε έγκαιρα αποστασιοποιηθεί και ασκήσει δριμεία κριτική, ενεργώντας όχι ως πρόσωπο μόνο, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, ως βασικός εκφραστής της πιστής στο δημοκρατικό πολίτευμα και τον κοινοβουλευτισμό ευρύτερης συντηρητικής παρατάξεως για την οποία δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι παρέχει τα ελάχιστα έστω ερείσματα στο δικτατορικό καθεστώς.
Για την Εκκλησία της Ελλάδος δύο είναι οι μεγάλες και σπουδαίες θεσμικές τομές που επιχειρεί και προωθεί ο Καραμανλής κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του (1974-1980) στη Μεταπολίτευση: πρώτον, η ψήφιση τον Ιούνιο του 1975 του νέου Συντάγματος με τα άρθρα 3, 13, 18 § 8, 28 § 1, 72, § 1 και 105 του οποίου καθορίζονται οι θεμελιώδεις διατάξεις οι οποίες διέπουν μέχρι και σήμερα τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας (επί το ακριβέστερον δε τις σχέσεις του κράτους και των θρησκευτικών κοινοτήτων στη χώρα μας). Με το αρθ. 3 για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής νομοθεσίας κατοχυρώνεται ο ΠΣΤ του 1850 και η ΠΣΠ του 1928, δηλ. θωρακίζεται το κανονικό θεσμικό πλαίσιο οργανώσεως και λειτουργίας της εκκλησιαστικής διοικήσεως (ήτοι η συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, συμφώνως προς τις σχετικές πατριαρχικές [ΠΣΤ 1850 / ΠΣΠ 1928] διατάξεις), το οποίο είχε κλονισθεί κατά τη περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας (με την συγκρότηση της όλως αντικανονικής “Αριστίνδην” Συνόδου, με τα έκτακτα “Ιεροδικεία” η σύσταση και λειτουργία των οποίων αποδοκιμάσθηκε ως κατάλυση του όλου συστήματος του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, κλπ.). Δεύτερον, η ψήφιση (επι υπουργίας – στο Παιδείας – του Γεωργίου Ράλλη) του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590) με τον οποίο κατοχυρώθηκαν (και) νομοθετικά οι πατριαρχικές πράξεις (1850/1928), χειραφετήθηκε η Εκκλησία από τον σφιχτό εναγκαλισμό της Πολιτείας και ετέθησαν οι βάσεις της αρμονικής σχέσεώς τους στο πλαίσιο των διακριτών (τους) ρόλων.
Εν συμπεράσματι: Στη διάρκεια των πρώτων και κρισίμων χρόνων της Μεταπολιτεύσεως η συνετή εκκλησιαστική πολιτική που χάραξε ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής όχι μόνο έφερε την ποθουμένη γαλήνη και ηρεμία στο σκάφος της Εκκλησίας, που είχε σοβαρά κλυδωνισθεί στη διάρκεια της προηγηθείσης Επταετίας, αλλά θεμελίωσε τον εκδημοκρατισμό της με σειρά συνταγματικών ρυθμίσεων (κατοχύρωση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξεως του 1928 στο Σύνταγμα του 1975), και νομοθετημάτων (Καταστατικός Χάρτης: N. 590/1977) που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. Με τις θεσμικές τομές του Κων. Καραμανλή ετέθησαν οι βάσεις για την αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας και χαράχθηκε ο δρόμος της αγαστής συνεργασίας της με το Κράτος, στο συνταγματικό πλαίσιο μιας πολιτειοκρατικής μεν πάντα σχέσεως, αλλ’ εφεξής ηπιότερης μορφής και σαφώς χαλαρότερης εξαρτήσεως, μέσω της οποίας διαμορφώθηκε ένα καθεστώς αρμονικής συναλληλίας, αμοιβαίου σεβασμού και διακριτών ρόλων, το οποίο σε γενικές γραμμές διατηρείται και στις μέρες μας.
*Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Σύμβουλος Εκπαίδευσης κλ. ΠΕ01 Θεολόγων, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου.