Κυ, 10/11/24 | 5:21

Δομή – εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου

Β' μέρος

Γραφείο Ρεπορτάζ
Γραφείο Ρεπορτάζhttp://www.orthodoxia.info
Κείμενα από την συντακτική ομάδα του orthodoxia.info.

Του ιδίου συγγραφέα:

1.1. Ο πένθιμος χαρακτήρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής: Λειτουργικές συνέπειες

Με την Κυριακή της Τυρινής, η Εκκλησία μάς εισάγει στα πρόθυρα της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής. Όπως σημειώνεται στο Συναξάρι της ημέρας από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ[1]».

Στο μεγαλύτερο μέρος της, η θεματολογία της ημέρας περιστρέφεται γύρω από την έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο και τις δραματικές συνέπειες που είχε το γεγονός αυτό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα υμνογραφικά κείμενα φανερώνουν το τραγικό σημείο απόγνωσης του ανθρώπινου γένους με την χρήση λέξεων όπως θρηνῶν, ὠδύρετο, οἴμοι, ὁλολύζων, τάλας, κλαῦσον, ψυχή μου ἀθλία κ.ά.

Η ημέρα, με τον παραπάνω τρόπο, προμηνύει την έλευση μίας περιόδου πένθιμης[2], στην οποία ο πιστός πρέπει να αγωνισθεί, αφού «ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή»[3]. Ο ιερός υμνογράφος όμως δεν στέκεται με μία μίζερη και απαισιόδοξη στάση απέναντι στα γεγονότα, αλλά προσβλέπει στην ευσπλαγχνία του Θεού και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ικετεύει: «ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν». Το αίσθημα αυτό της χαρμολύπης και της προσμονής διακατέχει όλο το πνεύμα του Τριωδίου και διατρέχει όλη την περίοδο. Μέσα από την φαινομενικά πένθιμη και λυπηρή στάση των τροπαρίων διαφαίνεται η ελπίδα, η χαρά και ο τελικός στόχος που δεν είναι άλλος από την Ανάσταση[4].

Το μοτίβο που μόλις αναφέρθηκε είναι αυτό που διαπνέει ολόκληρη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, κάτι που φανερώνεται και από τα λειτουργικά στοιχεία που την αποτελούν. Παρατηρούμε δηλαδή την Εκκλησία, από την μία πλευρά, τις καθημερινές ημέρες να περιβάλλεται τον πένθιμο μανδύα, πρωτίστως διά της απουσίας της τελέσεως του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θέσπισης αυστηρής νηστείας αλλά και της υμνογραφίας των ακολουθιών, η οποία προσκαλεί για συνεχή μετάνοια και εκζήτηση του θείου ελέους. Από την άλλη πλευρά όμως, τα Σάββατα και οι Κυριακές επαναφέρουν τον χαρμόσυνο χαρακτήρα των ακολουθιών, με τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας και κατάλυση οίνου και ελαίου. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα και ποια η κατάληξή του.

Το σημαντικότερο εκ των στοιχείων που καταδεικνύει το πένθιμο της περιόδου ασφαλώς είναι η μη τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας κατά τις καθημερινές ημέρες της Τεσσαρακοστής. Την απαγόρευση αυτή εισάγει ο μθ΄ (49ος) Κανόνας της εν Λαοδικεία Συνόδου (360-365 μ.Χ.) σημειώνοντας: «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον». Σύμφωνα λοιπόν με την συγκεκριμένη διάταξη, απαγορεύεται η τέλεση ευχαριστιακής συνάξεως, παρά μόνο επιτρέπεται αυτή κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής.

Αντίστοιχου περιεχομένου είναι και ο να΄ (51ος) Κανόνας της ίδιας Συνόδου, ο οποίος ορίζει: «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς». Κατά την ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου, γενέθλια ονομάζει ο κανόνας τις ημέρες θανάτου των μαρτύρων και όχι της γεννήσεώς τους[5]. Σύμφωνα με τον αγιορείτη Πατέρα, ο κανόνας στην ουσία απαγορεύει την τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας κατά τις μνήμες των Αγίων την Τεσσαρακοστή, εκτός αν τύχουν σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής. Όπως σημειώνει: «χαροποιὰ καὶ λυτικὰ τῆς νηστείας ὄντα τὰ γενέθλια καὶ αἱ ἑορταὶ αὐτῶν, ἀνοίκειον μὲν εἶναι νὰ γίνωνται εἰς τὰς πενθίμους ἡμέρας τῆς μ΄, οἰκεῖον δὲ νὰ ἐπιτελοῦνται εἰς τὰς ἀνεσίμους καὶ χαροποιὰς αὐτῆς ἡμέρας, ὁποῖαι εἶναι τὸ Σάββατον καὶ ἡ Κυριακή».

Σημαντική είναι η διάκριση που κάνει εδώ ο Άγιος Νικόδημος σε πένθιμες ημέρες από την μία πλευρά και σε ανέσιμες και χαρμόσυνες από την άλλη, πιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο όσα ισχυριστήκαμε παραπάνω, σχετικά με την χαρμολύπη της περιόδου.

Απόρροια των προαναφερθέντων κανόνων είναι δύο σημαντικές λειτουργικές ιδιαιτερότητες, που διακρίνουμε σήμερα και χαρακτηρίζουν ολόκληρη την περίοδο της Σαρακοστής. Η μία φαίνεται να αφορά στην δημιουργία και τέλεση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων. Η άλλη απορρέει περισσότερο από τον να΄ Κανόνα ο οποίος «ευθύνεται» για την απουσία εορταζομένων Αγίων από την εξεταζόμενη περίοδο αλλά και την ταυτόχρονη εισαγωγή διαφόρων εορτών εκ μεταθέσεως στις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής.

1.1.1. Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων

Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο χαρακτήρας που διέπει την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής υπήρξε ο αιτιώδης σύνδεσμος ώστε να δημιουργηθεί η Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Αποτελεί την χαρακτηριστικότερη ακολουθία της περιόδου που εξετάζουμε, ώστε να χαρακτηρίζεται σε πολλά χειρόγραφα ως «Θεία Λειτουργία τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς»[6].

Όπως φανερώνει το όνομά της και γίνεται αποδεκτό από τους περισσότερους, δεν πρόκειται για Λειτουργία με την κυριολεκτική σημασία, αλλά στην ουσία είναι μετάληψη από άρτο, ο οποίος έχει καθαγιασθεί κατά την προηγούμενη τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας, και η οποία προσφέρεται στους πιστούς σε μία ακολουθία συνδεδεμένη με τον Εσπερινό[7]. Το γεγονός ότι στην σύγχρονη λειτουργική πράξη τελείται μόνο κατά τις ημέρες της νηστείας, ενώ δεν εμπεριέχεται σε αυτήν καθαγιαστική ευχή της αναφοράς, οδηγεί πολλούς στο αβίαστο ίσως συμπέρασμα πως πρόκειται για Λειτουργία μη τέλεια, άνευ ευχαριστιακού περιεχομένου.

Η χρησιμότητά της είναι πρόδηλη και έγκειται στο γεγονός της μεταλήψεως των πιστών κατά τις ημέρες της Σαρακοστής, κατά τις οποίες, όπως έχουμε δει, δεν επιτρέπεται η τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας[8]. Η σφοδρή επιθυμία των πρώτων Χριστιανών για συχνή μετάληψη οδήγησε στην λύση του προηγιασμένου άρτου, ώστε να κοινωνούν από αυτόν, ακόμα και ιδιωτικά ο καθένας, τις ημέρες που δεν επιτρεπόταν να τελεσθεί τέλεια θεία Λειτουργία[9].

Ο Μ. Βασίλειος (σε επιστολή που εσφαλμένως του αποδίδεται[10]) προτρέπει τους Χριστιανούς να κοινωνούν κατά την Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή εκάστης εβδομάδος του έτους. Είναι θετικά διακείμενος, όμως, απέναντι και στην καθημερινή μετάληψη αφού όπως σημειώνει: «καὶ τὸ κοινωνεῖν καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλὸν καὶ ἐπωφελές…»[11]. Γνωρίζει και επιδοκιμάζει ο συντάκτης του κειμένου την συνήθεια μερικών, οι οποίοι φυλάσσουν αγιασμένο Άρτο στο σπίτι τους, ώστε να μεταλάβουν από αυτόν «ἰδίαις χερσί» τις ημέρες που δεν ετελείτο θεία Λειτουργία ή δεν υπήρχε Λειτουργός να τελέσει το μυστήριο.

Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες Κανόνες της Συνόδου της Λαοδικείας, οι οποίοι θεωρούνται ως βασικότερη αιτία[12], οδήγησαν στην διαμόρφωση και καθιέρωση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων.

Ο Χρ. Νάσσης[13], αντίθετα, απορρίπτει την αιτιολογία της γενέσεως της Προηγιασμένης στους Κανόνες της Λαοδικείας ή στην τάση των πιστών για συχνότερη μετάληψη. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη Λειτουργία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας περιστολής της συνήθειας των Χριστιανών για κατ’ οίκον και ιδιωτική μετάληψη. Παρατηρεί ο συγκεκριμένος ερευνητής πως, ήδη από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, τίθεται ένας ιεραρχικός κανόνας για τον τρόπο μετάληψης (πρώτος μεταλαμβάνει ο Επίσκοπος, κατόπιν οι Πρεβύτεροι, οι Διάκονοι και οι λαϊκοί). Εν συνεχεία οι κανόνες γίνονται αυστηρότεροι, μη επιτρέποντας σε λαϊκούς την μετάδοση, σε τρίτους ή στον εαυτό τους, τιμίου Σώματος και Αίματος. Αυτή η απαγόρευση, θεωρεί ο Χρ. Νάσσης, είχε ως αποτέλεσμα την οργάνωση της μετάληψης υπό την επίβλεψη ιερέως και την ταυτόχρονη διαμόρφωση ειδικής ακολουθίας.

Το γεγονός της θεσπίσεως του να΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πριν από την ρύθμιση τελούνταν τέλειες θείες Λειτουργίες κατά τις ημέρες της Τεσσαρακοστής. Ως γνωστόν, οι Κανόνες της Εκκλησίας δεν ορίζονται για να επιλύσουν προβλήματα που θα ανακύψουν ίσως στο μέλλον, αλλά αντίθετα θεσπίζονται ως απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ζήτημα που ήδη υφίσταται[14]. Ακόμη όμως και η διάταξη της Λαοδικείας δεν έτυχε απόλυτης εφαρμογής από τις κατά τόπους Εκκλησίες[15]. Πράγματι, όπως παρατηρούμε στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι., βρίσκουμε διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται η τέλεση τέλειας θείας Λειτουργίας σε διάφορες ημέρες της νηστείας[16].

Λύση στο ζήτημα αυτό έρχεται να δώσει ο νβ΄ (52ος) Κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου (692 μ. Χ.). Κατ΄ αυτόν, ορίζεται, με θετική διατύπωση αυτή την φορά, η θέσπιση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων σημειώνοντας ότι,  «ἐν πάσαις ταῖς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τῶν νηστειῶν ἡμέραις, παρεκτὸς σαββάτου, καὶ Κυριακῆς, καὶ τῆς ἁγίας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡμέρας, γινέσθω ἡ τῶν προηγιασμένων ἱερὰ λειτουργία.»[17] Παρατηρούμε εδώ ότι η Προηγιασμένη κανονίζεται να τελείται καθημερινώς σε όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, εκτός της εορτής του Ευαγγελισμού. Πλήρη εφαρμογή βρίσκει ο Κανόνας στην λειτουργική τάξη της Κωνσταντινούπολης, με τα αποτελέσματά της να γίνονται απτά μέσα από τις διατάξεις του Τυπικού της Μ. Εκκλησίας[18] και της Μονής Ευργέτιδος[19], όπου η τέλεση της Λειτουργίας των Προηγιασμένων κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής είναι καθημερινή, ακόμα και κατά την ημέρα της Μ. Παρασκευής[20].

Η τέλεση της Λειτουργίας των Προηγιασμένων κατά τις ημέρες της Τεσσαρακοστής, όπως ορίζει ο νβ΄ Κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου, της έχει προσδώσει ένα φαινομενικά πένθιμο χαρακτήρα. Ο ερμηνευτής του Κανόνα αυτού Θ. Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικά: «αἱ τῶν νηστειῶν ἡμέραι πένθους εἶναι ἐτάχθησαν…τὸ δὲ προσάγειν τῷ Θεῷ θυσίαν, πανηγυρίζειν ἐστί…τὴν δὲ λειτουργίαν τῶν προηγιασμένων, ἀναίμακτον θυσίαν οὐ λέγομεν ἀλλὰ προσαγωγὴν τῆς ἤδη προσαχθείσης καὶ τελεσθείσης θυσίας καὶ τελείας ἱεροτελεστίας»[21].  Σε αυτό συνηγορεί και η απαγόρευση τελέσεως χειροτονιών εντός αυτής, αν και μάλλον αυτή προέρχεται από την ασυμβατότητα της χαράς (των χειροτονιών) και του πένθους (της Μ. Τεσσαρακοστής)[22]. Η αντίληψη ότι η Προηγιασμένη τελείται για μετάληψη εντός των πένθιμων ημερών οδήγησε στην άποψη ότι την χαρακτηρίζει «βαθεῖά τις μυστικοπάθεια καὶ πένθιμος τόνος…καὶ ὅτι δὲν πρόκειται περὶ τελείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία φέρει χαρακτῆρα χαρμόσυνον καὶ ἑορταστικόν», κατά τον Δ. Μωραΐτη[23].

Αυτό, κατά τον Χρ. Νάσση, είναι αμφίβολο[24], αφού οι διατάξεις για εκτός Μ. Τεσσαρακοστής τέλεσή της[25] ανατρέπουν το συγκεκριμένο σκεπτικό[26]. Δύο τέτοιες περιπτώσεις συναντούμε στο τυπικό της Μ. Εκκλησίας, με την διάταξη «εἰς τὸν θέλοντα Τετράδα καὶ Παρασκευὴν λειτουργίας ἐπιτελεῖν, εἴτε καὶ προηγιασμένην εἴτε καὶ τελείας»[27], αλλά και στο Πασχάλιον Χρονικόν (αρχές 7ου αι.)όπου γίνεται διάκριση «ἐν ταῖς νηστείαις τῶν προηγιασμένων» και «ἐν ἄλλαις ἡμέραις, ὁσάκις ἄν προηγιασμένα γίνηται»[28].

Επίσης, ο εν λόγω ερευνητής καταγράφει την άποψη του M. Arranz, σύμφωνα με τον οποίο, σκοπός της παραπάνω διάταξης ήταν η διαφύλαξη της νηστείας του τεσσαρακονθημέρου, η οποία ήταν και προϋπόθεση για την καθημερινή μετάληψη. Επομένως, παρόλο που η περίοδος της νηστείας είναι περίοδος πένθους και συντριβής, εντούτοις, η μετάληψη δεν χάνει την σημασία της χαράς και της αγαλλίασης.

Ο παραπάνω Κανόνας (περί καθημερινής τελέσεως της Προηγιασμένης) σύντομα θα ανατραπεί ή δεν θα τύχει πλήρους αποδοχής από τις Εκκλησίες. Υπάρχουν μαρτυρίες περί μη τελέσεως καθημερινά της ακολουθίας ή και καθιερώσεως τριών Προηγιασμένων Λειτουργιών ανά εβδομάδα. Επίσης, διάφορες πηγές αναφέρουν την απαγόρευση τελείας θείας Λειτουργίας κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, σε πλήρη αντίθεση με όσα ορίζει ο νβ΄ Κανόνας της Πενθέκτης[29].

Με την μορφή που έχει λάβει η ακολουθία σήμερα, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι σύνθεση της ακολουθίας του Εσπερινού με μετάληψη των πιστών[30]. Το πρώτο μέρος, ο Εσπερινός, τελείται με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, όταν δεν ακολουθεί η Προηγιασμένη.

Παρατηρούμε στην τέλεση της ακολουθίας μερικά στοιχεία που παραπέμπουν στον ασματικό Εσπερινό[31]. Ένα από αυτά ασφαλώς είναι η έναρξη της ακολουθίας, η οποία γίνεται με το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». Το στοιχείο αυτό δεν πρέπει να συνδέεται με την τέλεση της τελείας θείας Λειτουργίας, αλλά εδώ είναι επιρροή του ασματικού τυπικού, αφού και η ακολουθία των Προηγιασμένων, όταν ετελείτο στις ενορίες, ήταν συνδεδεμένη μαζί του. Αντίστοιχα, στον ασματικό Εσπερινό έχει πιθανώς την καταγωγή της και η ψαλμώδηση του «Κατευθυνθήτω» με την στιχολογίαη οποία χαρακτηρίζεται ως ένα ιδιαίτερο προκείμενο, ανεξάρτητο από κάποιο ανάγνωσμα.

Αναπόσπαστο κομμάτι με την εσπερινή αυτή Λειτουργία είναι οι αιτήσεις υπέρ των Κατηχουμένων[32]. Όπως έχει επισημανθεί σε άλλο σημείο, η περίοδος της Τεσσαρακοστής είχε προβαπτισματικό χαρακτήρα, κατά την οποία γινόταν η κατήχηση των προς το Βάπτισμα. Με γνώμονα αυτό, γίνεται κατανοητή η ύπαρξη των αιτήσεων αυτών στην Προηγιασμένη. Επίσης, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η προσθήκη αιτήσεων (Διπλοκατηχούμενα) υπέρ των «Πρὸς τὸ Φώτισμα εὐτρεπιζομένων», οι οποίες προστίθενται από την Τετάρτη της Μεσονηστίμου, δηλαδή της τετάρτης εβδομάδος των νηστειών.

1.1.2. Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

Εκτός της προαναφερθείσης θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, άρρηκτα συνδεδεμένη με την Μ. Τεσσαρακοστή, κατά την σύγχρονη πράξη, είναι και η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Σύμφωνα με την τυπική διάταξη που βρίσκουμε στο σιναϊτικό χφ. αρ. 150 (10ος-11ος αι.)[33], ορίζεται η τέλεση της συγκεκριμένης θείας Λειτουργίας από την Κυριακή της Τυρινής μέχρι των Βαΐων. Κατά το Τυπικό της μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[34]: «τὰς γὰρ κυριακὰς πάσας τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου λειτουργεῖται λειτουργία». Αντίστοιχη διάταξη συναντούμε και στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου (16ος αι.), το οποίο συνεχίζει σαφώς την ίδια παράδοση, αιτιολογώντας την τέλεση της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου «διὰ τὸ τῶν ἡμερῶν αἰδέσιμον»[35].

Σύμφωνα με ένα κείμενο που αποδίδεται στον Νικηφόρο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (806-815 μ. Χ.), «…πρὶν τοῦ εἰρημένου τούτου Πατρὸς (δηλ. του Γρηγορίου Διαλόγου) αἱ ῥηθεῖσαι ἱερουργίαι ἀεὶ ὅλον τὸν ἐνιαυτὸν ἐτελειοῦντο, ἤτοι καθ΄ ἑκάστην κυριακὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου, τῷ σαββάτῳ καὶ δευτέρᾳ καὶ τρίτῃ καὶ πέμπτῃ ἡ τοῦ Μεγάλου Χρυσοστόμου, τὰς δὲ τετράδας καὶ παρασκευὰς ἡ προηγιασμένη»[36]. Το συγκεκριμένο απόσπασμα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την έρευνα του Ι. Φουντούλη, σύμφωνα με τον οποίο, μέχρι τον 10ο αι. η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου είχε προτεραιότητα στα χειρόγραφα και ετελείτο καθ΄ όλες τις Κυριακές του έτους και τις μεγάλες εορτές. Αργότερα και σταδιακά, αυτή περιορίσθηκε να τελείται κατά τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής, την Μ. Πέμπτη, τις Παννυχίδες του Μ. Σαββάτου, των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, καθώς και κατά την ημέρα μνήμης του συντάκτη της[37]. Κατά τον Χρ. Νάσση[38], η συγκεκριμένη Λειτουργία δεν ετελείτο μόνο κατά τις μεγάλες εορτές, αλλά ήταν και η επίσημη Λειτουργία όλου του έτους.

Όπως παρατηρούμε, σύμφωνα με την σύγχρονη λειτουργική πρακτική, η Λειτουργία του Βασιλείου τελείται κατά βάση σε ημέρες νηστείας. Αυτή η πρακτική δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για Λειτουργία πένθιμη. Αυτό συμπεραίνεται και από έναν διάλογο που αποδίδεται  (κατά τον Χρ. Νάσση πρόκειται για ψευδεπίγραφο και αρκετά μεταγενέστερο κείμενο[39]) στους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο και Νικηφόρο, και αφορά στο πότε πρέπει να τελούνται οι διάφορες θείες Λειτουργίες[40]. Αφού γίνεται αναφορά στο ότι η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου θεσπίστηκε συνοδικά να τελείται ένδεκα φορές ανά έτος (στις σημερινές γνωστές προστίθεται και η εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού), επισημαίνεται ότι «ἐκτὸς δὲ τῶν τοιούτων ἡμερῶν ἡ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λειτουργία οὐχὶ λειτουργεῖται». Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερώτηση του Ταρασίου αν μπορεί να τελεσθεί η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου κατά τις εορτές της Πεντηκοστής, της Μεταμορφώσεως και της Υπαπαντής. Σύμφωνα με την απάντηση του Νικηφόρου: «τὸ κωλῦον οὐδέν, τιμιώτατε πάτερ, ἐστίν, ἀλλ΄ οὖν διὰ τὸ τὰς χαρμοσύνους ἡμέρας οὐ δεῖ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ».

Όπως γίνεται εμφανές, η σύνδεση της Λειτουργίας με ημέρες της Τεσσαρακοστής και αυστηρής νηστείας οδήγησε στην εντύπωση ότι ο πένθιμος χαρακτήρας της περιόδου επεκτείνεται και στην Λειτουργία, με αντίστοιχο τρόπο  όπως συνέβη με την Λειτουργία των Προηγιασμένων. Ο Χρ. Νάσσης[41] παρουσιάζει με εύστοχο τρόπο την αιτιολογία της σύνδεσης αυτής. Επισημαίνει ότι οι διατάξεις για την προετοιμασία των Προηγιασμένων Δώρων βρίσκονται στα χειρόγραφα της θείας Λειτουργίας του Βασιλείου εξαιτίας της τέλεσής της κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, όπως είδαμε να συμβαίνει από τον 10ο αι.[42]. Έτσι, η σύνδεση των δύο Λειτουργιών έγινε η αιτία να θεωρηθεί και η Λειτουργία του Βασιλείου μη χαρμόσυνη.

Παρατηρούμε, με βάση τα όσα έχουμε αναφέρει, ότι ενώ η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ήταν η επίσημη της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα για τις μεγάλες εορτές, μερικούς αιώνες αργότερα τελείται μόνο ένδεκα (και αργότερα δέκα) φορές ανά έτος και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε ημέρες νηστείας. Επιπλέον, η σύνδεσή της αυτή με τις συγκεκριμένες ημέρες της προσδίδει εσφαλμένως έναν πένθιμο χαρακτήρα, ώστε να θεωρείται αδόκιμη για τις ημέρες των εορτών και μη νήστιμων ημερών.

1.1.3. Άμνημες ημέρες. Μετάθεση εορτών κατά το Σάββατο και την Κυριακή

Έχουμε ήδη επισημάνει ότι με τον να΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου εισάγεται κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, ως απόρροια του πένθιμου χαρακτήρα της και με σκοπό την μη διασάλευσή του, το άμνημο των καθημερινών ημερών. Αποτέλεσμα αυτού αποτελεί το γεγονός της απουσίας εορταζομένων Αγίων κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, αλλά και της μεταθέσεως μερικών εορτών κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο (το λεγόμενο παλαιό), η περίοδος της Τεσσαρακοστής, συμπεριλαμβανομένης και της Μ. Εβδομάδος, εκτείνεται από την 2α Φεβρουαρίου έως την 24η Απριλίου, αναλόγως φυσικά και με την ημερομηνία του Πάσχα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν καταρτίστηκε το εορτολόγιο της περιόδου, αυτό έγινε με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο και επομένως οι μήνες του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου καθώς και του Απριλίου θεωρούνταν δυνητικά ολόκληροι εντός του πλαισίου της Μ. Τεσσαρακοστής. Η διόρθωση του εν λόγω ημερολογίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1924, επέφερε σημαντικές λειτουργικές συνέπειες ιδιαιτέρως στον εορτολογικό κύκλο του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, καθώς και στην σχέση του με τις ακίνητες εορτές του έτους[43].

Οι ακολουθίες του Μηναίου αυτής της περιόδου είναι ως επί το πλείστον λιτές, με την χαμηλότερη διάταξη εορτασμού που μπορούσαν να έχουν. Υπάρχουν τρία στιχηρά στον Εσπερινό και ένας Κανόνας στον Όρθρο. Φυσικά απουσιάζουν ιδιόμελα τροπάρια αλλά και Απολυτίκιο. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης[44], οι ακολουθίες αυτές άρχισαν ήδη από τον 10ο αι. να συμπληρώνονται κάπως με την σύνθεση των Κανόνων, οι οποίοι ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης των τριωδίων, έχουν την μορφή των Κανόνων όλου του έτους (δηλαδή με σύνθεση οκτώ ωδών και απουσία της δευτέρας).

Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Ι. Φουντούλη[45], η απουσία εορταζομένων Αγίων από το εορτολόγιο των μηνών αυτών δεν σημαίνει ότι δεν μαρτύρησαν ή δεν εκοιμήθησαν σπουδαίοι Μάρτυρες και Όσιοι κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Αντιθέτως, η εν λόγω απουσία είναι αποτέλεσμα του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, η οποία δεν ευνόησε την ανάπτυξη ιδιαίτερης τιμής Αγίων.

Μία άλλη διαφορετική συνέπεια, κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως της Λαοδικείας, αποτελεί η μετάθεση εορτών οι οποίες εμπίπτουν κατά την περίοδο αυτή, σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής. Αυτό συμβαίνει για τον εξής απλό λόγο. Η μνήμη ενός Αγίου, η οποία συνοδεύεται με την τέλεση του μυστηρίου της θείας Λειτουργίας, είναι ημέρα χαρμόσυνη, εορταστική και καταλυτική της νηστείας. Η Κυριακή πάντα αποτελούσε ημέρα ευφροσύνης, ενώ και η ημέρα του Σαββάτου έλαβε ξεχωριστή θέση μέσα στην εβδομάδα (όλου του έτους), αφού καθιερώθηκε ως ημέρα κατάλυσης, όπως μαρτυρεί το κείμενο των αποστολικών Διαταγών, που έχει γραφεί κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. μ. Χ.[46]. Αντίθετα, οι καθημερινές της Σαρακοστής αποτελούν ημέρες αυστηρής νηστείας, πένθους και μετανοίας, κατά τις οποίες δεν τελείται τελεία θεία Λειτουργία[47]. Επομένως, είναι λογική η μετάθεση των εορτών σε ημέρα κατά την οποία δύναται να τελεσθεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός αυτό και στον καταρτισμό της θεματολογίας των εορτών της Τεσσαρακοστής, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις Κυριακές. Όπως επισημαίνει ο Ε. Θεοδώρου[48], κάποιες εκ των εορτών της περιόδου έχουν θεσμοθετηθεί για ιστορικούς λόγους (μία τέτοια περίπτωση αποτελεί ασφαλώς η Κυριακή της Ορθοδοξίας). Οι περισσότερες, όμως, οφείλουν την γενεσιουργό αιτία τους στην αρχαία συνήθεια της μεταθέσεως των εορτών σε ημέρες ελεύθερες νηστείας.

Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που συναντούμε και επιβεβαιώνουν τα όσα σημειώθηκαν πιο πάνω. Η μνήμη του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ως γνωστόν η εορτή του Αγίου (η οποία είναι πολύ αρχαία) τελείται στις 17 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Σε ημέρα δηλαδή που πολύ συχνά, όπως είδαμε, εμπίπτει στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Πιθανόν λοιπόν η εορτή που έχει θεσπιστεί κατά το Α΄ Σάββατο των νηστειών (διαμορφωμένη όμως κατάλληλα ένεκα της περιόδου, αφού τονίζει το διά των κολλύβων θαύμα του Αγίου, το οποίο συνέβη το Α΄ Σάββατο των Νηστειών)[49] αποτελεί μετάθεση από το σταθερό κύκλο εορτών, με σκοπό τον πανηγυρικότερο εορτασμό της.

Άλλες περιπτώσεις στην σημερινή λειτουργική πρακτική αποτελούν οι εορτές του Σταυρού κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών (πιθανή μεταφορά από τις 6 Μαρτίου όταν και εορταζόταν η εύρεσή του[50]), η μνήμη του Οσίου Ιωάννου, συγγραφέως της Κλίμακος, από τις 30 Μαρτίου κατά την Δ΄ Κυριακή καθώς επίσης και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από την σταθερή ημέρα μνήμης της, που είναι η 1 Απριλίου, κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών[51]. Μία επισήμανση, που μπορεί να γίνει στο σημείο αυτό, έχει να κάνει με το ότι οι μετατιθέμενες αυτές εορτές ταιριάζουν απόλυτα με το γενικό κλίμα της Μ. Τεσσαρακοστής, γεγονός που  ίσως επηρέασε θετικά και την μεταφορά τους σε ημέρα Κυριακής[52].

Μία ανάλογη μετάθεση παρατηρούμε να συμβαίνει στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας (που σήμερα όμως έχει ανατραπεί), κατά την ημέρα της Κυριακής της Τυροφάγου. Σύμφωνα με το εν λόγω Τυπικό, εκείνη την ημέρα τελείται η μνήμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, του Πάπα Ρώμης Λέοντος καθώς και των Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας[53]. Η εορτή αυτή τελείται εκ μεταθέσεως, αφού παρατηρείται στο ίδιο Τυπικό κατά την 17η Φεβρουαρίου, με την σημείωση ότι η μνήμη τους τελείται ημέρα Κυριακής[54].

Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου), λόγω της σπουδαιότητάς της, δεν ήταν φυσικό να μετατεθεί, ακόμα και αν συνέπιπτε με την Μ. Παρασκευή. Κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν ανατροπή της θεωρίας περί τέλειας ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού, αφού η σύλληψή του έπρεπε να είναι ακριβώς εννέα μήνες πριν από την γέννησή του (25 Δεκεμβρίου)[55]. Η εορτή του Ακαθίστου Ύμνου, όμως, η οποία έχει άμεση σχέση με τον Ευαγγελισμό, αφού «άλλοτε τον συνόδευε»[56], μετατίθεται και τελείται το Ε΄ Σάββατο των νηστειών.

Δέον όπως τονισθεί ότι η συνήθεια της μεταφοράς κάποιας εορτής Αγίου ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ανατολή και δεν αφορούσε μόνο στην περίοδο της νηστείας. Η πρακτική συναντάται ιδιαιτέρως στα εορτολόγια των Αρμενίων, των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών[57]. Επίσης, και στο ορθόδοξο ημερολόγιο συμβαίνει κάποιες φορές, όπως λόγου χάριν με τις εορτές των Οικουμενικών Συνόδων Α΄ και Δ΄, οι οποίες με σκοπό τον επισημότερό τους εορτασμό μετετέθησαν μόνιμα σε ημέρα Κυριακή[58]. Το ίδιο βλέπουμε να ισχύει σήμερα και με την θέσπιση ή μετάθεση διαφόρων τοπικών εορτών σε σταθερή ημέρα Κυριακής ή Σαββάτου.

Ο Χρ. Νάσσης[59] θεωρεί ότι στο τυπικό της Κωνσταντινούπολης (9ος αι.) η επιρροή του να΄ Κανόνα ήταν ελάχιστη. Όπως παρατηρεί, στις τυπικές διατάξεις της Μεγάλης Εκκλησίας υπάρχουν περιπτώσεις εορτασμού διαφόρων Αγίων κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, με ταυτόχρονη τέλεση Προηγιασμένης κατά την λήξη της ημέρας εορτασμού. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι εορτές των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) και των Μαρτύρων Μαρίνου και Αλεξίου, ανθρώπου του Θεού (17 Μαρτίου).

Από την άλλη πλευρά, ο ανωτέρω ερευνητής διακρίνει αμυδρή τήρηση του Κανόνα περί μεταθέσεως εορτών κατά τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής, στην λειτουργική πράξη της Κωνσταντινουπόλεως[60]. Σύμφωνα με την έρευνά του στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, θεωρεί ότι η μόνη ίσως μεταφορά εορτής Αγίου κατά τις Κυριακές της νηστείας είναι η εορτή του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης, η οποία ως γνωστόν τοποθετείται την 23η Φεβρουαρίου, σε ημέρα δηλαδή πλησίον της Β΄ Κυριακής των Νηστειών, κατά την οποία την βρίσκουμε να εορτάζεται στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Οι υπόλοιπες μνήμες (Των Προφητών την Α΄ Κυριακή, του Αγίου Δομετίου την Δ΄ και του Αγίου Ζηνοβίου την Ε΄), συνεχίζει ο Χρ. Νάσσης, δεν έχουν κάποια σχέση με το εορτολόγιο της περιόδου, επομένως δεν φαίνεται να θεσπίστηκαν υπό την επίδραση της διατάξεως της Λαοδικείας. 

Με την σταδιακή διαμόρφωση του Τριωδίου και των εορτών που το περιβάλλουν, παρατηρείται μία περαιτέρω αποδυνάμωση ισχύος των Κανόνων της Συνόδου της Λαοδικείας. Έτσι, διακρίνουμε διάφορες εορτές Αγίων, οι οποίες έχουν εισχωρήσει στον εορτολογικό κύκλο της περιόδου και δεν μετατίθενται, όπως θα ανέμενε κανείς. Πρόκειται για την μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου, η οποία με το ισχύον ημερολόγιο δεν βρίσκεται ποτέ εντός Τεσσαρακοστής), της ευρέσεως της τιμίας Κάρας του Αγίου Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου) καθώς και των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου)[61]. Οι συγκεκριμένες εορτές συνδυάζονται πάντοτε με την τέλεση πανηγυρικού Όρθρου (με Θεός Κύριος, Καταβασίες και μεγάλη Δοξολογία) και Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας[62].

1.2. Το διπλό θέμα των Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

Σύμφωνα με την επισήμανσή μας σε άλλο σημείο, η εξέλιξη του Τριωδίου και των επιμέρους στοιχείων που το αποτελούν, υπήρξε μακραίωνη, καλύπτουσα ένα χρονικό φάσμα πολλών αιώνων (6ος-16ος αι.). Διάφοροι παράγοντες επηρέασαν την διαμόρφωσή του μέχρι την σημερινή τελική του μορφή, οι οποίοι τοποθετούνται μεταξύ Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως[63] και των αντίστοιχων λειτουργικών παραδόσεων που φέρει η κάθε μία.

Είναι δεδομένο ότι οι ακολουθίες, που έχουμε σήμερα, υπέστησαν πολλές μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι οι διάφορες μεταβολές δεν επήλθαν ἐν μιᾷ νυκτί, αλλά αυτές συνέβησαν προϊόντος του χρόνου και συμβιώνοντας τα παλαιότερα στοιχεία με τα νεώτερα, δυσχεραίνοντας ενίοτε την κατανόηση των επιμέρους λειτουργικών θεμάτων.

Ακόμα και σήμερα συνυπάρχουν αυτά τα στοιχεία, εγκατεσπαρμένα σε όλο το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, χωρίς να διασαλεύεται ουσιαστικά επ’ ουδενί το όλο πνεύμα της περιόδου της Τεσσαρακοστής. Παρατηρείται πολλές φορές, σύμφωνα και με τους γνωστούς λειτουργικούς κανόνες που διατύπωσε ο A. Baumstark[64], το παλαιό στοιχείο να επιβιώνει παράλληλα με το νέο, μέχρις ότου το τελευταίο να επικρατήσει πλήρως ή σε πολύ μεγάλο βαθμο ή ακόμη, το παλαίο θέμα να διατηρείται σε αρκετά μεγάλο βαθμό εν ζωή, ιδιαιτέρως σε σημαντικές εορτές και περιόδους του λειτουργικού χρόνου.

Έχοντας υπ΄ όψιν τα ανωτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε στο εν χρήσει Τριώδιο δύο (τουλάχιστον) θέματα που χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα κάθε εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, με ιδιαίτερη σημασία για τις πέντε Κυριακές του τεσσαρακονθημέρου. Το παλαιό θέμα οφείλει την προέλευσή του στο Ιεροσολυμιτικό Τυπικό και αντλεί την θεματολογία του από τα καινοδιαθηκικά αναγνώσματα της κάθε Κυριακής, όπως αντίστοιχα συμβαίνει σήμερα με τις τέσσερις προπαρασκευαστικές Κυριακές του Τριωδίου[65]. Το θέμα αυτό, εκτός της Κυριακής, επικρατούσε και καθ΄ όλην την εβδομάδα που ακολουθούσε, με τους Υμνογράφους να υποτάσσονται στο περιεχόμενο του αναγνώσματος.

Μία εξήγηση, που μπορεί να δοθεί για την διαφορετική προσέγγιση των θεμάτων της Κυριακής στα Ιεροσόλυμα και την Κωνσταντινούπολη, έχει να κάνει με την κυριότερη διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο αντίστοιχα Τυπικά και δεν είναι άλλη από την σειρά με την οποία διαβάζονταν οι ευαγγελικές περικοπές κατά την διάρκεια του λειτουργικού έτους[66]. Στην αγία Πόλη, το Ευαγγέλιο του Μάρκου είχε θέση μετά την εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου) και μέχρι τα Θεοφάνεια[67], ενώ στην Κωνσταντινούπολη τοποθετήθηκε κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής.

Σε συνέχεια των παραπάνω, στα Ιεροσόλυμα η πιο συχνή ανάγνωση για την περίοδο μετά τα Θεοφάνεια προερχόταν από τον Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία κάλυπτε όλη την Τεσσαρακοστή[68], ενώ στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο Ευαγγέλιο διαβαζόταν από την 17η έως και την 32η Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η 33η Κυριακή[69] ήταν αυτή κατά την οποία αναγινωσκόταν η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, λαμβάνοντας αργότερα οργανική θέση στον καταρτισμό του Τριωδίου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν, συμπεραίνουμε ότι οι δύο κύκλοι αναγνώσεως του Λουκά δεν συμπίπτουν στις παραδόσεις των δύο λειτουργικών κέντρων. Αναλυτικότερα, στα Ιεροσόλυμα το Ευαγγέλιο του Λουκά είναι η βασική ανάγνωση της Τεσσαρακοστής, ενώ αντίθετα στην Κωνσταντινούπολη, το τέλος της συμπίπτει με την προ της ενάρξεως της νηστείας περίοδο. Έτσι, στην Βασιλεύουσα επικρατεί για τις Κυριακές των νηστειών το Ευαγγέλιο του Μάρκου (για λόγους που θα αναλυθούν), αλλά τα θέματα των περικοπών του Λουκά παρέμειναν στην υμνογραφία[70], η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί.

Βασική μας πηγή, η οποία καταδεικνύει και πιστοποιεί το παλαιό θέμα, είναι το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι., καθώς και η αντίστοιχη υμνογραφία[71] που δείχνει την σύνδεσή τους. Παρατηρούμε στο Τυπικό (Ευαγγελιστάριο) της αγίας Πόλης να διαμορφώνεται η εξής τυπική διάταξη για τα ευαγγελικά αναγνώσματα των πέντε Κυριακών των νηστειών[72] και να επικρατεί το κάτωθι σχήμα:

Α΄ Κυριακή: Παραβολή του απολωλότος προβάτου και της απολομένης δραχμής (Λκ. 15, 1-10)
Β΄ Κυριακή: Παραβολή του Ασώτου Υιού (Λκ. 15, 11-32)
Γ΄ Κυριακή: Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Λκ. 18, 1-14)
Δ΄ Κυριακή: Παραβολή του καλού Σαμαρείτου (Λκ. 10, 25-37)
Ε΄ Κυριακή: Παραβολή του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου
(Λκ. 19, 19-30)

Πίνακας 1

Βάσει των ανωτέρω, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την διαφοροποίηση με την σημερινή λειτουργική πράξη, η οποία έχει τις καταβολές της στην Κωνσταντινούπολη και στην Μεγάλη Εκκλησία, με την θεματολογία να έχει διαμορφωθεί ήδη από τον 9ο-10ο αι. ως εξής[73]:

Α΄ Κυριακή: Αναγνώριση της θεότητας του Ιησού από τους μαθητές του
(Ιω. 1, 44-52)
Β΄ Κυριακή: Θεραπεία του Παραλυτικού (Μρκ. 2, 1-12)
Γ΄ Κυριακή: Προαναγγελία του Πάθους (Μρκ. 8, 34-9, 1)
Δ΄ Κυριακή: Θεραπεία δαιμονιζομένου (Μρκ. 9, 17-31)
Ε΄ Κυριακή: : Περί πρωτοκαθεδρίας και η προαναγγελία του Πάθους
(Μρκ. 10, 32-45)

Πίνακας 2

Στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο δεν υπάρχει κάποια ένδειξη στις επιμέρους διατάξεις του για την τέλεση εορτής Αγίου, ενώ αντίθετα στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας παρατηρούμε για τις υπό εξέτασιν Κυριακές την ανάπτυξη τιμής διαφόρων Αγίων σύμφωνα με τον κάτωθι πίνακα:

Α΄ Κυριακή: «μνήμη ἐπιτελεῖται τῶν ἁγίων Προφητῶν Μωσέως καὶ Ἀαρὼν καὶ Σαμουὴλ»
Β΄ Κυριακή: «μνήμη τελεῖται τῆς ἀθλήσεως τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης»
Γ΄ Κυριακή: άνευ εορτολογικής θεματολογίας
Δ΄ Κυριακή: «μνήμη τοῦ ἁγίου Δομετίου»
Ε΄ Κυριακή: : «μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζηνοβίου»

Πίνακας 3

Το Τυπικό της Κωνσταντινουπόλεως μάς φανερώνει την τροποποίηση που δέχθηκε η ιεροσολυμιτική παράδοση κατά τον 9ο-10ο αι., όσον αφορά στις ευαγγελικές περικοπές αλλά και στην θέσπιση των εορτών σε κάθε μία Κυριακή. Μετά από πολλές ζυμώσεις και αλλαγές, η εορτολογική θεματολογία θα υποστεί νέα επεξεργασία, ενώ αντίθετα το σύστημα των αναγνώσεων θα παραμείνει το ίδιο μέχρι και σήμερα.

Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου[74], στο οποίο στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η σύγχρονη λειτουργική πράξη, η κατάσταση έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί κατά το εξής σχήμα:

Α΄ Κυριακή: Eορτή της Ορθοδοξίας
Β΄ Κυριακή: (ψάλλεται ἡ ακολουθία τοῦ) Αγίου Γρηγορίου,
Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά
Γ΄ Κυριακή: προσκύνηση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού
Δ΄ Κυριακή: μνήμη oσίου Ιωάννου, συγγραφέως της Κλίμακος
Ε΄ Κυριακή: : μνήμη oσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

Πίνακας 4

Στο σημείο αυτό μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σε σχέση με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν και με την ταυτόχρονη συνεξέταση των ακολουθιών του λειτουργικού βιβλίου του Τριωδίου:

α) Είναι φανερή στο εν χρήσει Τριώδιο η συνύπαρξη παλαιού (πίν. 1) και νέου (πίν. 4) θέματος. Το παλαιό θέμα έχει τις καταβολές του στα Ιεροσόλυμα και στο περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής της εκάστοτε Κυριακής (ό, τι συμβαίνει δηλαδή σήμερα με τις τέσσερις προκαταρκτικές Κυριακές του Τριωδίου). Σήμερα, επιζεί άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στην σκιά πάν-τως του νέου θέματος, επιβεβαιώνοντας και τους κανόνες του A. Baumstark.

β) Κατά τις ημέρες των Κυριακών, το παλαιό (ιεροσολυμιτικό) θέμα (πίν. 1), έχει υποχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, στερούμενο πλέον αντίστοιχου αγιογραφικού υποβάθρου, επιβιώνοντας όμως συνήθως στα ιδιόμελα Δοξαστικά των Αίνων, στο ιδιόμελο Στιχηρό των Αποστίχων των κατανυκτικών Εσπερινών και στον Κανόνα της Δ΄ και Ε΄ Κυριακής. Αντίθετα, σε ευρεία κλίμακα παρατηρείται η ύπαρξη του παλαιού θέματος κατά τις ημέρες της εβδομάδος που έπονται της Κυριακής.

γ) Το σύστημα της αναγνώσεως των ευαγγελικών περικοπών, μετά την διαμόρφωσή του που έλαβε στην Κωνσταντινούπολη ήδη από τον 9ο-10ο αι. (πίν. 2), έχει παγιωθεί, παραμένοντας το ίδιο, εδώ και πάνω από δέκα αιώνες. Ωστόσο, οι περικοπές αυτές δεν έχουν αναπτύξει αντίστοιχη υμνογραφία, όπως συνέβη με τα καινοδιαθηκικά αναγνώσματα των Ιεροσολύμων (πίν. 1).

δ) Από τα εορτολογικά θέματα του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας (πίν. 3) έχει επιβιώσει μόνο το πρώτο (εορτή των Προφητών) και αυτό ως δευτερεύον, έναντι του νέου θέματος της εορτής της αναστηλώσεως των ιερών Εικόνων.

ε) Ενώ στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο οι ευαγγελικές περικοπές προέρχονται από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στην Κωνσταντινούπολη επικρατεί η ανάγνωση από τον Ευαγγελιστή Μάρκο (με εξαίρεση μόνο την Α΄ Κυριακή).

Συνοψίζοντας τα παραπάνω μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι σημερινές ακολουθίες των πέντε Κυριακών των νηστειών είναι δομημένες πάνω στα νέα εορτολογικά θέματα που διαμορφώθηκαν μετά τον 10ο και μέχρι τον 16ο αι. στην Κωνσταντινούπολη, με σύστημα αναγνώσεως ευαγγελικών περικοπών που καθορίστηκε πριν από τον 9ο αι. στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με μικρές επιρροές από το παλαιό θέμα των Ιεροσολύμων που υπήρχε ήδη κατά τον 7ο αι.

Το θέμα που ανακύπτει και χρήζει εξέτασης είναι η αιτία της διαφοροποίησης των θεμάτων αυτών που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό του παλαιού θέματος.

Κατά τον Ι. Φουντούλη[75], οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην προσπάθεια των Βυζαντινών να ενταχθεί ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο σύστημα περικοπών, αφού μέχρι τότε η ανάγνωση από το Ευαγγέλιό του υστερούσε. Το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το σύστημα συνεχούς αναγνώσεως (lectio continua), που εφαρμοζόταν από τότε στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, ο αείμνηστος Λειτουργιολόγος[76] θεωρεί ότι η παρέμβαση αυτή στο σύστημα αναγνώσεως των Ιεροσολύμων είχε σκοπό την δημιουργία των προπαρασκευαστικών του Τριωδίου εβδομάδων[77]. Από την άλλη, ο Ι. Φουντούλης διακρίνει και κάποια σχέση θεματολογική των περικοπών του Μάρκου με το πάθος του Κυρίου και το Πάσχα, η οποία (σχέση) δικαιολογεί και με αυτόν τον τρόπο την εισαγωγή του συγκεκριμένου Ευαγγελίου στην προπασχάλια περίοδο[78].

O Μακάριος Σιμωνοπετρίτης θεωρεί τυχαία την σχέση ανάμεσα στην θεματολογία των περικοπών του κατά Μάρκον Ευαγγελίου με τα πνευματικά θέματα του Τριωδίου[79]. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι είναι φτωχή η πνευματική κατήχηση που επιτυγχάνεται, ιδιαίτερα εν συγκρίσει με τις ευαγγελικές περικοπές που χρησιμοποιούνται στα Ιεροσόλυμα[80].

Ο N. Cernokrak, αντίθετα, βλέπει πλήρη αρμονία των περικοπών του Μάρκου με την διδασκαλία του Τριωδίου, εντασσομένου του τελευταίου στο προβαπτισματικό πλαίσιο. Στο ίδιο σκεπτικό, ο T. Talley θεωρεί το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ως επίδραση από την Αλεξάνδρεια και την νηστεία που επικρατούσε εκεί (κατά την οποία διαβαζόταν το Ευαγγέλιο του Αποστόλου Μάρκου) μετά την εορτή των Θεοφανείων και περατωνόταν με την τέλεση των βαπτίσεων[81].

Ο Ι. Φουντούλης[82] θεωρεί ακόμη μία πιθανή αιτία για την διαμόρφωση του νέου θέματος την ανάπτυξη τιμής του εορτασμού της μνήμης διαφόρων Αγίων, υπό την επιρροή μάλιστα του να΄ Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας. Για το θέμα αυτό έχουμε αναφερθεί λεπτομερώς σε προηγούμενη ενότητα, οπότε παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο σημείο αυτό.

Ανακεφαλαιώνοντας, δυνάμεθα να ισχυρισθούμε ότι παλαιό (ή και παλαιά) και νέο θέμα συνυπάρχουν στο λειτουργικό βιβλίο της περιόδου, τα οποία με την κατάλληλη λειτουργική και ιστορική μελέτη και έρευνα μας οδηγούν στην κατανόηση της εξεταζομένης περιόδου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στοιχείων που την διακρίνουν. Όποια και αν είναι η αιτία της μετατροπής των θεμάτων, αυτή (η μετατροπή) γίνεται στο πλαίσιο των λειτουργικών κανόνων και σε βάθος πολλών ετών.


*Ο π. Αχιλλέας Πολύζος είναι Νομικός – Φιλόλογος και Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ