Ενθρονίστηκε χθες το απόγευμα ο πρώτος ηγούμενος της νεοπαγούς ανδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Παρασκευής Διδυμοτείχου Αρχιμανδριτης Κύριλλος Κολτσίδης, παρουσία των τοπικών αρχών, κληρικών, φίλων και οικείων του ενθρονιζομένου και προσκυνητών.
Το γεγονός είναι ιστορικό για την μητρόπολη Διδυμοτείχου όπως είπε και ο μητροπολίτης Δαμασκηνός που προσφώνησε τον νέο καθηγούμενο καθώς εξήρε το ήθος, την εργατικότητα, την αφοσίωση και τον ζήλο του.
«Προσφιλέστατε και αγαπητέ μου π. Κύριλλε, αυτή την ώρα εσύ και εγώ και όλοι οι παριστάμενοι γράφουμε ιστορία. Εγκαθιστάμενος ο πρώτος Ηγούμενος της νεοπαγούς αυτής Ιεράς Μονής αναβιώνει ο μοναχισμός εδώ το Διδυμότειχο, που για πέντε περίπου αιώνες υπήρξε ένα σπουδαίο μοναστικό κέντρο, στις υπώρειες της Ροδόπης (10ος-14ος αι.), η ακτινοβόλος διαδρομή του οποίου βίαια διεκόπη με την κατάληψη του Κάστρου από τους Οθωμανούς το 1361. Μοναχικά απομεινάρια αυτής της λαμπρής εποχής της άνθισης του μοναχισμού στο Διδυμότειχο και μάρτυρες αδιάψευστοι είναι οι μεταβυζαντινοί Ναοί μας, και τα ερείπια των βυζαντινών Μονών, εντός και εκτός του Κάστρου, στον Άγιο Βλάσιο, στο Πραγγί, στο Αμόριο και αλλαχού εδώ τριγύρω.
Ο κ. Δαμασκηνός ευχήθηκε στον ενθρονισθέντα ηγούμενο κάλη διακονία καλώντας τον να συνχίσει το έργο που επωμίζεται. “Με βαθειά την συναίσθηση ότι καλείσαι να συνεχίσεις αυτό το έργο και αυτή την μαρτυρία στα δύσκολα και δίσεκτα χρόνια της εποχής μας και έχοντας την «καλή μαρτυρία» και την αγάπη όλων μας πατρικώς σου εύχομαι καλή επιτυχία στο υπεύθυνο έργο, που επωμίζεσαι σήμερα».
Από την πλευρά του ο νέος καθηγούμενος τόνισε “Παίρνω θάρρος, γιατὶ το χάρισμα της αποστολής μου δεν είναι πνεύμα φόβου και δειλίας, αλλά πνεύμα δυνάμεως και αγάπης (Βʹ Τιμ., αʹ 7), πνεύμα Κυρίου, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας πνεύμα ζηλώσεως και αληθείας και πραότητος (Ησαΐας, ιαʹ 2).
Δεν δειλιώ, δεν έχω το δικαίωμα να δειλιάσω, μην ακούσω κι εγὼ την επιτίμηση του Κυρίου, «ὀλιγόπιστε… εἰς τί ἐδίστασας;» Θα σταθώ πάνω στην πέτρα της πίστεως εδραίος κι απτόητος, σαν «ἄκμων τυπτόμενος», κι όχι σαν «κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος» αλλά σαν λαμπάδα, που καίεται για την δόξα του εσταυρωμένου Ιησοῦ…
Βάζω το χέρι στ’ αλέτρι και κατέρχομαι στον αμπελῶνα τούτο του Κυρίου, για να κατασκάψω, να εκριζώσω και να φυτέψω. Χωρὶς να φειστώ κόπου και μόχθου, αλλά μέρα και νύκτα «ἥδιστα δαπανήσω καὶ ἐκδαπανηθήσομαι»(Βʹ Κορ., β 15) προς αναγέννηση κι ανόρθωση, για να γίνει τούτη η Μονὴ πνευματικὸ ορμητήριο και φάρος ακτινοβολίας του γνήσιου χριστιανικού πνεύματος, πηγὴ αέναη, νάμα προχέουσα πνευματικὸ σ’ αυτούς, που διψούν, να γίνει πνευματικό φροντιστήριο, ιατρείο ψυχών, άσυλο καταπονεμένων, εργαστήριο αρετής.