Το Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον θεωρείται το πιο συστηματικό από τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Οι περισσότεροι βιβλικοί επιστήμονες σήμερα συμφωνούν ότι το Ευαγγέλιο αυτό δεν γράφτηκε για να εξιστορήσει με ακρίβεια τα γεγονότα σχετικά με τον Ιησού, όπως για παράδειγμα το Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, αλλά για να διδάξει συστηματικά, σαν ένα εγχειρίδιο κατήχησης, στα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Για τον λόγο αυτόν ο ευαγγελιστής δεν αφηγείται τα σχετικά με τον Ιησού κατά τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, αλλά συγκεντρώνοντας και ταξινομώντας τους λόγους του, τα θαύματά του, τις παραβολές του σε επιμέρους ενότητες. Διήκουσα έννοια ολόκληρου του Ευαγγελίου είναι το μήνυμα περί της “Βασιλείας του Θεού”, η οποία άρχισε να πραγματοποιείται στο πρόσωπο και στο έργο του Ιησού Χριστού, συγχρόνως όμως αναμένεται να έλθει στην πλήρη μορφή της στο μέλλον, και γι’ αυτό προτρέπει ο ευαγγελιστής τους πιστούς σε συνεχή επαγρύπνηση και σε ετοιμότητα να ανταποκριθούν στην προσφορά της λύτρωσης από την πλευρά του Θεού, “ποιώντας” έργα αγάπης και παράγοντας “καρπούς”. Δεν είναι τυχαίο ότι το ρήμα “ποιώ” απαντά 88 φορές στο συγκεκριμένο Ευαγγέλιο και η λέξη “καρπός” 16 φορές. Το ίδιο θέμα, την απαίτηση του Θεού για ενεργό ανταπόκριση του ανθρώπου στην προσφορά του, έχει και η Παραβολή των Ταλάντων (Ματ 25:14-30).
Κάποιος άνθρωπος, φεύγοντας ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντά του. Στον έναν έδωσε πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο και στον τρίτο ένα, στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του. O πρώτος και ο δεύτερος εκμεταλλεύτηκαν το κεφάλαιο που τους εμπιστεύτηκε ο κύριός τους και το διπλασίασαν· ο τρίτος όμως καταχώνιασε το τάλαντό του στη γη, προκειμένου να το αποδώσει στον κύριό του άθικτο, μόλις του το ζητήσει. Όταν ο κύριος των δούλων επέστρεψε, επιβράβευσε τους δύο πρώτους· αντίθετα τιμώρησε τον τρίτο, ο οποίος, εξηγώντας τη στάση του, θα του πει πως έκανε ό,τι έκανε από φόβο, επειδή γνώριζε τη σκληρότητα του αφεντικού του.
Αν η αμέσως προηγούμενη ενότητα, η Παραβολή των Δέκα Παρθένων, διδάσκει την ανάγκη συνεχούς ετοιμότητας και επαγρύπνησης των πιστών κατά την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού, η Παραβολή των Ταλάντων προσδιορίζει με τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο αυτής της προσδοκίας. Το πρώτο συμπέρασμα που εύκολα προκύπτει από την ανάγνωση της παραβολής είναι ότι η προσδοκία της Βασιλείας του Θεού δεν είναι παθητική αναμονή του τέλους του κόσμου, αλλά ακάματη πνευματική προσπάθεια και πολύτροπη δημιουργία. Οι δύο πρώτοι δούλοι δεν έμειναν άπραγοι μετά την αναχώρηση του αφεντικού τους, αλλά αγωνίστηκαν, κοπίασαν και τελικά κατάφεραν να διπλασιάσουν το κεφάλαιο που τους προσφέρθηκε. Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί αλλιώς· θα μπορούσαν να έχουν αποτύχει στην προσπάθειά τους και να χάσουν τα πάντα· γνώριζαν ασφαλώς τις πιθανότητες και όμως το διακινδύνευσαν.
Έτσι, το δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση της παραβολής λειτουργεί ως ένα ασφαλές κριτήριο της χριστιανικής ζωής και πίστης. Η χριστιανική ζωή δεν είναι μια ήσυχη και ακίνδυνη διατήρηση κάποιας πνευματικής παρακαταθήκης. Δυστυχώς, πολλοί χριστιανοί σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο· πολλοί θεωρούν ότι, αφού βαφτίστηκαν ορθόδοξοι, και φροντίζουν να τηρούν κάποιες τυπικές θρησκευτικές υποχρεώσεις, δεν έχουν παρά να περιμένουν ήσυχοι τον παράδεισο. Μέσα όμως από την Παραβολή των Ταλάντων η χριστιανική ζωή προβάλλεται ως δημιουργικότητα και διακινδύνευση, και η πίστη περιγράφεται ως καρποφορία. Ο χριστιανός δεν είναι ένας αμέριμνος άνθρωπος που απλώς φροντίζει να μην κάνει αμαρτίες, αλλά ένας άνθρωπος που συνεχώς ανησυχεί και ελέγχει κάθε στιγμή τον εαυτό του ως προς το αν οι επιλογές του τον οδηγούν στη σωστή κατεύθυνση, αν τον προάγουν και τον πλουτίζουν πνευματικά. Στην παραβολή “πιστοί” καλούνται μόνον οι δούλοι που πολλαπλασιάζουν τα τάλαντά τους, ενώ εκείνος που το διατηρεί ασφαλές και απείραχτο καλείται “πονηρός”.
Με την περιγραφή της τιμωρίας του τρίτου δούλου η παραβολή φτάνει στο πιο ενδιαφέρον σημείο της, γιατί ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ο τρίτος δούλος μοιάζει πολύ με τον τρόπο που σκέφτονται αρκετοί χριστιανοί. Πριν εξεταστεί όμως και αναλυθεί ο τρόπος σκέψης του δούλου, είναι απαραίτητο να κατανοηθεί τη συμπεριφορά του αφεντικού. Ο σύγχρονος αναγνώστης ή ακροατής της παραβολής είναι πιθανό να αντιμετωπίζει κατά την προσέγγισή της κάποιες δυσκολίες, που προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο το αφεντικό μοιράζει τα υπάρχοντά του στους δούλους του. Στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου ο τρόπος διανομής της περιουσίας φαίνεται άδικος και αυθαίρετος, και ίσως κάποιοι αντιμετωπίζουν με συμπάθεια τον τρίτο δούλο, τον φαινομενικά περισσότερο αδικημένο, και κατανοούν τη στάση του ή συμμερίζονται την αγανάκτησή του. Όμως, αν σε επίπεδο πολιτικής η αρχή των “ίσων ευκαιριών προς όλους” αποτελεί ένα ασφαλές θεμέλιο για την οργάνωση μιας δίκαιης και ευνομούμενης κοινωνίας, η εισαγωγή της ίδιας αρχής στις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό θα αφαιρούσε από αυτές την αρχή της αγάπης και της ανεκτικότητας του Θεού προς το πλάσμα του και θα μετέτρεπε τον Θεό σε έναν δίκαιο αλλά σκληρότατο κριτή, στις νόμιμες απαιτήσεις του οποίου ουδείς θα είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί. Η σχέση όμως του Θεού με τον άνθρωπο δεν καθορίζεται, σύμφωνα με την παραβολή, από κάποιους κανόνες δικαίου αλλά από την αγάπη. Ο Θεός συνεργάζεται με όλους, αλλά δεν φέρεται σε όλους το ίδιο. Ο κύριος της παραβολής δεν βάζει τους δούλους του να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στο ποιος θα του φέρει περισσότερα, αλλά τους δίνει να διαχειριστούν τόσα όσα μπορεί ο καθένας. Κάνοντας την αναγωγή θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Θεός προσαρμόζεται στη διαφορετικότητα του καθένα, απαιτώντας από τον καθένα μόνον τόσο όσο μπορεί.
Αυτήν την αγαπητική διάκριση του Θεού απέναντι στους ανθρώπους πολλοί χριστιανοί δυσκολεύονται να την κατανοήσουν και να την αποδεχθούν, γιατί δεν ταιριάζει με την αντίληψη που έχουν διαμορφώσει για τον Θεό. Αυτό που οδήγησε τον τρίτο δούλο να τηρήσει τη στάση της φοβικής απραξίας ήταν η ιδέα που είχε για τον κύριό του ότι είναι σκληρός, ανελέητος και μοχθηρός. Την ίδια αντίληψη έχουν πολλοί άνθρωποι για τον Θεό. Φοβούνται τον Θεό επειδή αρνούνται να συνεργαστούν πραγματικά μαζί του, και έτσι δεν μπορούν να αποκτήσουν εμπειρία της αγάπης και της καλοσύνης του. Και αρνούνται τη συνεργασία με τον Θεό γιατί τους είναι πολύ πιο εύκολο να τον φοβούνται και να προσπαθούν να τον εξευμενίσουν ανάβοντάς του ένα κερί, παρά να επωμιστούν τις υποχρεώσεις της χριστιανικής ζωής.
Όπως όμως βεβαιώνει ο Χριστός μέσα από την Παραβολή των Ταλάντων, ο Θεός δεν θέλει φοβισμένους και δουλικούς υπηρέτες αλλά συνεργάτες. Μόνον συνεργάτες του Θεού μπορούν να εργαστούν δημιουργικά για τον ερχομό της βασιλείας του, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκλησή του.