Ἔμπροσθεν τοῦ ἀνθρωπίνου βλέμματος ἡ ὀπτασία τῆς Θεοτόκου ἀσκεῖ ἀσύλληπτη γοητεία εἰς τήν ψυχή του. Ἡ ἀνατραφεῖσα εἰς τόν Ναό, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, καθίσταται ἔμψυχος Ναός τοῦ Μεγάλου Ἀρχιποίμενος, τοῦ ὁποίου τήν ἄμωμη σάρκα ὑφαίνει διά τοῦ αἵματος τῆς ἁγνῆς καρδίας της. Ἡ πτωχή κόρη τῆς Ναζαρέτ, Βασίλισσα οὖσα, κατοικεῖ εἰς τό παλάτι τοῦ Οὐρανίου Βασιλέα. Οἱ ἱκεσίες καί οἱ προσευχές πρός αὐτήν δέν εἶναι ἀπονομή λατρείας πρός Αὐτήν. Ἡ λατρεία ἀνήκει εἰς τόν Θεό καί εἰς Ἐκεῖνον ἀναφέρεται ἡ τιμή πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Ἱστάμεθα εἰς τήν μία ὄχθη, στή γῆ, καί ἀτενίζουμε τήν ἀπέναντι ὄχθη, τόν οὐρανό. Ἀνά μέσον κυλᾶ ἡ ζωή ἡ ὁποία ὁμοιάζει μέ ποταμό. Γιά νά τόν διασχίσουμε, χρειαζόμαστε γέφυρα. Ἡ Θεοτόκος δι’ ἡμᾶς εἶναι ἡ σωστική λέμβος, γιά νά μᾶς μεταφέρει εἰς τήν αἰωνιότητα εἰς τήν ἀγκάλη τοῦ Υἱοῦ Της.
Ὅλες οἱ ἑορτές Της ἀσκοῦν μιά γοητεία εἰς τούς χριστιανούς. Ἰδιαιτέρως σήμερον πού ἑορτάζομε τήν γέννησίν Της, εἴμεθα εὐγνώμονες, διότι αὐτή ἡ γέννησις εἶναι ἡ κλείδα τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας δι’ ὅτι ἐπηκολούθησε μέ τήν ζωή τοῦ Κυρίου. Ἐξ’ αὐτῆς ἀντλοῦμε τό παράδειγμα τῆς Ἁγιότητος, τῆς πίστεως, τῆς χαρᾶς, τῆς ἀρετῆς, τῆς ὑπομονῆς.
Εἶναι ὑπόδειγμα πρός μίμησιν ὄχι μόνο διά τίς γυναῖκες, ἀλλά διά κάθε χριστιανό πού ἐπιζητεῖ νά φθάσῃ τό τέλειο τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξί, εἶναι ἡ κεχαριτωμένη. Τό πνευματικό της κάλλος θαυμάζουν οἱ Ἄγγελοι. Εἰς τήν Παναγία δέν κατοίκησε μία ἀκτίνα χάριτος, ἀλλά ὅλο τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς. Ἡ μητέρα της, ἡ Ἁγία Ἄννα, μιά στείρα γυναῖκα, ἀποθαρρύνεται ὅτι θά γίνει μητέρα. Ἀλλά ἐντός τῆς στειρότητός της κατανοοῦμε ὅτι «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστιν» (Λουκ.18,26-27).
Ἡ γέννηση τῆς Παναγίας καθιερώθη εἰς τά τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος εἰς τά Ἱεροσόλυμα καί ἀπό ἐκεῖ διεδόθη εἰς ὅλη τή χριστιανική Ἀνατολή. Αὐτή ἡ ἑορτή τοῦ Γενεσίου Της, ἡ ὁποῖα περιγράφεται εἰς τό ἀπόκρυφον πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰούδα, κατέχει σημαντική θέσιν καί εἰς τήν ὑμνογραφία τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐξέχοντες ὑμνογράφοι, ὅπως ὁ Σέργιος, ὁ Γερμανός, ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔχουν συνθέσει ἐξαισίους ὕμνους διά τήν ἑορτή Της. Ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὀνόμασε τήν Ἁγία Παρθένο Θεοτόκο. Αὐτός εἶναι ὁ ἱερός της τίτλος πού ἐκφράζει καί ἐξηγεῖ τό μυστήριο τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει πώς ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ δέ Ἐκκλησία εἶναι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ὁλόκληρος, δηλαδή ὁ κόσμος. Τήν Παναγία τήν Μητέρα τοῦ «Ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ» κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Αὐτήν ἄς ἱκετεύουμε νά εὐλογήσει τήν ταλαιπωρημένη ἀνθρωπότητα, νά ὑπουργήσει τό μυστήριο τῶν μυστηρίων καί νά μᾶς σπαργανώνει μέ τά εὔοσμα ἄνθη τῆς μητρότητός Της.