Την Παρασκευή το βράδυ αφίχθη στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Σύδνεϋ ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στην Αυστραλία, προκειμένου να προεξάρχει των εορταστικών εκδηλώσεων επί τη εκατονταετηρίδα της σημαντικής αυτής Επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου στην πέμπτη ήπειρο.
Οι χώροι του Αεροδρομίου κατακλύστηκαν από νωρίς, από Ορθοδόξους Χριστιανούς αλλά και Αυστραλούς πολίτες, όλων των ηλικιών, οι οφθαλμοί των οποίων αντανακλούσαν τον φλογερό πόθο της ψυχής τους, να προϋπαντήσουν τον Πρώτο της Ορθοδοξίας και πνευματικό τους πατέρα.
Επικεφαλής του ιερού Κλήρου και του φιλοχρίστου Λαού ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ. Μακάριος, περιστοιχούμενος από τους Επισκόπους, μέλη της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Ανάμεσά στους επισήμους οι οποίοι συμμετείχαν στη μεγαλειώδη υποδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχου στο Αεροδρόμιο, ήταν ο Υπουργός Μεταναστεύσεως της Αυστραλίας κ. Matt Thistlethwaite, ως εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Πρωθυπουργού της χώρας κ. Anthony Albanese, και η Υπουργός Εργασιακών Σχέσεων και Υγείας & Ασφάλειας στην Εργασία ΝΝΟ κ. Σοφία Κώτση, ως εκπρόσωπος του Πολιτειακού Πρωθυπουργού κ. Chris Minns. Αξίζει να επισημανθεί ότι ιδιαιτέρως έντονη ήταν η παρουσία εκπροσώπων των ομογενειακών, αλλά και των αυστραλιανών Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως, απόδειξη της βαρύνουσας σημασίας που αποδίδεται στην ιστορική επίσκεψη του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη χώρα.
Τη στιγμή της αφίξεως του Παναγιωτάτου και της τιμίας Αυτού συνοδείας, οι συγκεντρωμένοι ευσεβείς πιστοί εκδήλωσαν τα συναισθήματα ενθουσιασμού που τους είχαν κυριεύσει, πολλοί δε εξ αυτών απέτυχαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα χαράς και συγκινήσεώς τους. Εν ενί στόματι και μία καρδία, έψαλαν άπαντες τη φήμη του Οικουμενικού Πατριάρχου, ενώ νεαρά ελληνόπουλα, με παραδοσιακές ενδυμασίες, του προσέφεραν λουλούδια.
Έμπλεος συναισθημάτων χαράς και υιικής συγκινήσεως, ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος καλωσόρισε τον Παναγιώτατο «στο σπίτι του», εστιάζοντας καταρχάς στην ιστορικότητα των στιγμών και στην ευλογία που βιώνει το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, καθώς συνεορτάζει τα εκατό έτη από την ίδρυση της τοπικής Εκκλησίας με «έναν από τους πλέον αναγνωρισμένους, παγκοσμίως, και χαρισματικούς θρησκευτικούς ηγέτες της εποχής μας». «Είναι δύσκολο να σκιαγραφήσει κανείς το πρόσωπο ενός ηγέτη, ιδιαίτερα σήμερα πού υπάρχει σύγχυση μεταξύ του ηγέτη και του διοικητή. Στο πρόσωπο του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, όμως, ο ρόλος του ηγέτη αποκτά νόημα και ενσαρκώνεται στην πιο υψηλή και θεάρεστη μορφή του», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Σεβασμιώτατος.
«Εκ μέρους όλων, Σάς καλωσορίζω στην όμορφη Αυστραλία, τη χώρα των αντιθέσεων αλλά και των συνθέσεων, τη χώρα με τις περισσότερες διαφορές αλλά και τις περισσότερες ομοιότητες με τους λοιπούς λαούς», ανέφερε σε άλλο σημείο της προσφωνήσεώς του ο Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος, και συνέχισε: «Καλώς ορίσατε σε έναν τόπο, ο οποίος δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως μωσαϊκό πολιτισμών, γλωσσών και πεποιθήσεων. Καλώς ήλθατε στην πέμπτη ήπειρο, της οποίας αναπόσπαστο κομμάτι αποτελεί η ελληνορθόδοξη πίστη και παράδοση, που άνθισε και αποδίδει πνευματικούς καρπούς, τους οποίους, είμαι σίγουρος, θα έχετε την ευκαιρία να απολαύσετε κατά τη διάρκεια της παρούσας ευλογητής αποστολικής επισκέψεώς Σας. Σας καλωσορίζω και εύχομαι όσα θα δείτε και θα βιώσετε κατά την παραμονή σας στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, να Σάς χαρίσουν χαρά και ικανοποίηση και να χαραχθούν ανεξίτηλα στη μνήμη Σας και στην καρδιά Σας, όπως ανεξίτηλα, να είστε βέβαιος, θα χαραχθούν στη μνήμη και στην καρδιά του λαού μας, οι ευλογημένες στιγμές της εδώ παρουσίας Σας. Παναγιώτατε, Σάς αγαπούμε πολύ. Καλώς ορίσατε στην Αυστραλία. Καλώς ορίσατε στο σπίτι σας».
«Σήμερα, κάτω από τον Σταυρό του Νότου, εκπληρώθηκε ένας από τους βαθύτερους πόθους μου, ο οποίος γαλουχήθηκε για σχεδόν 30 χρόνια – να δω τους Ορθοδόξους πιστούς της Αυστραλίας, τους οποίους αγαπώ και μου έχουν λείψει πολύ», αποκρίθηκε, εμφανώς συγκινημένος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. «Δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να προσεύχομαι για την προκοπή και την πνευματική σας ευημερία», προσέθεσε και συμπλήρωσε: «Μπορεί η Αυστραλία να είναι γεωγραφικά η πιο απομακρυσμένη από το Ιερό Κέντρο επαρχία μας, ωστόσο παραμένετε, περισσότερο από ποτέ, πιο κοντά στην καρδιά μου».
Ο Παναγιώτατος αναφέρθηκε, επίσης, στην εκατονταετηρίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, μνημονεύοντας μετ’ ευγνωμοσύνης τους πρωτοπόρους μετανάστες που έσπειραν στην πέμπτη ήπειρο τους σπόρους του Ιερού Ευαγγελίου, τους οποίους είχαν μεταφέρει από τις πατρίδες τους, ενώ έκανε ειδική μνεία στον οραματιστή προκάτοχό του, αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ζ΄, ο οποίος, το 1924, «έθεσε τα θεμέλια για την ακμάζουσα Ορθόδοξη κοινότητα που βλέπουμε σήμερα». Με ευγνώμονες λόγους αναφέρθηκε και στην ευλογημένη χώρα της Αυστραλίας, η οποία προσέφερε το γόνιμο έδαφός της για την καλλιέργεια και άνθηση της Ορθοδοξίας.
Η θερμή και εμπνευσμένη αντιφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχου περιελάμβανε, επιπλέον, την πατρική προτροπή του «να μεταδώσουμε με θάρρος, ιδιαίτερα στην αγαπημένη μας νεολαία, το φως της αγάπης του Χριστού, φωτίζοντας το μονοπάτι για τις επόμενες γενιές και προωθώντας έναν κόσμο όπου η πίστη, η ελπίδα και η χριστιανική αγάπη βασιλεύουν». Από αυτόν τον κόσμο δε νοείται να απουσιάζει η ειρήνη, εξ ου και ο Παναγιώτατος επεσήμανε καταληκτικά: «Ατενίζοντας το πλήθος των προσώπων που συγκεντρώθηκαν εδώ σήμερα, βλέπουμε την αντανάκλαση της αγάπης του Θεού στο θερμό καλωσόρισμά σας. Είναι μια ζωντανή επιβεβαίωση ότι είμαστε όλοι πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού μας, καλούμενοι να ζήσουμε σε αρμονία και ειρήνη. Αυτό είναι κάτι που καλούμαστε όλοι να κάνουμε, αλλά το πιο σημαντικό είναι να το θυμόμαστε ενώ προσευχόμαστε για ειρήνη μεταξύ όλων των ανθρώπων που βρίσκονται σήμερα σε πόλεμο, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Οι ευλαβικές σας ψυχές, η αρμονική και ειρηνική εδώ συμβίωση, είναι χαρακτηριστικά που όλοι θαυμάζουμε από μακριά και είμαστε υπερήφανοι. Συνιστούν ουσιαστική μαρτυρία της αφοσιώσεώς σας στη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο».