«Η κλήση σου στην αρχιεροσύνη είναι μία κλήση σε έναν αγώνα εναντίον της φιλαυτίας, του ιδιωτικού και του ατομικιστικού θελήματος για να εικονισθεί ο Χριστός και η βασιλεία του στη λατρεία αυθεντικά» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος απευθυνόμενος στον νέο μητροπολίτη Δράμας κ. Δωρόθεο.
Η χειροτονία του μητροπολίτη Δράμας τελέσθηκε σήμερα το πρωί στον ιερό μητροπολιτικό ναό Αθηνών από τον Αρχιεπίσκοπο. Παρέστησαν Αρχιερείς, πολιτικοί, τοπικές αρχές από την Δράμα, κλήρος και λαός.
Στον χειροτονητήριο λόγο του ο νέος μητροπολίτης Δράμας αναφέρθηκε στην εν Χριστώ αφιέρωση που αποτελεί μεγάλη δωρεά του Θεού, κάλεσμα και χάρισμα μίμησης του καλού ποιμένα και στην ποιμαντορική κλήση που πολλαπλασιάζει αυτό το χάρισμα. Ο ποιμένας είναι αυτός που οδηγεί τον λαό του Θεού στο απρόσιτο φως στο λιμάνι της χάριτος. «Από τότε που κατάλαβα την κλήση μου με απασχολούσε μόνο η σύζευξη άσκησης και ποιμαντικής δράσης, το “απόλυτο του ιερέως” ως ανθρώπου με το “απόλυτο του κληρικού” ως ποιμένα. Όπως δεν υπάρχει αληθινή πίστη χωρίς το εκκλησιαστικό “Πιστεύω” ούτε χριστιανισμός έξω από την Εκκλησία, έτσι δεν υφίσταται εκκλησιαστικός βίος δίχως πνευματική ζωή, ούτε πάλι βιώνεται η πνευματική ζωή χωρίς άσκηση» τόνισε ο μητροπολίτης Δράμας και ευχαρίστησε τον Θεό που οδήγησε τα βήματά του στον μητροπολίτη Γουμενίσσης κ. Δημήτριο, ο οποίος στάθηκε γι᾽ αυτό και παραμένει στη ζωή του παντοτινά μια αρχετυπική μορφή ποιμένα.
Αναφέρθηκε στην γενέτειρά του αλλά και στη μητρόπολη Δράμα και στους αγίους της. «Μέσα στην άγια ένταση αυτής της ευλογημένης ώρας εντυπωσιάζομαι από το λόγο του αββά Ισαάκ «πως κανένα δώρο δεν μένει χωρίς προσθήκη παρά μόνον εκείνο για το οποίο δεν υπάρχει ευχαριστία». Ο δε Θεός ευγνωμονείται και δοξάζεται ακόμη κι όταν ευγνωμονούμε τα όργανα της πρόνοιας του για μας. Για την έμπνευση της σταδιακά αυξανόμενης αγάπης προς την Εκκλησία από τα νεανικά μου χρόνια κι έπειτα και για την αφιέρωσή μου στη μοναχική ζωή, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς τους «ανθρώπους του Θεού», που η πρόνοια του πανάγαθου Θεού τους έστειλε στο διάβα της ζωής μου. Είμαι και θα είμαι συν Θεώ ευγνώμων απέναντί τους, είτε ευρίσκονται σήμερα εδώ είτε συμμετέχουν νοερώς είτε επιβλέπουν από την ουράνια βασιλεία της κοινωνίας του Θεού».
Ευχαρίστησε τον Αρχιεπίσκοπο για την αγάπη του. «Ενθυμούμαι, όταν από λαϊκός σας γνώρισα πόσο ανταποκριθήκατε ως Συνοδικός Σύνδεσμος για την εύρυθμη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού της εκκλησίας μας και αξιώθηκα να βιώσω στην Ιερά Σύνοδο την ανύστακτη μέριμνά σας για την πορεία της εκκλησίας μας σε χαλεπούς καιρούς, με διακριτική σοφία και σύνεση. Με φρονιμάτιζε η πραεία συμπεριφορά σας απέναντι σε συλλειτουργούς και συνεργάτες σας. Διά των πολυτίμων ιερών ευχών σας και της αγάπης σας ελπίζω η ευγνωμοσύνη μου προς το πρόσωπό σας να μεταποιηθεί σε αδιάπτωτη υπακοή προς εσάς, την εκκλησία και τα ιερά θέσμια» σημείωσε ο Σεβασμιώτατος και ευχαρίστησε όλους τους αρχιερείς οι οποίοι τον τίμησαν με την παρουσία τους και την ψήφο τους αλλά και όλους τους παρευρισκόμενους.
Ακόμη, έκανε λόγο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπογραμμίζοντας ότι «Συλλογίζομαι το μαρτύριo και τις θυσίες του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου στο παρελθόν και μέχρι σήμερα που αποτυπώνονται στους μακρούς κόπους και τους ακάματους αγώνες του Παναγιωτάτου Οικουμενικού μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, του οποίου ταπεινά εξαιτούμαι σήμερα τις θεοπειθείς προσευχές και τις πολύτιμες σεπτές ευλογίες. Καλούμαι, μετά την δική σας εκλογή και εντολή με την ευλογία του Παναγιωτάτου να διακονήσω μία μητρόπολη ιστορική, μαρτυρική, με έντονο το θρησκευτικό και εθνικό σφρίγος. Η ευλογημένη διακονία και η εργώδης προσπάθεια των προκατόχων μου ιεραρχών εξαιρέτως του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης αλλά και των μακαριστών Αγαθαγγέλου, Λαυρεντίου, Γεωργίου, Φιλίππου, Διονυσίου και του πολύκλαυστου Παύλου, αποτελούν λαμπρότατο παράδειγμα ποιμαντικής αναλώσεως για χάρη του ευλογημένου λαού του Θεού».
Αναφέρθηκε στην ιστορία της Δράμας υπογραμμίζοντας ότι «προ 100ετίας δέχθηκε πλήθος ξερριζωμένων προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και την Καππαδοκία, οι οποίοι μπόλιασαν τον γηγενή μαρτυρικό πληθυσμό με τη δική τους βαθιά χριστιανική ευλάβεια και το απέριττο ήθος του απαράμιλλου πολιτισμού των “αλησμόνητων πατρίδων”. Υπόσχομαι στους τιμίους άρχοντες, στον ευλαβέστατο ιερό κλήρο και στον ηρωικό και δημιουργικό λαό της μητροπόλεως Δράμας ότι θα αναλωθώ για την πνευματική πρόοδο όλων κατά το θέλημα του Κυρίου μας».
Ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι θέλησε να αποφύγει κάθε αναφορά σε γνωστά πράγματα, όπως το βιογραφικό του νεοχειροτονηθέντα, την ιστορία της Δράμας και στους φιλοπρόοδους κατοίκους της. Με αφορμή όσα ειπώθηκαν και στην πρόσφατη ιεραρχία περί επανευαγγελισμού υπογράμμισε κάποιες επισημάνσεις, «Η πρώτη, στην ορθόδοξη θεολογία τη δημιουργία την ονομάζουμε κτίση και τα όντα κτιστά. Η θέση αυτή έχει και ανθρωπολογικές συνέπειες. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη δημιουργία φαίνεται στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τον χώρο και τον χρόνο που μας θέτουν περιορισμούς. Με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος θέλησε να υπερβεί αυτούς τους περιορισμούς, την απειλή του θανάτου μόνος του εισάγοντας έτσι τη φιλαυτία. Ο τρόπος που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας τον χρόνο και τον χώρο φανερώνει την τάση μας είτε προς τη φιλαυτία είτε προς την υπακοή στον Θεό. Γι’ αυτό και οι πρόγονοί μας έλεγαν: «μέτρον άριστον» και «ουκ εν τω πολλώ το ευ».
Ο δε απόστολος Παύλος μας προτρέπει να εκτιμούμε «τον καιρόν» (Εφ. 5, 16), δηλαδή τον χρόνο. Ως εκ τούτου καλούμαστε να μην αναλωνόμαστε στα δευτερεύοντα αλλά να μένουμε στα ουσιώδη. Δεύτερη επισήμανση, για εμάς τους ορθοδόξους η θεία λατρεία και ειδικότερα η θεία Λειτουργία είναι το πλέον ουσιώδες. Σχεδόν 2.000 χρόνια τώρα, τελείται με την ίδια βασική δομή κατ’ εντολήν του Χριστού (Α΄ Κορ. 11, 24), όπου είναι «δύο η τρεις συνηγμένοι» στο δικό του όνομα (Ματθ. 18. 20). Αυτό είναι το μόνο φάρμακο στο δηλητήριο του θανάτου. Γι’ αυτό τη θεία λειτουργία θα πρέπει να την προστατεύσουμε «με νύχια και με δόντια», όπως θα έλεγε κάποιος πιο απλά. Τον πλούτο της αντίκρυσαν στην Αγιά Σοφιά οι απεσταλμένοι της βασίλισσας Όλγας του Κιέβου, το 900 μ.Χ. κι έγινε αιτία να ασπασθούν τον χριστιανισμό.
Τρίτη επισήμανση. Όπως γνωρίζεις η θεία λειτουργία αρχίζει με τη συγκλονιστική φράση, «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος». Οι λέξεις αυτές μας παραπέμπουν σέ συγκεκριμένο νόημα που μας υποχρεώνει και μας δεσμεύει. Μας προϊδεάζει ότι πλέον δεν βρισκόμαστε μέσα στην ιστορία. Έχουμε εισέλθει μυστηριακά στη Βασιλεία του Θεού όπως τότε που θα συναχθούν τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού γύρω από το Εσφαγμένον Αρνίον (Αποκ. 5, 6). Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η θεία λειτουργία εικονίζει τη Βασιλεία του Θεού και ότι η ταυτότητά της είναι εσχατολογική».
Επίσης, υπογράμμισε ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε για μας και τα έργα μας ενώπιον του Θεού. Γι’ αυτό και οι δίκαιοι απορούν όταν ο Κύριος τους προσκαλεί στα δεξιά του στη μέλλουσα κρίση. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να σκεφθούμε πάλι από την αρχή τι λέμε όταν μιλάμε στα κηρύγματά μας μέσα στη θεία λειτουργία. Το ιδανικό θα ήταν μέσα στη θεία Λειτουργία η όποια ομιλία μας να περιστρέφεται μόνο γύρω από τον Χριστό. Γιατί αυτός είναι η κεφαλή και το «εγώ» της εκκλησίας, ο αίτιος της αθανασίας μας. «Τα ανθρώπινα έργα όσο σημαντικά κι αν είναι δεν μας προσφέρουν τη σωτηρία αλλά την επιβίωσή μας». Ο Χριστός μας σώζει με όσα εκείνος έπραξε και πράττει. Οι αναφορές στα δικά μας έργα ενώπιόν του όπως προείπα, είναι περιττές».
Παράλληλα, επεσήμανε ότι «αν επιθυμούμε για άλλους λόγους να μιλήσουμε για το «έργο» μας πρέπει να το κάνουμε εκτός της θείας λειτουργίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι πρωταρχικής σημασίας. Γιατί το δικό μας έργο είναι πάντοτε συνυφασμένο με την ανθρώπινη φιλοδοξία όσο τέλειο κι αν είναι. Γι’ αυτό η μυστηριακή υπόσταση της Εκκλησίας εξαρτάται από τον Χριστό και όχι από όσα εμείς κάνουμε».
Στην Τέταρτη επισήμανση ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι «καλούμαστε να αποφύγουμε τον υπερτονισμό της θέσης μας ως κληρικών έναντι των λαϊκών παντού και ιδιαίτερα στη θεία λατρεία. Μέσα στη θεία λειτουργία όταν κάποιοι από μας μνημονεύουν στα άγια των Αγίων τους λαϊκούς ως «παρακολουθούντες», ασυναίσθητα τους υποτιμούν. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη ότι στη θεία λειτουργία «δεν υπάρχουν απαθείς παρακολουθούντες αλλά ενεργοί όχι μετέχοντες αλλά συμμετέχοντες». Τέτοιες λεπτομέρειες φανερώνουν τη μεγάλη εντύπωση που έχουμε για τον εαυτό μας. Την τάση μας να μη θεωρούμε συντελεστική τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου. Όμως είναι αδιανόητο ένας ιερέας να λειτουργήσει χωρίς την παρουσία πιστών. Ο υπερτονισμός της ιερατικής μας θέσεως προκύπτει και όταν κάποιοι από εμάς δηλώνουμε με ευκολία τη διάθεσή μας να θυσιαστούμε για χάρη της εκκλησίας.
Κάποιοι μάλιστα από εμάς προβάλλουν ότι το να φορούν το ράσο είναι μία θυσία. Έχει άραγε η εκκλησία ανάγκη τη δική μας θυσία; Μία θυσία που ποτέ δεν μπορεί να είναι ανιδιοτελής αφού «εν ανομίαις» συνελήφθημεν; Εάν η Εκκλησία εξαρτιόταν από τη δική μας θυσιαστική διάθεση τότε η αγιότητά της και η εγκυρότητα των μυστηρίων της θα ήταν ανύπαρκτες. Ο Επανευαγγελισμός θα μπορούσε να ξεκινήσει από το να δούμε τη θεία λειτουργία με κριτήρια χριστοκεντρικά και όχι ανθρωποκεντρικά».
Απευθυνόμενος στο νέο μητροπολίτη ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε πως «η κλήση σου στην αρχιεροσύνη είναι μία κλήση σε έναν αγώνα εναντίον της φιλαυτίας, του ιδιωτικού και του ατομικιστικού θελήματος για να εικονισθεί ο Χριστός και η βασιλεία του στη λατρεία αυθεντικά» και συμπλήρωσε πως «η εκκλησιολογία είναι αλληλένδετη με την τριαδολογία, τη χριστολογία, την πνευματολογία. Σε αυτόν τον δογματικό πλούτο που ανέφερα όλοι καλούμαστε να αναβαπτιζόμαστε διαρκώς για να μη γινόμαστε ανερμάτιστοι και άστοχοι. Πριν από λίγο έδωσες διαβεβαίωση στα δόγματα της Εκκλησίας. Αυτά δεν είναι νεκρές φράσεις αλλά οδοδείκτες σωτηρίας. Εσύ καλείσαι να επικαιροποιείς τα δόγματα με βάση τη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας μας μακριά από κριτήρια ψυχολογικά, ηθικιστικά, ευσεβιστικά κ.λ.π».
Κατέληξε λέγοντας πως «είμαι βέβαιος ότι εσύ έχεις όλες τις προϋποθέσεις να τα εφαρμόσεις αναδεικνύοντας ακόμη περισσότερο τη σημασία της θείας λειτουργίας στην επαρχία σου. Αυτός είναι ο μοναδικός μας πλούτος και η δύναμή μας μέσα σε έναν κόσμο που εγκλωβίζεται στη βιομηχανία του ατομικού, του ιδιωτικού, του φαίνεσθαι».