Το μηνολόγιο της 12ης Φεβρουαρίου, με τη μνήμη Μελετίου Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας, μας μεταφέρει νοητά στη δεινοπαθούσα Μεγάλη πόλη του Χριστιανισμού, την πατρίδα σπουδαίων ιεραρχών, μαρτύρων και αγίων, το φωτεινό κέντρο της χριστιανικής θεολογίας. Η συμβολή του τετάρτου στη σειρά πατριαρχείου της αδιαίρετης Εκκλησίας υπήρξε καθοριστική. Αρκεί να θυμηθούμε πρόσωπα, όπως οι Ιγνάτιος Θεοφόρος, Ιωάννης Χρυσόστομος, οι στυλίτες Συμεών και ο ομώνυμός του θαυμαστορείτης, οι μάρτυρες Βαβύλας και Ιουλιανός. Ας θυμηθούμε επίσης τα κέντρα του μοναχισμού, όπως το Μαύρο Όρος (δυτικά της Αντιόχειας προς τη Μεσόγειο Θάλασσα), όπου υπήρχε πλήθος μονών στις οποίες διαβιούσαν Έλληνες, Σύριοι, Ίβηρες και άλλων εθνοτήτων μοναχοί, με αυτούς να συνεργάζονται στη μετάφραση πατερικών κειμένων στη δική τους γλώσσα. Το ένδοξο χριστιανικό παρελθόν της Μεγάλης Αντιόχειας καταγράφεται σε κείμενα όπως η Φιλόθεος Ιστορία του Θεοδωρήτου Κύρου, το Λειμωνάριον του Ιωάννου Μόσχου και σε άλλα μεμονωμένα αγιολογικά έργα. Ήταν ένας τόπος διέλευσης των χριστιανών των δυτικών επαρχιών (Κωνσταντινούπολη, Ρώμη) προς τα Ιεροσόλυμα και νοτιότερα προς την Αλεξάνδρεια και το Σινά, αλλά και αντίστροφα, με τις συνακόλουθες επιρροές. Παρομοίως ήταν η πόλη – «σημείον αναφοράς» των χριστιανών της Μεσοποταμίας και της μακρινής Ιβηρίας, αλλά και πνευματική ενδοχώρα της Κύπρου. Αποτυπώματα του χριστιανικού πολιτισμού της διατηρήθηκαν στον χρόνο, τα οποία όμως, δυστυχώς, όλο και πιο πολύ εξαφανίζονται και λόγω των φυσικών καταστροφών.
Η Αντιόχεια είναι σεισμογενής περιοχή και αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά και μέσα από τις μαρτυρίες των αγιολογικών κειμένων. Για παράδειγμα, ο Κύπριος άγιος Νεόφυτος Έγκλειστος στην Πανηγυρική του περιγράφει τις καταστροφές που επέφερε ο ισχυρός σεισμός του 1171 στην Κύπρο και την Αντιόχεια. Ο ίδιος μεταφέρει την προσωπική του εμπειρία: «Κατ’ αρχάς … της εν τη Εγκλείστρα καθείρξεώς μου, προς τετάρτην της νυκτός ώραν, τοιούτος εξαίφνης επηνέχθη σεισμός, ως μικρού δείν επί πρόσωπόν με πεσείν από του χαραδρίου μου (από την Εγκλείστρα δηλαδή) επι την γήν. Γέγονε δε ο τοιούτος σεισμός εν τη νυκτί εκείνη έως επτάκις και κατέπεσον δέκα και τέσσερεις εκκλησίαι καθ’ όλης της επαρχίας Πάφου. Τότε γάρ και ο μέγιστος κατεστράφη ναός της αχράντου Θεοτόκου, εν τω φρουρίω της Πάφου, ην Λιμενιώτισσαν καλούσιν οι λαοί».
Αργότερα ένας μοναχός από την Αντιόχεια επισκέφθηκε τον άγιο Νεόφυτο και του μίλησε για τον «ξένον και φοβερόν σεισμόν» στην Αντιόχεια. «Ου μόνον», είπε, «σφοδρώς η γη κατεσείετο, αλλά και εμηκάτο και κατεσχίζετο, και οι λίθοι κάτω ως επί φάραγγος κατερρίπτοντο. Εν δε τω σμίγεσθαι πάλιν την γήν, όσοι περί τα ακρόχειλα ευρίσκοντο λίθοι ώσπερ εκ πετροβόλου αφιέμενοι προς ύψος εξηκοντίζοντο. Καταπεπτώκασι δε ου τείχη μόνον και πλείστα των οικημάτων, αλλά και η μεγάλη εκκλησία, εξ ής και ο πατριάρχης κατεφονεύθη και πλήθος λαού πολλού».
Μια παρόμοια καταστροφή διηγείται και ένας άλλος Κύπριος, ο Αρκάδιος Κωνσταντίας, στον Βίο του Συμεών Θαυμαστορείτη (521-595), για ένα σεισμό που έγινε στα μέσα του 6ου αιώνα και πάλιν στην περιοχή της Αντιόχειας. «Προ ουν μιας ημέρας της Παρασκευής εν η έμελλε γίνεσθαι ο μέγας σεισμός εκείνος, προσήλθεν αυτώ η κυρία Μάρθα η μήτηρ αυτού, δεομένη γνωσθήναι αυτή τα αποκαλυφθέντα αυτώ μυστήρια· και εκβιασθείς υπ’ αυτής είπεν αυτή· Μέλει, μήτηρ, γίνεσθαι σεισμός, οίος ου γέγονε πώποτε, ει μη εν τη σταυρώσει του Κυρίου, και πτώματα μεγάλα. Και φοβηθείσα ήτησεν αυτόν παραυτίκα μεταλαβείν εκ των χειρών αυτού του σωτηρίου σώματος και αίματος του Χριστού του Υιού του Θεού προς φυλακτήριον. Τη δε εξής περί ώραν δεκάτην της ημέρας εσείσθη πάσα η γη σεισμώ μεγάλω, οίον ουδέ αι παρελθούσαι πολλαί γενεαί απεμνημόνευον γενέσθαι, και έπεσαν πόλεις και χώραι της παράλου κατά την οφθείσαν αυτώ θεωρίαν και τα όρη εθρύβη βία σχισθέντα, και η γη χάσματα έσχε κατά τόπους και η θάλασσα έφυγεν εκ του τόπου αυτής επί πολλάς τας ώρας, και τα πλοία επί του ξηρού καταραγέντα συνετρίβησαν. Από μέντοι Λαοδικείας κατά Αντιόχειαν επί το βόρειον κλίτος έστησαν πάντα …».
Οι δύο άγιοι, Συμεών και Νεόφυτος, με ισόχρονη περίπου ακραία ασκητική βιοτή (ο πρώτος στυλίτης από το 545-595 και ο δεύτερος έγκλειστος από το 1171-1219 /1220) αντιμετώπισαν και το θεολογικό πρόβλημα της αιτίας που ο Θεός επιτρέπει να σείεται καταστροφικά η γη και να παρασέρνει στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους. Η θεολογική προσέγγιση αμφοτέρων είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Συμεών συνέδεσε την πρέπουσα στάση των ανθρώπων με την εκτενή προσευχή, ώστε το έλεος του Θεού να καταστείλει το κακό. Συνέθεσε μάλιστα και τροπάρια τα οποία ο βιογράφος Αρκάδιος καταγράφει στον Βίο του Συμεών και τα οποία εντάχθηκαν στην «Ακολουθίαν εις τον φόβον σεισμού» (26 Οκτωβρίου).
Η θεολογία περί σεισμών των δύο ασκητικών αγίων έχει πολλά κοινά, με υποκρυπτόμενη τη θέση ότι η αγάπη του Θεού είναι αυτή που εντέλει σείει τη γη, όπως θα γράψει στις μέρες μας και ο μακαριστός Θεόκλητος Διονυσιάτης, σε ένα ευσύνοπτο κείμενό του που κυκλοφόρησε μετά τον φονικό σεισμό της Θεσσαλονίκης (1978).
Η στήριξη των ανθρώπων που υποφέρουν από τα δεινά του σεισμού είναι καθήκον όλων, ανεξάρτητα της εθνότητας ή της πίστης των προσώπων που υποφέρουν. Εξάλλου ο πόνος δεν έχει σύνορα ούτε θρησκεία. Την «αγάπη του Θεού που σείει τη γη» οφείλουμε να την μιμηθούμε και να εκφράσουμε και εμείς την ολόθυμη συμπαράσταση στον πάσχοντα συνάνθρωπό μας. Βεβαίως, όταν η καταστροφή ενός χριστιανικού κέντρου με τεράστια ιστορία είναι ισοπεδωτική, η αγάπη μετατρέπεται και σε ευθύνη. Οι λίγοι Ρωμιοί που απέμειναν στην περιοχή, ύστερα από πολλές ιστορικές περιπέτειες, κόντρα στον εξισλαμισμό και την προπαγάνδα της ουνίας, θα πρέπει να στηριχθούν. Αυτό είναι καθήκον όλων των ορθοδόξων χριστιανών.