Σὲ περιόδους δεινῶν διωγμῶν, ἀνελευθερίας καὶ τυραννικῆς μανίας τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ὅταν ἡ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἰδιότητα ἀποτελοῦσε «ἰδιώνυμον ἀδίκημα»1 , ὅταν ἡ κατασυκοφαντούμενη νέα πίστη δεχόταν ὅλο τὸ φοβικὸ βάρος ἑνὸς καταρρέοντος καὶ σηπομένου κόσμου, ὅταν ἡ πρόσκαιρη σαρκικὴ δύναμη καὶ βία προσπαθοῦσε νὰ ἐξορκίσει τὴ νεκρωτικὴ ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς δειλίας, τότε πλῆθος ἀνδρειοφρόνων μαρτύρων ἀντιστάθηκαν ἕως θανάτου καὶ μέχρις αἵματος, γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν ἔσχατη παγίδα τῆς πλαδαρῆς ἀνάπαυσης τοῦ βολεμένου σαρκίου, ἀλλὰ νὰ θηριομαχήσουν2 μαρτυρικὰ στὸν δρόμο τῆς ὁλοκλήρωσης τῆς ἀληθοῦς μαρτυρίας τους καὶ τῆς στερρᾶς ὁμολογίας τους. Ὁ δὲ ὄχλος τοῦ ἄρτου καὶ τῶν θεαμάτων, ἀντὶ τοῦ ζωοποιοῦ δρόμου τοῦ ταπεινοῦ φωτισμοῦ ἐνώπιον «τῆς γενναιότητος τοῦ θεοφιλοῦς καὶ θεοσεβοῦς γένους τῶν χριστιανῶν»3 , διάλεγε τὸν σκοτισμὸ τοῦ θαμπωμένου ὀφθαλμοῦ τῆς ὀργῆς, τοῦ φθόνου καὶ τῆς ἀνομίας, προτιμώντας τὴν διὰ βοῆς θανάτωση τῶν κατὰ τὴν ἀντίληψή του «ἀθέων» χριστιανῶν.
Ἡ κραυγὴ τοῦ ὄχλου «Αἶρε τοὺς ἀθέους» ἦταν ἡ ἀμνήστευση τῶν θηριωδιῶν τῶν ἀρχόντων κατὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ ἡ πνιγηρὴ στόμωση τῆς ἀδίκου συνειδήσεως ἐνώπιον τῶν ἐνοχῶν τῆς κοινῆς εὐθύνης καὶ τῆς συλλογικῆς θανατομανίας. «Αἶρε τοὺς ἀθέους· ζητείσθω Πολύκαρπος»4 ἦταν καὶ ἡ κραυγή του, ποὺ προξένησε καὶ τὸ θαυμαστὸ ἱερὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης.
Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, μαρτυρικὸς ἐπίσκοπος σὲ μαρτυρικοὺς μεταποστολικοὺς χρόνους, ἀθλητὴς ἀληθὴς καὶ γενναῖος τοῦ πνευματικοῦ σταδίου μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, τὴν ὁποία ἔζησε «ὡς οὐκ ἀέρα δέρων»5 , δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ δειλιάσει στὸ τέλος τῆς ζωῆς του μπροστὰ στοὺς πρόσκαιρους κόπους τῆς ἐν Χριστῷ ἐνστάσεως καὶ ὁμολογίας του, μέσα στὴ βοὴ τοῦ πλήθους τοῦ ὑλικοῦ εἰδωλολατρικοῦ σταδίου. Μιμητὴς τοῦ πρωτομάρτυρος Κυρίου του αὐτός, ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ πρότυπο μίμησης γιὰ τὸ διωκόμενο χριστεπώνυμο ποίμνιο τῆς ἁγίας ἐπισκοπῆς του· φωτεινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς καὶ στηριγμοῦ γιὰ τοὺς ἐπιγινόμενους νέους ἀθλητὲς τῆς πίστεως, γιὰ νὰ φυτρώσει ὁ θεϊκὸς σπόρος τῆς σωτηρίας, ποτιζόμενος ἀπὸ τὰ πανάγια μαρτυρικὰ αἵματα6, μέσα στὴ σηπόμενη νοητὰ γῆ τοῦ παλαιοῦ νεκρούμενου κόσμου.
Τὸ ἦθος τοῦ μαρτυρίου δὲν μερίζει κλάσματα, δὲν ὑπολογίζει ἀντίτιμα, δὲ φυλάττει κρατούμενα διχαστικά, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ δειλία τῆς φιλαυτίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλοζωΐας.
«Δεῖ με καῆναι ζῶντα»7 , ἀνέκραξε, ὅπως ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε. Καὶ δὲν ἐδειλίασε, δὲν ἔτρεξε νὰ σωθεῖ, δὲν ἔρριψε τὴν ἀσπίδα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲ συνέτριψε τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς Του, ποὺ ἔλαβε στὴ βαπτισματική του ἀναγέννηση. «Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γενέσθω»8 , ἦταν ὁ λόγος του, ἡ προσευχή του, ἡ λαχτάρα του καὶ ἡ ἀπαντοχή του. Ἡ ἀνδρεία τοῦ πνεύματος9 ἀντίδοτο φωτεινὸ στὴν ἀδυναμία τοῦ ὀγδονταεξάχρονου σαρκίου. Ἡ ἀνδρεία τοῦ πνεύματος, ποὺ συντρίβει τὴν τυραννία τῶν δυναστῶν10, τὴν ἀλαζονεία τῶν ἰσχυρῶν, τὸν δαιμονικὸ φθόνο τῆς μίζερης ἐξουσίας τῶν κρατούντων, γιὰ νὰ περιζώσει μὲ δύναμη θεϊκὴ τὰ γηρασμένα, τὰ ἀσθενοῦντα11, τὰ ἐλλείποντα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἐξάλλου εἶναι προφανὲς ὅτι στὴ σωματικὴ ἀδυναμία τῶν γηρατειῶν στοχεύει ἡ προτροπὴ τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα· «Ὅμοσον, καὶ ἀπολύω σε, λοιδόρησον τὸν Χριστόν»12. Ὅμως τὸ εὔτονον τῆς πολύκαρπης ἀρετῆς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση τῆς προκατασκευασμένης ἄνεσης μιᾶς νόθας ἐλευθερίας, δὲν παραλύει, δὲν συντρίβεται, δὲν δειλιᾶ. Γιὰ τὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα «τὸ ζῆν ἦν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος»13. Ὁ πόθος του ἦταν καθαρὸς καὶ βαθὺς «εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι»14. Αὐτὸς εἶχεν ἐκ νεότητός του συσταυρωθεῖ τῷ Χριστῷ, «ἔζη δὲ οὐκέτι αὐτός, ἀλλ᾽ ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός»15. «Ὀγδοήκοντα καὶ ἓξ ἔτη ἔχω δουλεύων αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) καὶ οὐδέν με ἠδίκησεν· καὶ πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τὸν βασιλέα μου τὸν σώσαντά με;»16.
Ὀγδόντα καὶ ἕξι μαρτυρικὰ χρόνια θεϊκῆς βιοτῆς πῶς νὰ τὰ ἀντιπαλαίσει τὸ φόβητρο ἑνὸς πρόσκαιρου μαρτυρικοῦ παλαίσματος; Πῶς ὁ τρόπος καὶ ὁ τρόμος τῆς δειλίας νὰ ἀδικήσει τὸν οὐδέποτε ἀδικήσαντα Κύριο τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς τὸ βαθὺ βίωμα τῆς Χριστοζωῆς νὰ καταποθεῖ εἰς τέλος ἀπὸ τὴν ἐπικείμενη θανάτωση τοῦ γερασμένου σαρκίου, ποὺ μύριες φορὲς αὐτεξουσίως θανατώθηκε «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις»17; «Χριστιανὸς εἰμί»18, ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς μὲ στιβαρὴ παρρησία. «Φέρε τὰ θηρία· τὸ γλύστρημα γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ καλύτερα στὰ χειρότερα δὲν ἐπιτρέπεται. Ἀντίθετα, μᾶς πρέπει ἀπὸ τὰ χαλεπὰ ν᾽ ἀνεβαίνουμε στὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τῆς δικαιοσύνης»19. «Μὲ τρομοκρατεῖς μὲ τὴ φωτιὰ ποὺ γιὰ λίγο φουντώνει κι ἔπειτα σβήνεται, καὶ ἀγνοεῖς τὸ πῦρ τῆς κρίσεως ποὺ μᾶς μέλλεται· τὴ φωτιὰ τῆς αἰώνιας κολάσεως ποὺ φυλάγεται ἄσβεστη γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς. Ἐμπρὸς λοιπόν, τί περιμένεις. Κάμε ὅ,τι ἐπιθυμεῖς»20.
Ἀνδρεία ἱερῆς μαρτυρίας, ἡ ὁποία μέσα στοὺς θανατηφόρους καιροὺς τῆς δειλίας ξαναδίνει πνοὴ ζωῆς στὰ νεκρωμένα νεῦρα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία «ὡς φωνὴ ἀρχαγγέλου καὶ ὡς σάλπιγγα Θεοῦ»21 διεγείρει σωστικὰ τὴν ἀκηδιαστικὴ νυσταλέα μακαριότητα τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἀμελείας, τῆς ἀρνήσεως, τῆς καταφρονήσεως, τοῦ ἀναπαυτικοῦ βολέματος. Πολύκαρπη σεμνὴ παρακαταθήκη μαρτυρικῆς ἀνδρείας στοὺς ὑπερφίαλους καὶ φαντασμαγορικοὺς καιροὺς τῆς δειλίας.
1. Συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὰ διατάγματα τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, τὴν πρόκληση τῶν διωγμῶν καὶ τὰ μαρτύρια τῶν πιστῶν βλ. Π. Κ. Χρηστου, Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 57- 63. Του Ιδιου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τ. Β´: Περίοδος Διωγμῶν, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν [Χριστιανικὴ Γραμματολογία 2], Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 457-471. Ἀρχιμ. Βασιλειου Κ. Στεφανιδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 4 1978, σσ. 130-136. Βλασιου Φειδα, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Α´: Ἀπ᾽ ἀρχῆς μέχρι τὴν Εἰκονομαχία, Ἀθῆναι 3 2002, σσ. 114-137 (γιὰ τὸ «ἰδιώνυμον», nomen ipsu, nomen christianorum, τῆς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν διώξεως, βλ. σ. 116). Εἰδικὴ ἀναφορὰ βλ. Π. Κ. Χρηστου, Τὰ Μαρτύρια τῶν Ἀρχαίων Χριστιανῶν. ΕΠΕ 30 (1978), σσ. 7-32.
2. Πρβλ. Α´ Κορ. 15, 32.
3. Βλ. Μαρτύριον ἁγίου Πολυκάρπου, 3. PG 5, 1032C. Βλ. τὴν ἔκδοση τοῦ κειμένου καὶ ὑπὸ Π. Κ. Χρηστου, Τὰ Μαρτύρια τῶν Ἀρχαίων Χριστιανῶν. ΕΠΕ 30 (1978), σσ. 102-129.
4. Ὅπ.π. PG 5, 1032C.
5. Α´ Κορ. 9, 26.
6. Βλ. ἐνδεικτικὰ Παρακλητική, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1994, ὅπου τροπάρια μαρτυρικά, Ἦχος α´, Ἦχος δ´ καὶ Ἦχος πλ. β´, σσ. 77, 454, 647. Βλ. καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον τῶν ἁγίων Δισμυρίων Μαρτύρων τῶν ἐν Νικομηδείᾳ καέντων: «Ἀθλοφόροι Κυρίου, μακαρία ἡ γῆ, ἡ πιανθεῖσα τοῖς αἵμασιν ὑμῶν· καὶ ἅγιαι αἱ σκηναί, αἱ δεξάμεναι τὰ πνεύματα ὑμῶν …», ὧν ἡ μνήμη τῇ 28ῃ Δεκεμβρίου. Ὡρολόγιον, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 8 1983, σ. 285. Τὸ αὐτὸ τροπάριο βλ. καὶ στὰ ὀρθρινὰ καθίσματα τῆς Τετάρτης καὶ τοῦ Σαββάτου, τοῦ β´ ἤχου. Παρακλητική, ὅπ.π., σσ. 193, 235.
7. Μαρτύριον ἁγίου Πολυκάρπου, 5. PG 5, 1033A.
8. Ὅπ.π., 7. PG 5, 1033C.
9. Πρβλ. Α´ Κορ. 16, 13,
10. Πρβλ. Ἰὼβ 5, 15. 6, 23. 29, 12. Σοφ. Σολ. 5, 23. 8,
11. Ψαλμ. 71, 12. Α´ Βασ. 2, 4: «τόξον δυνατῶν ἠσθένησε καὶ οἱ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν». Βλ. καὶ Ἦχος δ´, Σάββατον εἰς τὸν Ὄρθρον, Κανὼν εἰς πάντας τοὺς ἁγίους (Ἰωσὴφ Ὑμνογράφου), ᾠδὴ γ´, ὁ εἱρμός. Παρακλητική, ὅπ.π., σ. 468. 11. Πρβλ. Α´ Κορ. 1, 28.
12. Μαρτύριον ἁγίου Πολυκάρπου, 9. PG 5, 1036C.
13. Φιλιπ. 1, 21.
14. Φιλιπ. 1, 23.
15. Γαλ. 2, 20.
16. Μαρτύριον ἁγίου Πολυκάρπου, 9. PG 5, 1036C.
17. Γαλ. 5, 24.
18. Μαρτύριον ἁγίου Πολυκάρπου, 10. PG 5, 1036D. Τὴν ἴδια
μαρτυρικὴ φράση βλ. μαρτυρούμενη καὶ στοῦ Μεγαλου Βασιλειου, Ὁμιλία ΙΘ´. Εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας. PG 31, 512BC.
19. Ὅπ.π., 11. PG 5, 1037A: «Κάλει, ἀμετάθετος γὰρ ἡμῖν ἡ ἀπὸ τῶν κρειττόνων ἐπὶ τὰ χείρω μετάνοια· καλὸν δὲ μετατίθεσθαί με ἀπὸ τῶν χαλεπῶν ἐπὶ τὰ δίκαια».
20. Ὅπ.π., 11. PG 5, 1037B: «Πῦρ ἀπειλεῖς τὸ πρὸς ὥραν καιόμενον καὶ μετ᾽ ὀλίγον σβεννύμενον· ἀγνοεῖς γὰρ τὸ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ αἰωνίου κολάσεως τοῖς ἀσεβέσι τηρούμενον πῦρ. Ἀλλὰ τί βραδύνεις; Φέρε, ὃ βούλει». 21. Α´ Θεσ. 4, 16.