Στην -κατ’ εξοχήν μεταβατική και ρευστή- εποχή που διανύουμε, το ερώτημα για το μέλλον της Θεολογίας δεν είναι ακαδημαϊκό αλλά βαθιά υπαρξιακό. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει απελευθερώσει τον άνθρωπο από πολλά δεσμά, αλλά ταυτόχρονα τον έχει αποξενώσει από τον εαυτό του. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η θεολογική σκέψη δεν μπορεί να αρκεστεί σε έναν ρόλο παρατηρητή. Οφείλει να σταθεί δίπλα στον άνθρωπο, να τον βοηθήσει να ξαναβρεί το πρόσωπό του και το νόημα της ύπαρξης.
Η Θεολογία θα έχει μέλλον εφόσον παραμείνει βιβλικά συνεπής και εμπνεόμενη από το διαχρονικό παράδειγμα του Εσταυρωμένου Χριστού. Ο Σταυρός, ως κορύφωση της θείας αγάπης, αποκαλύπτει έναν Θεό που δεν εξουσιάζει αλλά προσφέρεται, που δεν επιβάλλεται αλλά καλεί σε σχέση. Στο πρόσωπο του Χριστού, η Θεολογία βρίσκει το μέτρο της: την ενότητα της αλήθειας και της αγάπης εν ελευθερία. Αυτή η σταυρική διάσταση δεν είναι απλώς μνήμη· είναι πρόταση ζωής. Μας υπενθυμίζει ότι η γνώση του Θεού δεν είναι θεωρητική, αλλά εμπειρία καταλλαγής — συμφιλίωσης με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον ίδιο τον εαυτό.
Η Θεολογία δεν πρέπει να φοβάται τον διάλογο. Ο διεπιστημονικός και οικουμενικός προσανατολισμός της δεν απειλεί την ταυτότητά της αλλά την ενισχύει και την καθιστά πιο αποτελεσματική.
Η θεολογική επιστήμη οφείλει να αξιοποιεί κριτικά την πολύτιμη και μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση. Αφενός αποφεύγοντας τη ρομαντική εξιδανίκευση ή και ειδωλοποίηση “ένδοξων” ιστορικών περιόδων της εκκλησιαστικής ιστορίας, καταγγέλλοντας -συνάμα- τέτοιες ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις του παρελθόντος από όπου κι αν προέρχονται. Αφετέρου, αναδεικνύοντας -μέσα από τη μελέτη συγκεκριμένων προσώπων, συμβόλων, μνημείων και ανάγλυφων στάσεων ζωής- ένα νόημα ικανό να φωταγωγήσει με την εσχατολογική του λάμψη τη φαινομενική τυχαιότητα, τα παθήματα και τις δυσκολίες, τα κατορθώματα και την απαντοχή, την υπαρκτική περιπέτεια του σημερινού ανθρώπου.
Αυτό το νόημα που κατατείνει στα έσχατα δεν πρέπει να λειτουργεί σαν μια ευσεβής δραπέτευση από το εκάστοτε τώρα και τις ανάγκες του. Η ορθόδοξη Θεολογία δεν διαγράφει την ιστορία για χάρη του αιωνίου επέκεινα ούτε εξισώνει την πνευματικότητα με μια δυσφορία ή αδιαφορία για την κοινωνική πραγματικότητα. Εξάλλου, η θεία οικονομία συντελείται εντός της ιστορίας, η οποία χάρις στο “γεγονός Χριστός” δεξιώνεται και δείχνει στα έσχατα μέσα από έναν δραματικό διάλογο ανάμεσα στο «ήδη και όχι ακόμη».
Η θεολογική μαρτυρία οφείλει να είναι ιστορική και συνάμα εσχατολογική, κοινωνική και ταυτόχρονα υπαρξιακή. Σε μια εποχή όπου δεσπόζει η λογική του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης, η Θεολογία καλείται να υπενθυμίζει την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Να υπερασπίζεται τον άνθρωπο πέρα από κάθε διάκριση φύλου, φυλής, εθνικότητας, κοινωνικής θέσης ή οικονομικής επιφάνειας· να δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν, στους φτωχούς, τους αποκλεισμένους, τους φυλακισμένους, τους αδύναμους.
Η θεολογική επιστήμη οφείλει να αξιοποιεί κριτικά την πολύτιμη και μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση. Αφενός αποφεύγοντας τη ρομαντική εξιδανίκευση ή και ειδωλοποίηση “ένδοξων” ιστορικών περιόδων της εκκλησιαστικής ιστορίας, καταγγέλλοντας -συνάμα- τέτοιες ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις του παρελθόντος από όπου κι αν προέρχονται.
Η ανανέωση της Θεολογίας περνά και από την ανανέωση της διδασκαλίας της. Ο τρόπος μετάδοσης της γνώσης χρειάζεται να ξεπεράσει τη στεγνή θεωρητικολογία και να προτείνει μια βιωματική κατανόηση και εφαρμογή της πίστης. Οι θεολογικές σχολές οφείλουν να λειτουργούν σαν εργαστήρια διαλόγου, όπου η παράδοση συναντά τη σύγχρονη επιστήμη, την τέχνη, την ποιμαντική ψυχολογία και διακονία, την κοινωνιολογία. Ο θεολόγος δεν πρέπει να είναι απλώς φορέας πληροφοριών, αλλά συνοδοιπόρος, ικανός να συνδέει τον λόγο της πίστης με τα ερωτήματα της εποχής. Μια Θεολογία που δεν επικοινωνεί με την κοινωνία, αργά ή γρήγορα, θα σιγήσει. Εξ ου και η ιδιαίτερη και ιδιαίτερα απαιτητική σκευή του σύγχρονου θεολόγου. Μια σκευή που πρέπει να συνδυάζει στιβαρή βιβλική παιδεία, γνώση της εκκλησιαστικής παράδοσης, πνευματική ωριμότητα και κοινωνική ευαισθησία, συμπόνια και διάθεση προσφοράς. Η Θεολογία -όπως και η Εκκλησία που αληθεύει, δηλαδή πραγματώνει ιστορικά το σώμα του Χριστού- δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά «για τους άλλους». Έτσι, ο θεολόγος δεν είναι απλώς ένας επιστήμονας, ούτε ένας «καριερίστας της πίστης» αλλά ένας μάρτυρας της δημιουργικής αγάπης του Θεού, η οποία γέννησε και εξακολουθεί να συνέχει, συχνά αθέατη, παραγνωρισμένη ή συκοφαντημένη, τον κόσμο.
Γι’ αυτό και οι επαγγελματικές προοπτικές του θεολόγου δεν περιορίζονται στο σχολείο ή στη στελέχωση του κλήρου· επεκτείνονται στους στίβους της κοινωνικής δράσης, της επικοινωνίας, του πολιτισμού. Και βέβαια, είναι απολύτως αναγκαίες σε κάθε χώρο όπου δοκιμάζονται οι φυσικές και ψυχικές αντοχές του ανθρώπου: στα αναμορφωτήρια και στις φυλακές, στα νοσοκομεία σωμάτων και ψυχών, στα ορφανοτροφεία και στα γηροκομεία.
Σε αυτή την προοπτική, η θεολογική επιστήμη καλείται όχι απλώς να διακηρύσσει ex cathedra αλλά και να παρεμβαίνει και να παλεύει για την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου, όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των κατατρεγμένων και κοινωνικά απόβλητων, τους οποίους ο Χριστός ταύτισε με τον εαυτό Του. Αν και αυτό είναι διαχρονικό καθήκον της θεολογίας, είναι διπλά επιτακτικό σήμερα, όπου τα κατορθώματα της τεχνολογίας έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός γυαλιστερού ψηφιακού μετανθρώπου, ο οποίος αν και μορφάζει ειρωνικά απέναντι στον χωμάτινο Αδάμ, στερείται εκείνης της πνοής που τον κάνει «ψυχή ζώσα».
Σε μια εποχή όπου δεσπόζει η λογική του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης, η Θεολογία καλείται να υπενθυμίζει την ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου.
Η Θεολογία δεν πρέπει να φοβάται τον διάλογο. Ο διεπιστημονικός και οικουμενικός προσανατολισμός της δεν απειλεί την ταυτότητά της αλλά την ενισχύει και την καθιστά πιο αποτελεσματική. Η συνάντηση και ο διάλογος δεν σημαίνουν συμβιβασμό αλλά αναζήτηση και εμπέδωση της ειρήνης. Στον πυρήνα κάθε θεολογικής πράξης βρίσκεται η καταλλαγή: η υπέρβαση του φόβου και της εχθρότητας, η αποκατάσταση της σχέσης, η αποδοχή του άλλου ως εικόνας Θεού. Μια Θεολογία που παραμένει κλειστή στον διάλογο κινδυνεύει να γίνει ιδεολογία. Αντίθετα, μια Θεολογία που συνομιλεί, μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται.
Παράλληλα, οφείλει να αναπτύξει μια οικουμενική ανοιχτότητα, έναν ειλικρινή διάλογο με τις άλλες εκδοχές του χριστιανισμού και τις άλλες θρησκείες, όχι σχετικοποιώντας την ιδιαίτερη ταυτότητά της, αλλά προσφέροντάς την ως δώρο καταλλαγής και ειρήνης. Η συνεργασία για την προστασία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος δεν είναι δευτερεύουσα αποστολή· είναι έκφραση του ίδιου του ευαγγελικού μηνύματος.
Συμπερασματικά, το παρόν και το μέλλον της θεολογικής επιστήμης δεν βρίσκεται στην αυλή της -όποιας, πολιτικής, ακαδημαϊκής ή και θρησκευτικής- εξουσίας· δεν βρίσκεται μόνο ή τόσο στα αρχεία, στις βιβλιοθήκες και στα αμφιθέατρα· αλλά στην καρδιά του κόσμου, όπου ο άνθρωπος πεινά και διψά για νόημα, δικαιοσύνη και αγιότητα.




