Καθώς η Κυριακή αυτή, η λεγόμενη στην εκκλησιαστική ορολογία Κυριακή της Τυρινής, μας προετοιμάζει και μας εισάγει στο πνεύμα της Α΄ εβδομάδας της νηστείας και βέβαια ολόκληρης της Μ. Τεσσαρακοστής, με τα βιβλικά αναγνώσματά της κάνει λόγο για μια πνευματικότητα που δεν σχετίζεται με την εξωτερική εμφάνιση αλλά με το εσωτερικό πραγματικό είναι του χριστιανού.
Η αληθινή και γνήσια πνευματική ζωή κατά την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής από την Επί του όρους ομιλία του Ιησού (Ματθ. 6,14-21) εκδηλώνεται στα εξής τρία θέματα: α) στη συγχώρηση των αδελφών μας που μας κάνει να συνυπάρχουμε στον ίδιο χώρο της Εκκλησίας (συν-χώρηση), και που είναι συνέπεια της συγχωρήσεως που δίνει σ’ εμάς ο Θεός, β) στη νηστεία που γίνεται όχι για να φανεί στους ανθρώπους αλλά για να εκφράσει την ταπείνωσή μας ενώπιον του Θεού, και γ) στη συγκέντρωση άφθαρτων ουράνιων αγαθών και όχι επίγειων και φθαρτών.
Το αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου επισημαίνει ανάλογες αλήθειες. Ας δούμε πρώτα το ανάγνωσμα σε μετάφραση:
«Αδελφοί, τώρα η τελική σωτηρία βρίσκεται πιο κοντά μας παρά τότε που πιστέψαμε. Η νύχτα όπου να ‘ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ‘ρθεί. Γι’ αυτό ας πετάξουμε από πάνω μας τα έργα του σκότους κι ας ενδυθούμε τα όπλα του φωτός. Η διαγωγή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που ταιριάζει στο φως. Ας πάψουν τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη κι ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες κι οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας. Να δέχεστε όποιον έχει ασθενική πίστη, χωρίς να επικρίνετε τις απόψεις του. Για παράδειγμα, ένας πιστεύει πως μπορεί να φάει απ’ όλα, ενώ κάποιος άλλος, που έχει ασθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αυτός που τρώει απ’ όλα, ας μην περιφρονεί εκείνον που δεν τρώει· κι εκείνος που δεν τρώει, ας μην κατακρίνει εκείνον που τρώει, γιατί ο Θεός τον έχει δεχτεί στην εκκλησία του. Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνεις έναν ξένο υπηρέτη; Μόνο ο Κύριός του μπορεί να κρίνει αν στέκεται ή όχι στην πίστη του, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον στηρίξει» (Ρωμ.13,11-14,4).
Ο Απ. Παύλος επισημαίνει εδώ τον κίνδυνο να επαναπαύεται ο χριστιανός στον ύπνο της αδιαφορίας. Είναι καιρός να ξυπνήσει. Το ξύπνημα αυτό είναι ένα υπαρξιακό εγερτήριο που συνοδεύεται από την απαλλαγή του από τα «έργα του σκότους» και την ένδυσή του με τα «όπλα του φωτός». Το μήνυμα αυτό το συμπυκνώνει ο Απόστολος στην προσταγή «Ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν»= Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό (Ρωμ. 13,14). Αυτό συνεπάγεται απαλλαγή του χριστιανού από το αμαρτωλό εγώ και τις επιθυμίες του. Το εγερτήριο αυτό σάλπισμα είναι αφύπνιση στον κόσμο της αγάπης. Λίγο πριν από το ανάγνωσμα ο Παύλος γράφει: «Όλες οι εντολές συνοψίζονται σε μια: «Ν’ αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου… γιατί η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού» (Ρωμ. 13,910).
Η προτροπή να ντυθεί κανείς τον Χριστό ανάγει στο γεγονός του βαπτίσματος, κατά το οποίο «όσοι βαφτιστήκαμε στο όνομα του Χριστού, έχομε ντυθεί τον Χριστό» (Γαλ. 3,27). Η ορολογία αυτή είναι συνήθης στον Απ. Παύλο. Οι μυούμενοι στις Μυστηριακές λατρείες της εποχής του Παύλου, δηλ. της Ελληνιστικής εποχής, περνούσαν από μια διαδικασία κατά την οποία φορούσαν τα ενδύματα που θεωρούνταν ενδύματα της θεότητας στην οποία εμυούντο και πίστευαν ότι έπαιρναν δύναμη απ’ αυτά. Ο Παύλος που δεν αγνοεί τι συνέβαινε στον περίγυρό του, ιδίως στη θρησκευτική περιοχή, υπενθυμίζει στους χριστιανούς ότι κατά το βάπτισμα ντύθηκαν τον ίδιο τον Χριστό, από τον οποίο προέρχεται η πραγματική δύναμη. Το ντύσιμο με τον Χριστό επαναλαμβάνεται και στην κατοπινή μετά το βάπτισμα ζωή του πιστού, ανανεώνεται δηλ. συνεχώς αυτή η στενή σχέση πιστού και Χριστού που έχει, εκτός από την ατομική κάθετη διάσταση της σχέσης του με τον Χριστό, και μια εξίσου σημαντική οριζόντια διάσταση που εκτείνεται στην αντιμετώπιση του άλλου ανθρώπου ως αδελφού. Πρακτική και ηθική συνέπεια αυτής της διάστασης είναι να μην κρίνει και, πολύ περισσότερο, να μην κατακρίνει τον αδελφό του που τηρεί ή που δεν τηρεί ορισμένες διατάξεις σχετικές με τις τροφές. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα, λέγει, να κρίνει έναν «ξένο υπηρέτη». Μόνο ο Κύριος μπορεί να τον κρίνει, γιατί μόνο ο Κύριος έχει τη δύναμη να τον στηρίξει στην πίστη.
Το επίπονο έργο του χριστιανού είναι να ενδυθεί με τα «έργα του φωτός», που ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή είναι η νηστεία και η προσευχή, ώστε στο «στάδιο των αρετών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, που «ηνέωκται», να «αθλήσει νομίμως». Αυτό είναι το ζητούμενο και όχι απλά και μόνο η αποχή από ένα είδος τροφών που είναι παιδαγωγικό μέσο και όχι αυτοσκοπός.
Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντας τη σχετική διδασκαλία της Κ. Διαθήκης τονίζουν επανειλημμένως ότι η αληθινή και ευάρεστη στον Θεό νηστεία δεν είναι η αποφυγή ορισμένου είδους τροφών -που στην εποχή μας άλλωστε αποβλέπει και σε άλλες σωματικές σκοπιμότητες- αλλ’ η απαλλαγή από πάθη και φιλοδοξίες, από κακότητες και πονηριές, στα οποία είναι υπόδουλο το εγώ και με τα οποία αμύνεται ή και επιτίθεται έναντι των άλλων. Γιατί τελικά, κατά τα λόγια του ιδίου του Ιησού, εκείνο που μολύνει τον άνθρωπο δεν είναι ό,τι μπαίνει μέσα στο στόμα του και χωνεύεται στο στομάχι αλλά ό,τι βγαίνει από το στόμα σαν έκφραση του περιεχομένου της καρδιάς του (βλ. Μάρκ. 7,14-23). Αυτά βέβαια δεν σημαίνουν με κανένα τρόπο υποτίμηση της νηστείας, η οποία μαζί με την προσευχή αποτελούν τα φτερά που επιτρέπουν τον χριστιανό να φτάσει «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσ. 4,13).
Όταν ο χριστιανός έχει ενδυθεί τον Χριστό, τότε συνειδητοποιεί ότι Αυτός είναι το κέντρο της ζωής του. Αυτός είναι αρμόδιος να κρίνει και μάλιστα να στηρίξει στην πίστη τον αδύνατο αδελφό. Κάθε δική μας κρίση ή και κατάκριση του αδελφού σημαίνει σε τελευταία ανάλυση ιδιοποίηση και σφετερισμό του έργου του Ιησού Χριστού ως Κριτού και παράλληλα μαρτυρεί υποκριτική θρησκευτικότητα.