Συνάντησα την Jane Goodall για τελευταία φορά στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης το βράδυ της Πέμπτης, 24 Σεπτεμβρίου 2025, στην ειδική τελετή, όπου Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέλαβε το Βραβείο Templeton. Λίγες μέρες νωρίτερα, σε τηλεφωνική μας επικοινωνία χαριτολογώντας, με το χαρακτηριστικό της χιούμορ, ζητούσε ως αντάλλαγμα για το ότι θα κατάφερνε εντέλει να έρθει στην τελετή βράβευσης, της χρωστούσα να την προϊδεάσω για το τι να πει στην ομιλία της: «Πρέπει να με βοηθήσεις να καταλάβω τι πρέπει να πω σε όλους αυτούς τους μαυροντυμένους άντρες!».
Εκείνο το βράδυ, με τα λευκά της μαλλιά χαρακτηριστικά μαζεμένα όπως πάντα, φορώντας το αγαπημένο της κασκόλ και το μενταγιόν με την αφρικανική ήπειρο, ντύθηκε στα μαύρα, εξηγώντας στο ακροατήριο ότι προσπάθησε να ταιριάξει με την «ιερατική» περίσταση. Μόλις έξι μέρες αργότερα, την Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025, η Τζειν έφυγε ήσυχα στον ύπνο της στο Λος Άντζελες, έχοντας κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα και αγαπούσε περισσότερο, να μιλά σε γοητευμένα ακροατήρια για τη φροντίδα των ζώων, των ανθρώπων και του πλανήτη.
Η Goodall ταξίδευε πάνω από 300 μέρες τον χρόνο για περισσότερα από έξι δεκαετίες. Την ακούω ακόμα να μου διηγείται—κάποιο από τα προγραμματισμένα ταξίδια της που το άκουσμά του και μόνο σε ζαλίζει: από την Ισπανία και την Ιταλία στην Αλάσκα, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία και την Ταϊβάν. «Δεν ξέρω πόσο ακόμα αντέχω αυτό το τρελό πρόγραμμα. Όσο είναι γραφτό, υποθέτω!», έλεγε χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον στρόβιλο, έβρισκε πάντα χρόνο να διορθώσει μια συνέντευξη που ετοίμαζα προς δημοσίευση ή να με βοηθήσει να επιλέξω κάποιο από τα βιβλία της να μεταφραστεί στα ελληνικά για να εκδοθεί.
Επικοινώνησα πρώτη φορά μαζί της το 2010 για να της απευθύνω την πρόσκληση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη να έρθει σε μια σημαντική περιβαλλοντική διάσκεψη υπό την αιγίδα του. Παρά το ιδιαίτερα βεβαρυμένο πρόγραμμά της με ομιλίες, για τις οποίες εισέπραττε ένα υψηλό αντίτιμο και μ΄ αυτό χρηματοδοτούσε τα ιδρύματα που συντηρούσε ανά την οικουμένη, ανταποκρίθηκε πρόθυμα και μάλιστα δωρεάν στην πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη και τον Ιούνιο του 2012, ήρθε ως η κύρια ομιλήτρια στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής της Χάλκης στο γραφικό, ρετρό Halki Palace Hotel. Απόλαυσε τους περίπατους γύρω στο νησί, εκτιμώντας το χωρίς αυτοκίνητα περιβάλλον, όπου το μόνο μέσο μεταφοράς είναι τα πόδια ή το αμαξάκι με άλογα. Προτίμησε πάντως να ανεβεί τον απότομο λόφο προς τη Σχολή της Χάλκης περπατώντας από το να βλέπει τα γέρικα άλογα να μαστιγώνονται από τους αμαξάδες τους. Το βράδυ πριν από την ομιλία της, η Τζειν ζήτησε να δει την αίθουσα συνεδριάσεων και το βήμα απ´ όπου θα μιλούσε. Όταν παρατήρησε τα πλαστικά μπουκάλια νερού μπροστά στα καθίσματα του ακροατήριου, ρώτησε αν μπορούσαμε να τα αντικαταστήσουμε με καράφες και ποτήρια. Γελάσαμε και οι δύο καθώς το εξυπηρετικό προσωπικό του ξενοδοχείου άδειαζε αμέριμνα τα μπουκάλια σε ποτήρια—δεν υπάρχει πηγή νερού στο νησί, και το νερό έρχεται από την Κωνσταντινούπολη.
Γεννημένη στο Λονδίνο στις 3 Απριλίου 1934, η Τζειν έγινε Dame Commander της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και Πρέσβειρα Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών. Η μητέρα της την ενθάρρυνε να μάθει για τα ζώα και τη φύση από μικρή ηλικία. Της άρεσε να διαβάζει για τον Ταρζάν, για τον οποίο συχνά αστειευόταν ότι «ερωτεύτηκε τη λάθος Τζειν!» Η ανακάλυψή της το 1960, σε ηλικία είκοσι έξι ετών, ότι οι χιμπατζήδες φτιάχνουν και χρησιμοποιούν εργαλεία συγκλόνισε τον τότε επιστημονικό κόσμο και επαναπροσδιόρισε τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα κοντά τους, στο φυσικό τους περιβάλλον, κατάλαβε πώς οι πίθηκοι μεγαλώνουν τα μικρά τους, ενώ δημιουργούν ηγεμονίες και κοινωνικές σχέσεις. Το 1963, το εξώφυλλό της για το National Geographic, με τίτλο «Η Ζωή μου Ανάμεσα στους άγριους χιμπατζήδες», εξέπληξε τον κόσμο καθώς επαναπροσδιόρισε μόνη της τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ «άγριων» ζώων και «πολιτισμένων» ανθρώπων, φέρνοντάς τα πιο κοντά από όσο οι επιστήμονες ονειρεύτηκαν ποτέ ενώ ή οι θεολόγοι πάντα φοβόνταν.
Το 1977, ίδρυσε το «Ινστιτούτο Jane Goodall», με υποκαταστήματα σε 26 χώρες, για να συνεχίσει το έργο της σε όλο τον κόσμο για τις επόμενες γενιές. Το 1991, ίδρυσε το «Roots & Shoots», ένα παγκόσμιο πρόγραμμα που ενθαρρύνει και ενισχύει νέους και νέες σε 140 χώρες να γίνουν εμπνευσμένοι και φωτισμένοι ηγέτες διατήρησης και βιωσιμότητας για να μπορούν να ονειρεύονται ένα καλύτερο κόσμο. Ταξίδεψε σε όλο τον πλανήτη, μιλώντας για τις απειλές στο φυσικό μας περιβάλλον: την κλιματική αλλαγή, την εξαφάνιση βιοποικιλότητας, τη διαρκώς αυξανόμενη περιβαλλοντική κρίση. Αλλά μιλούσε επίσης για την ελπίδα. Δεν είναι πολύ αργά, επέμενε, να αντιστρέψουμε τη ζημιά που προκαλέσαμε. Στα βιβλία και τις ομιλίες της, τόνιζε συνεχώς τη άμεση διασύνδεση όλων των ζωντανών όντων και τη συλλογική δύναμη της ατομικής δράσης.
Κάποιοι άνθρωποι ξεπερνούν την φήμη των βιβλίων και των βραβείων. Η απλή τους παρουσία προκαλεί καθολικό θαυμασμό και έμπνευση. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον που έχω γνωρίσει, η Jane Goodall τίμησε και εναρμόνισε τις βαθύτερες πεποιθήσεις της και τους πιο ευγενείς σκοπούς της χωρίς να υποχωρήσει ή να προδώσει κανένα από τα δύο. Από τα φοιτητικά της χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής της, κολυμπούσε αντίθετα στο ρεύμα της θεσμικής επιστήμης και της πατριαρχικής κοινωνίας. Διεξήγαγε πρωτοποριακή έρευνα στο τροπικό δάσος Gombe της Τανζανίας, ανατρέποντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες όλων των γενεών και επαγγελμάτων σε όλο τον κόσμο—επιστήμονες και ακτιβίστριες, δημοσιογράφους και φωτογράφους. Στην εναρκτήρια εκδήλωση του τότε νεοσύστατου Οικουμενικού Ινστιτούτου Huffington στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης, που έχω την τιμή να διευθύνω, αφιέρωσε επιπλέον χρόνο σε μία νεαρή θαυμάστριά της, τη Sienna να της μεταδώσει την εμπειρία της, ότι ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος όσο τον φαντάζεται η ίδια, ότι μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά στον κόσμο.

Η Jane έμαθε σε λίγα χρόνια αυτό που οι περισσότεροι από εμάς χρειαζόμαστε μια ολόκληρη ζωή για να καταλάβουμε: δηλαδή, την ταπεινότητα να παραδεχτούμε ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι το στέμμα της δημιουργίας, προικισμένα με μοναδική νοημοσύνη και που δικαιούνται να εξουσιάζουν τη γη. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος που έζησε στη σιωπή και τη μοναξιά του τροπικού δάσους να επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη; Πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος που έζησε με χιμπατζήδες στην άγρια φύση να καταλάβει ότι η αγάπη για τα ζώα συνδέεται άμεσα με την αγάπη για τους ανθρώπους; Πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο να διακρίνει την αρμονία όλων των ζωντανών πλασμάτων και την ενότητα όλων των ανθρώπων; Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τώρα εντυπωσιάζει τον Δημιουργό της με όλα εκείνα τα συναρπαστικά μαθήματα που έμαθε για τη στενή και αχώριστη διασύνδεση ολόκληρης της δημιουργίας.
Η ευγενική συμπεριφορά και η αξιοπρεπής στάση της Τζειν επισκίαζαν τη αρρενωπή επιδεικτικότητα και θορυβώδη χυδαιότητα των πολιτικών αρχόντων και εταιρικών αφεντικών. Το δικό της γνωμικό ήταν απλό: «Δεν μπορούμε να περάσουμε ούτε μια μέρα χωρίς να αφήσουμε το αποτύπωμά μας στον κόσμο γύρω μας. Αυτό που κάνουμε έχει σημασία.» Από αυτή την άποψη, η ειλικρίνειά της ήταν ριζοσπαστική, ακόμη και επαναστατική. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2025, μίλησε σε δύο γεμάτες αίθουσες στη Νέα Υόρκη—το Global Forum στο Plaza Hotel και την τελετή του Βραβείου Templeton στο Lincoln Center—για την προστασία των παιδιών του κόσμου και των πόρων του πλανήτη. Το μήνυμά της ήταν ξεκάθαρο: «Η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας.» Ειρωνικά, μόλις μία μέρα νωρίτερα, απευθυνόμενος στους παγκόσμιους ηγέτες στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε την κλιματική αλλαγή ως «τη μεγαλύτερη απάτη που διαπράχθηκε ποτέ στον κόσμο.» Φαντάζομαι ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν άκουσε ποτέ το υπόλοιπο του γνωμικού της Τζειν, ότι «εξαρτάται από εμάς να αποφασίσουμε τι είδους διαφορά θέλουμε να κάνουμε!»
Ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος χωρίς την Jane Goodall. Αλλά σε όλη της τη ζωή, φρόντισε έτσι κι αλλιώς ο κόσμος να μην παραμείνει ο ίδιος αλλά να γίνει καλύτερος καθημερινά και με την συμβολή καθενός. Όλοι μας χρωστάμε τόσα πολλά στο πρωτοποριακό όραμα και τη διαρκή κληρονομιά της, μια κληρονομιά που άλλαξε την αντίληψή μας για τα ζώα και τους ανθρώπους, γεφύρωσε διαφορές μεταξύ πολιτισμών και εθνών και άνοιξε το μονοπάτι προς έναν καλύτερο κόσμο. Η ίδια περπάτησε αυτό το μονοπάτι με χαριτωμένη γλυκύτητα και ακατανίκητο πνεύμα μέχρι την τελευταία της αναπνοή.



