Πέμπτη 18 Απριλίου 2024 | 9:45

Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης των χριστιανών με τον Χριστό

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι, Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Έχει διατελέσει Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952. Διδάσκει Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα.

Του ιδίου συγγραφέα:

Αν το ευαγγελικό ανάγνωσμα της πρώτης Κυριακής της περιόδου των νηστειών αναφέρεται σε έναν άνθρωπο, ο οποίος, αφού γνωρίζει τον Χριστό, σπεύδει να οδηγήσει προς τον Ιησού και έναν φίλο του, το ανάγνωσμα της δεύτερης Κυριακής της περιόδου παρουσιάζει τέσσερεις ανθρώπους που προσπαθούν να υπερνικήσουν όλα τα εμπόδια προκειμένου να φέρουν έναν συνάνθρωπό τους κοντά στον Χριστό.

Σύμφωνα με την περικοπή από το Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον (2:1-12), η είδηση της άφιξης του Ιησού στην Καπερναούμ διαδόθηκε ταχύτατα στην πόλη και σύντομα το σπίτι όπου κατέλυσε κατακλείστηκε από τόσον κόσμο που ήταν αδύνατο να πλησιάσει κανείς το σημείο όπου κήρυττε. Αυτό όμως δεν ανέκοψε τη σφοδρή επιθυμία τεσσάρων ανθρώπων που μετέφεραν έναν παράλυτο -πιθανότατα φίλο τους ή συγγενή τους- να αναζητήσουν κάποιον εναλλακτικό τρόπο προκειμένου να προσεγγίσουν τον Ιησού· δεν δίστασαν να ανοίξουν μια τρύπα στην οροφή του σπιτιού -κατασκευασμένη προφανώς από καλάμια και λάσπη- και να κατεβάσουν με σχοινιά τον παράλυτο μπροστά του για να τον θεραπεύσει. Ο Ιησούς, βλέποντας τη μεγάλη πίστη των ανθρώπων αυτών προσφέρει τη θεραπεία στον παράλυτο με τη φράση: «Παιδί μου, οι αμαρτίες σου συγχωρούνται» (2:5), προκαλώντας τη θεολογική ένσταση των μελετητών του Νόμου, εφόσον, όπως υποστηρίζουν, μόνον ο Θεός μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες (2:7).

Αξιοσημείωτη στο παραπάνω κείμενο είναι η διαπίστωση ότι ο Ιησούς προσφέρει τη θεραπεία στον παράλυτο όχι επειδή αναγνώρισε, όπως συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις, την πίστη του αλλά επειδή αναγνώρισε την πίστη εκείνων που τον μετέφεραν. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που στο Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον γίνεται λόγος για πίστη σε σχέση με κάποιο θαύμα αυτή συνδέεται με ύπαρξη κάποιων εμποδίων. Οι τέσσερεις που μετέφεραν τον παράλυτο είχαν να αντιμετωπίσουν το εμπόδιο της ανικανότητας του ανθρώπου να περπατήσει, το εμπόδιο του πλήθους που απαγόρευε τη φυσιολογική πρόσβαση στον Ιησού και το εμπόδιο της οροφής που έπρεπε να καταστρέψουν. Παρά τα εμπόδια αυτά όμως, η επιμονή και η επινοητικότητά τους έφερε τον παράλυτο μπροστά στον Ιησού, ο οποίος διαπιστώνοντας την πίστη τους ανταποκρίνεται στο αίτημά τους.

Στο επόμενο επεισόδιο που γίνεται λόγος για πίστη (4:35-41), το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί είναι ο φόβος που προκαλεί στους μαθητές η τρικυμία (4:40)· ο Ιησούς, αφού κάνει το θαύμα, επικρίνει τους μαθητές του για έλλειψη πίστης που έχει ως συνέπεια την αδυναμία τους να υπερβούν αυτό το εμπόδιο. Ακολουθεί το επεισόδιο της θεραπείας μιας γυναίκας που έπασχε από αιμορραγία (5:25-34) και η οποία, εκτός από το εμπόδιο της αρρώστιας της που την καθιστούσε “ακάθαρτη” και δεν της επέτρεπε να πλησιάσει κανέναν, έπρεπε επίσης να υπερβεί και το εμπόδιο του πλήθους που περιέβαλλε τον Ιησού· για άλλη μια φορά ο Χριστός επαινεί την πίστη της χαρίζοντάς της τη θεραπεία (5:34). Τέλος, ο τυφλός ζητιάνος Βαρτιμαίος βρίσκει το φως του, αφού προηγουμένως υπερνικά τα εμπόδια της τυφλότητάς του και του πλήθους που προσπαθούσε να τον κάνει να σωπάσει (10:46-52).

Από τα τέσσερα παραπάνω επεισόδια προκύπτει ότι η πίστη δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να υπερβεί όλα τα εμπόδια που παρουσιάζονται μπροστά του προκειμένου να φτάσει στον στόχο του. Αντίθετα η έλλειψη πίστης καθιστά τον άνθρωπο αδύναμο και υποταγμένο στον φόβο. Αυτός είναι ο λόγος που στο δεύτερο επεισόδιο (Μαρ 4:40) ο Ιησούς εμφανίζεται να κατηγορεί τους μαθητές του για δείλια και έλλειψη πίστης.

Αν προσπαθήσει να μπει κανείς στη θέση των τεσσάρων φίλων του παραλύτου, μπορεί ίσως να ενσυναισθανθεί τις εσωτερικές τους δυσκολίες, τους φόβους, τους δισταγμούς ή τις αμφιβολίες που έπρεπε να ξεπεράσουν πριν αποφασίσουν το εγχείρημά τους. Ταυτόχρονα όμως δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι οι τέσσερεις προχώρησαν σ’ αυτήν την παράτολμη πράξη τους αν δεν είχαν υπερβεί όλα τα παραπάνω συναισθήματα, αν δεν ήταν βέβαιοι για το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους. Κανείς δεν θα διακινδύνευε να χαλάσει τη στέγη ενός σπιτιού, να κατεβάσει με τόσο θεαματικό τρόπο έναν παράλυτο μπροστά στον Ιησού, να διακόψει μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση, αν θεωρούσε πιθανό το ενδεχόμενο να φύγει τελικά άπραγος και ταπεινωμένος μπροστά στα μάτια όλης της πόλης. Από την άλλη μεριά η περικοπή δεν αναφέρει τίποτα για τη στάση του ίδιου του παραλύτου· δεν δίνει καμιά πληροφορία για το αν ο ίδιος ήταν πιστός ή άπιστος, αν συμφωνούσε με το εγχείρημα των φίλων του ή αν τον μετέφεραν παρά τη θέλησή του. Πιθανότατα η κατάσταση της υγείας του να τον είχε απογοητεύσει, να τον είχε γεμίσει αμφιβολίες για τη δύναμη ή τη δικαιοσύνη του Θεού. Ίσως γι’ αυτό ο Ιησούς κάνει λόγο μόνο για την πίστη των τεσσάρων.

Αν οι υποθέσεις αυτές είναι σωστές, τα ευαγγελικά αναγνώσματα των δύο πρώτων Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποκτούν ένα ιδιαίτερο νόημα καθώς καλούν τους πιστούς σε μια επανεξέταση της σχέσης τους με τον Χριστό. Η βεβαιότητα του Φιλίππου ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ είναι ο αναμενόμενος λυτρωτής τον οδηγεί να προσκαλέσει τον φίλο του Ναθαναήλ να έρθει να γνωρίσει τον Χριστό. Η βεβαιότητα των τεσσάρων ότι ο Ιησούς έχει τη δύναμη να θεραπεύει τους οδηγεί να κουβαλήσουν τον παράλυτο μπροστά του. Η αδυναμία του Φιλίππου να πείσει με επιχειρήματα τον φίλο του τον οδηγεί να αποτολμήσει μια πρόσκληση για άμεση γνωριμία με τον Χριστό. Η αδυναμία των τεσσάρων να διασχίσουν το πλήθος που περιέβαλλε τον Χριστό τους οδηγεί να αποτολμήσουν να τον φέρουν μπροστά του με έναν εντελώς ανάρμοστο τρόπο.

Τόσο ο Φίλιππος όσο και οι τέσσερεις προχωρούν στις συγκεκριμένες επιλογές επειδή είναι βέβαιοι για το αποτέλεσμα. Και είναι ακριβώς αυτή η βεβαιότητα που αποτελεί ένα ασφαλές κριτήριο για τους σύγχρονους χριστιανούς, αν θέλουν να επανεκτιμήσουν τη σχέση τους με τον Χριστό. Το ζήτημα που σύμφωνα με την περικοπή θέτει ο Χριστός στους γραμματείς, στους μορφωμένους δηλαδή θεολόγους της εποχής του, αν ο “Υιός του Ανθρώπου” μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες (2:10), απευθύνεται και στους σύγχρονους χριστιανούς. Γιατί είναι προφανές ότι ουδείς χριστιανός σήμερα αμφισβητεί τη θεότητα του Χριστού και επομένως τη δυνατότητά του να συγχωρεί αμαρτίες, παραμένει όμως ζητούμενο το πόσοι οι χριστιανοί σήμερα συνειδητοποιούν πραγματικά ότι στο πρόσωπο του Ιησού από τη Ναζαρέτ ο Θεός έγινε άνθρωπος και ως άνθρωπος εμφανίστηκε στους συγχρόνους του.

Είναι ίσως εύκολο να πιστέψει κανείς σε έναν παντοδύναμο Θεό που κατοικεί στους ουρανούς και ευεργετεί ή τιμωρεί τους ανθρώπους, αλλά έναν Θεό που γίνεται άνθρωπος και καλεί τους ανθρώπους σε συνεργασία μαζί του δύσκολα μπορεί κανείς να αποδεχτεί. Ίσως επίτηδες χρησιμοποιεί ο ευαγγελιστής στο σημείο αυτό τον τίτλο “Υιός του Ανθρώπου” για τον Ιησού, που παραπέμπει ασφαλώς στο όραμα του προφήτη Δανιήλ (7:13-14), προκαλώντας τους γραμματείς να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο αυτού του “Υιού του Ανθρώπου” τον “Υιό του Θεού”. Ο ευαγγελιστής δεν δίνει κάποια πληροφορία για το πώς αντέδρασαν στην πρόκληση οι γραμματείς. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στην αντίδραση των ακροατών του Ιησού, επομένως και όσων διαβάζουν το ίδιο κείμενο σήμερα. Οι σύγχρονοι χριστιανοί καλούνται σήμερα να απαντήσουν στο ερώτημα κατά πόσον είναι διατεθειμένοι να υπερβούν τα όποια εμπόδια θέτει ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οι κοινωνικές συμβάσεις προκειμένου να οδηγήσουν συγγενείς και φίλους τους στον Χριστό. Εκκρεμεί όμως και ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα που αφορά στο κατά πόσο οι σύγχρονοι χριστιανοί είναι πεπεισμένοι ότι οδηγώντας γνωστούς τους στην εκκλησία αυτοί θα βρουν εκεί πραγματικά νόημα ζωής.

Ίσως το παράδειγμα του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστής, μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τους σύγχρονους χριστιανούς σ’ αυτήν την προσπάθεια επανεξέτασης της σχέσης τους με τον Χριστό και την Εκκλησία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε ηλικία 58 χρονών, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης αιχμαλωτίστηκε για ένα χρόνο (1354-55) από τους Τούρκους και οδηγήθηκε σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Όμως ο άγιος είδε αυτήν τη δοκιμασία όχι ως εμπόδιο αλλά ως ευκαιρία να ξεκινήσει ένα διάλογο με τους μουσουλμάνους προκειμένου να τους εξηγήσει τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης.

Σε μια εποχή απόλυτου αποπροσανατολισμού και πνευματικής αποχαύνωσης το καθήκον των χριστιανών για επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους με τον Θεό και πιο συνειδητή μαρτυρία της εμπειρίας τους από τη σχέση αυτή προβάλλει περισσότερο επιτακτικό από ποτέ.

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ