Μπορεί ο θάνατος του μακαριστού Μητροπολίτη Φιλίππων Προκοπίου να είναι πολύ πρόσφατος και οδυνηρός, καθώς συνέβη ξαφνικά και αδόκητα, αυτό όμως δεν εμπόδισε κάποιους πριν ακόμα ταφεί ο μακαριστός, να ανακοινώσουν τους επίδοξους μνηστήρες του θρόνου.
Από άποψη χρονικής συγκυρίας, η…πρεμούρα αυτή και μια τέτοια ενέργεια ήταν τουλάχιστον ασέβεια προς το νεκρό και άκαιρη.
Τώρα, 4 ημέρες μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών και την ταφή του μακαριστού Ιεράρχου, ο ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου Παύλος Κίτσος θέτει τέλος στα σενάρια που τον χρίζουν διάδοχο του θρόνου.
Όπως αναφέρει στη δήλωσή του “Κατ αυτάς τας ημέρας κυκλοφορούν εις τα ηλεκτρονικά διαδυκτιακά μέσα προτάσεις περί πληρώσεως της έδρας της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, γεγονός το οποίον θεωρούμεν πρόωρον και ανοίκειον, καθότι το σκήνωμα του μακαριστού μας πατρός Μητροπολίτου Προκοπίου νωπόν κείται εν τω τάφω.
Φρονώ ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία μας καιρώ τω δέοντι και τη καθοδηγήσει του Αγίου Πνεύματος θα δώσει την ως Εκείνο κρίνει λύσιν”.
Το όλο θέμα ανακίνησε ο δικηγόρος Δημήτρης Αποστολίδης, ο οποίος με μια μακροσκελή επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, παραθέτει τους λόγους για τους οποίος θεωρεί πως ο συγκεκριμένος ιερέας είναι το πλέον κατάλληλο για να συνεχίσει το έργο του μακαριστού Προκοπίου.
Η Επιστολή του Δημήτρη Αποστολίδη
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟ
«Στη συνείδηση όλων μας είναι ενθρονισμένος ως ο νέος Ποιμενάρχης μας ο Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος»
«Μακαριώτατε,
Δυστυχώς, ο θρόνος της ιστορικής εκκλησίας των Φιλίππων χήρεψε. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας, σύντομα, θα κληθεί να εκλέξει τον νέο ποιμενάρχη της τοπικής μας εκκλησίας. Κι όπως συνηθίζεται, για άλλη μια φορά, η βούληση της τοπικής κοινωνίας θα μείνει ανέκφραστη κι αδιερεύνητη. Το αξίωμα «φήφω κλήρω και λαού» θα παραμείνει εξακολουθητικά στην ανενεργό μακαριότητα. Αποτελεί, στ’ αλήθεια, τραγικό παράδοξο, ο λαός να αναδεικνύει τους πολιτικούς του ηγέτες και τους αυτοδιοικητικούς του αξιωματούχους και να μην έχει λόγο συμμετοχικής δυνατότητας στην ανάδειξη του πνευματικού του ποιμένα. Διορίζεται ένας ποιμενάρχης –γιατί περί αυτού πρόκειται– με την ίδια αντίληψη εξουσιαστικής διοίκησης που διορίζεται ένας διοικητής στρατιάς ή ένας αστυνομικός διευθυντής. Όμως δεν πρόκειται περί ομοίων. Δεν είναι δυνατόν η Ιεραρχία, η υπέρτατη συλλογική έκφραση της Εκκλησίας, να υποπίπτει σε υπηρεσιακό συμβούλιο. Το τελευταίο διορίζει ή παύει παράγοντες του υπηρεσιακού δημόσιου βίου και τέτοιος δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ο επίσκοπος. Με άλλα λόγια, δεν μου παρέχεται λόγος ευθύνης στην εκλογή του επισκόπου μου, όταν ο επίσκοπος έχει λόγο στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου ή πάλι όταν ο μοναχός της κάθε Μονής έχει ψήφο στην εκλογή του Ηγουμένου του.
Ο αντίλογος πως μέσα από τη συλλογική βούληση της Εκκλησίας εκφράζεται το Άγιο Πνεύμα και άρα η κοινωνική βούληση –ως ασθενέστερη– υποχωρεί, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Η μακροχρόνια πρακτική, δυστυχώς, απέδειξε πως οι προεκλογικές ζυμώσεις, οι συγκερασμοί δυνάμεων και η εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων –όχι κατ’ ανάγκη αθέμιτων– δρουν απαγορευτικά σε οποιαδήποτε συνέργια του Αγίου Πνεύματος. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη κατάδειξης αυτής της αλήθειας. Η ανάδειξη πνευματικών ηγετών μέσα στο πέρασμα των αιώνων, που δεν ήταν απλώς αδόκιμοι αλλά που κατά κυριολεξία δεν τήρησαν καν την απαιτούμενη ευπρέπεια του αρχιερατικού σχήματος, αποτελεί απόδειξη υψηλής πιστότητας πως το Άγιο Πνεύμα, όχι απλώς δεν συμμετέχει, αλλά αντίθετα λυπάται.
Εξ ίσου αλυσιτελές είναι και το προτασσόμενο πως η κατά τον τρόπο αυτό εκλογή επισκόπου αποτελεί μακραίωνα παράδοση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία οφείλει να διατηρήσει τη δογματική της ταυτότητα, να διαφυλάξει τη δέσμη των αξιών της και να υπηρετήσει την παράδοσή της. Ο τρόπος της οργάνωσής της όμως, οφείλει να παρακολουθεί τις δικαιϊκές εξελίξεις και το μεταλλασσόμενο περί Δικαίου αίσθημα. Αποτελεί άκρατη υποκρισία να αντιλαμβανόμαστε τη δομική διαμόρφωση και λειτουργία της Εκκλησίας ως έκφραση τελειότητας.
Οφείλω να επισημάνω πως η διαφωνία μου –που δεν είναι μόνο δική μου– αφορά στις συντελούμενες εκλογικές διαδικασίες για την ανάδειξη επισκόπων και δεν συνδέεται καθόλου με τα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη της διαποίμανσης των τοπικών εκκλησιών. Είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς από τους επισκόπους των γειτνιαζουσών Μητροπόλεων. Ο καθένας τους είχε το δικό του προσωπικό ηγετικό αποτύπωμα που προσωπικά μου ενέπνευσε μόνον ευγενή αισθήματα. Άλλωστε, και με τον μακαριστό Ποιμενάρχη μου κυρό Προκόπιο συνδεόμουν με προσωπική φιλία μέσα από την οποία εκκολάφθηκε η επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες συνεργασία μου με την τοπική μας εκκλησία στους τομείς της Εξωτερικής Ιεραποστολής, της Ορθοδόξου Μαρτυρίας, των σχέσεων της Μητροπόλεώς μας με το Άγιο Όρος και της παροχής της οιασδήποτε νομικής συνδρομής. Ο ίδιος άλλωστε ο Ποιμενάρχης μου με τίμησε ποικιλοτρόπως, αφού κατ’ επανάληψη με όρισε μέλος του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και δεν δίστασε να διαλάβει στις εκδόσεις της Μητροπόλεώς μας πολλά από τα συγγράμματά μου και να με καλέσει αρκετές φορές στο βήμα της Πνευματικής Εστίας ως ομιλητή. Είναι αυτονόητο πώς η ίδια διάθεση σεβασμού και συνεργασίας θα υπάρξει από την πλευρά μου και προς τον νέο επίσκοπο που θα εκλεγεί.
Τούτων δοθέντων, εκτιμώ πως η Ιεραρχία θα πρέπει να ψηλαφίσει τη βούληση της εκκλησίας των Φιλίππων, της πλέον ιστορικής εκκλησίας της Ευρώπης. Στη συνείδηση όλων μας είναι ενθρονισμένος ως ο νέος Ποιμενάρχης μας ο Ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης Παύλος Κίτσος. Δεν πρόκειται απλώς για ενάρετο εκκλησιαστικό άνδρα με πλούσια θεολογική παιδεία και σπάνιο εκκλησιαστικό ήθος. Όσοι τον γνωρίζουμε, έχουμε την ασφαλή και αμετάθετη πεποίθηση πως καταφεύγουμε στη θαλπωρή ενός αγίου. Καβαλιώτης στην καταγωγή, έχει ανατρέψει τη λαϊκή σοφία που δεν επιτρέπει σε κανέναν να αγιάσει στον τόπο του. Ο π. Παύλος βιώνει μια άγια ζωή μέσα στην ταπείνωση, την αγάπη, την ηρεμία του ασκητή και την εύλαλη σιωπή. Είμαι βέβαιος πως οι περισσότεροι από τους Ιεράρχες μπορεί να μην τον γνωρίζουν καν! Έτσι συμβαίνει όμως με όλους τους ταπεινούς που αθόρυβα διακονούν μέσα στην Εκκλησία. Αποστρέφονται και την προβολή και τη δημοσιότητα. Έτσι ακριβώς λειτουργεί και ο π. Παύλος. Όντας επί δεκαετίες μέσα στην πνευματική και οργανωτική κεντρόσφαιρα της τοπικής μας εκκλησίας, αδιάλειπτος παραστάτης του μακαριστού Ποιμενάρχη μας, παρέμεινε και παραμένει σιωπηλός.
Λοιπόν; Όταν η Ιεραρχία κληθεί να εκλέξει, πώς μπορεί να τον αγνοήσει; Πώς μπορεί να τον υπερβεί; Πώς μπορεί να τον αγνοήσει; Δεν είναι απλώς άξιος, είναι ο πλέον άξιος να ηγηθεί της τοπικής μας εκκλησίας.
Δεν έχω καμία προσωπική ένσταση για τα όσα ονόματα, βάσιμα ή αβάσιμα, ακούγονται και γράφονται ως πιθανοί διάδοχοι του μακαριστού Προκοπίου. Δεν τους γνωρίζω καν. Για τους λόγους που εξήγησα, έχω κατάφαση λόγου για τον π. Παύλο. Όταν κληθώ να επιβεβαιώσω την αξιότητά του, με την πανηγυρική –αλλά πάντως τυπική και χωρίς καμία νόμιμη επιρροή– αναφώνηση «άξιος», θα είμαι απόλυτα βέβαιος πως δεν πρόκειται για εθιμική πρακτική, αλλά για ουσιαστική επιβράβευση.
Θα μπορούσα, Μακαριώτατε, να Σας αποστείλω μια κατ’ ιδία επιστολή. Δεν το πράττω συνειδητά. Κι αυτό γιατί η επιστολή αυτή δεν είναι προσωπική μου υπόθεση, αφού διερμηνεύει τη βούληση και την επιθυμία ολόκληρου του ποιμνίου της τοπικής μας Εκκλησίας. Δικό μου καθήκον ήταν να Σας καταστήσω κοινωνό της σφοδρής επιθυμίας του λαού της εκκλησίας των Φιλίππων. Δικό Σας καθήκον είναι να τη διερευνήσετε και να την πραγματώσετε.
Καβάλα, 2 Αυγούστου 2017
Με διακρίνοντα σεβασμό,
Δημήτρης Αποστολίδης
Δικηγόρος».