Στις 2 Μαρτίου 2018 ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αμορίου κ. Νικηφόρος και Ηγούμενος της Ιεράς, Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής των Βλατάδων τέλεσε τους Χαιρετισμούς στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου Προμπονά, ως ναού ανήκοντος κατά κυριότητα και συνεπώς και κατά κανονική δικαιοδοσία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να επιληφθεί του θέματος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και να αποφασίσει μεταξύ άλλων ότι: «Για τη διερεύνηση των αντικανονικώς τελεσθέντων την 2αν Μαρτίου 2018, εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, θα επιληφθεί αρμοδίως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ως ο οικείος Ποιμενάρχης».
Η απόφαση αυτή λανθάνει ως προς την αναγνώριση της αρμοδιότητος στο πρόσωπο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών ως οικείου Ποιμενάρχη. Και τούτο, διότι, ακόμη και αν πράγματι ο ως άνω ιερός ναός ανήκει στα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, και μόνον το γεγονός, ότι ένας εκ των φερομένων δραστών φέρει τον βαθμό του Επισκόπου, η αρμοδιότητα κρίσεως για την τέλεση ή όχι κανονικών παραπτωμάτων ανήκει καταρχήν σε πολυμελές δικαιοδοτικό όργανο (Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο ή Δικαστήριο για τους Συνοδικούς) και όχι στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών ως επιχώριο – οικείο Ποιμενάρχη και ταυτοχρόνως Πρόεδρο του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Συνεπώς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν εκ του νόμου και εκ των πραγμάτων αναρμόδιος να επιληφθεί του θέματος ως επιχώριος επίσκοπος.
Πιθανόν το σφάλμα αυτό να έγινε αντιληπτό και γι’ αυτόν τον λόγο επελήφθη στη συνέχεια η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία κάλεσε για παροχή εξηγήσεων τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Αμορίου κ. Νικηφόρο, επιδίδοντας σχετική κλήση με δικαστικό επιμελητή. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αν η ίδια κλήση επιδόθηκε και στους συναυτουργούς κληρικούς, που συνόδευαν τον Επίσκοπο Αμορίου.
Η διατύπωση γνώμης για την ορθότητα της ενέργειας αυτής της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εξαρτάται από την άποψη στην οποία προσχωρεί κανείς σχετικώς με την εγκυρότητα ή μη της πράξεως δωρεάς, διά της οποίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέκτησε κατά κυριότητα και συνεπώς και κατά κανονική δικαιοδοσία τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Προμπονά και τον περιβάλλοντα αυτόν χώρο.
Αν και έχω διατυπώσει ήδη τις απόψεις μου για το επίμαχο θέμα της δυνατότητας μεταβιβάσεως του ιερού αυτού ναού, παρά ταύτα θα κρίνω την απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, λαμβάνοντας υπόψιν και τις δύο απόψεις, τόσο του εγκύρου της μεταβιβάσεως όσο και του ακύρου αυτής.
Α. Αν υποθέσουμε ότι η πράξη δωρεάς είναι έγκυρη, τότε η υπογραφή της επιφέρει δύο αποτελέσματα. Πρώτον μεταβίβαση κυριότητας, δεύτερον μεταβολή καθεστώτος κανονικής δικαιοδοσίας. Συνεπώς, από της μεταγραφής της πράξεως δωρεάς, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου άπαντα τα δικαιώματα κυριότητος και κανονικής δικαιοδοσίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αμορίου τέλεσε τη λειτουργία των Χαιρετισμών επί εδάφους κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στου οποίου την κανονική δικαιοδοσία υπάγεται και ο ίδιος ως κληρικός και συνεπώς η συγκεκριμένη ενέργεια δεν αποτελεί κανονικό παράπτωμα.
Αντιθέτως, στην ίδια πάντοτε περίπτωση, συνιστά κανονικό παράπτωμα η παρέμβαση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όπως αυτή εκφράσθηκε με την σφράγιση του Ιερού Ναού, που ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία άλλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όσον, δε, αφορά την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά κληρικού, ο οποίος επίσης ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία άλλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή είναι άνευ νομικού και κανονικού αντικρίσματος, αφού προήλθε από αναρμόδιο όργανο.
Β. Αν υποθέσουμε, τώρα, ότι η πράξη δωρεάς δεν είναι έγκυρη, όπως υποστηρίζει και διά της δικαστικής οδού η Εκκλησία της Ελλάδος, τότε η υπογραφή αυτής δεν επέφερε κανένα εκ των δύο αποτελεσμάτων, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Συνεπώς, η κατάσταση του ιερού ναού – και του περιβάλλοντος χώρου – παραμένει αμετάβλητη τόσο ως προς το καθεστώς κυριότητας όσο και ως προς το καθεστώς κανονικής δικαιοδοσίας.
Στην περίπτωση αυτή, και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο ιερός ναός αυτός βρίσκεται εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και συνεπώς ευρύτερα εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η αρμοδιότητα για την διερεύνηση τελέσεως κανονικών παραπτωμάτων και την κρίση αυτών ανήκει στα δικαιοδοτικά – καταρχήν – όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια της.
Ποιο όμως Εκκλησιαστικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο;
Αποκλείεται καταρχήν το Επισκοπικό Δικαστήριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών για τον εξής λόγο. Αν και καταρχήν είναι κατά τόπον αρμόδιο κατά την αρχή της εντοπιότητας (άρθρο 7 ν. 5383/1932), επειδή ο τόπος τελέσεως του πιθανού ή των πιθανών κανονικών παραπτωμάτων φαίνεται να αποτελεί τμήμα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, δεν είναι τελικώς και κατά πρόσωπον αρμόδιο, αφού ο φερόμενος ως δράστης φέρει τον βαθμό του Επισκόπου. Και υπό αυτήν την ιδιότητα του Επισκόπου, ο κληρικός κρίνεται από πολυμελές εκκλησιαστικό δικαστήριο.
Υπό αυτό το πρίσμα, και έχοντας ως δεδομένο ότι πολυμελή εκκλησιαστικά δικαστήρια είναι: α) το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο,
β) το Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο και
γ) το Δικαστήριο για του Συνοδικούς, θα εξετασθεί, εάν κάποιο εξ αυτών είναι εκ του νόμου 5383/1932 αρμόδιο να επιληφθεί του ανακύψαντος ζητήματος.
α)Το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο.
Κατά το άρθρο 17 εδ. α΄ του Ν. 5383/1932, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο κρίνει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο τις υποθέσεις, για τις οποίες το Επισκοπικό Δικαστήριο κρίνει εαυτό αναρμόδιο βάσει του άρθρου 12 του ν. 5383/1932, το οποίο άρθρο μας παραπέμπει περαιτέρω στα άρθρα 10 και 11 του αυτού νόμου. Κατά συνέπειαν, η αρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου ως πρωτοβαθμίου ενεργοποιείται, εάν και εφ’ όσον το Επισκοπικό Δικαστήριο κρίνει κατά την εκδίκαση του κανονικού παραπτώματος, ότι η επιβλητέα ποινή είναι ανώτερη των προβλεπομένων στα άρθρα 10 και 11 (βλ. άρθρο 12).
Κατόπιν τούτου, αφ’ ής στιγμής το Επισκοπικό Δικαστήριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών δεν θεμελιώνει αρμοδιότητα κρίσεως των πιθανών αντικανονικών πράξεων του Επισκόπου Αμορίου, δεν δύναται ούτε να εκδικάσει αυτές, ούτε να κρίνει ότι πρέπει να επιβάλλει ποινή μεγαλύτερη των προβλεπομένων, ούτε πολύ περισσότερο να παραπέμψει για τον λόγο αυτόν την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο και συνεπώς ούτε το Δικαστήριο αυτό δύναται να θεμελιώσει ποτέ αρμοδιότητά του για την υπόθεση αυτή. Οπότε, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο.
β) Το Δικαστήριο για τους Συνοδικούς
Το Δικαστήριο αυτό έχει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 28 ν. 5383/1932) για την εκδίκαση των κανονικών παραπτωμάτων των μελών της Ιεράς Συνόδου (και ως τέτοια εννοείται η Διαρκής Ιεράς Σύνοδος), τα οποία τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επειδή, όμως ο Επίσκοπος Αμορίου ανήκει στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι ευχερώς αυτονόητο ότι το Δικαστήριο αυτό είναι αναρμόδιο για την εκδίκαση οποιασδήποτε αντικανονικής πράξεως αυτού. Οπότε και το Δικαστήριο αυτό δεν είναι αρμόδιο.
γ) Το Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Δικαστήριο
Το Δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των κανονικών παραπτωμάτων των Αρχιερέων (άρθρο 23 πργφ. 1 ν. 5383/1932). Το ερώτημα, όμως, είναι, ποιών Αρχιερέων; Της Εκκλησίας της Ελλάδος ή και της Ορθόδοξης Εκκλησίας εν γένει;
Η συνδυαστική ανάγνωση της πργφ. 1, που μόλις παρατέθηκε, και της πργφ. 2 του ιδίου άρθρου που ορίζει, ότι ο Αρχιερέας που καταδικάζεται στην ποινή της αργίας δεν μπορεί επί τριετία από το αμετάκλητο της καταδικαστικής αποφάσεως να αναλάβει συνοδικά καθήκοντα, και εάν είναι ήδη Συνοδικός εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού υπάγονται μόνον οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, αφού μόνον αυτοί μπορούν να είναι μέλη της Ιεράς Συνόδου αυτής. Και οπωσδήποτε η αναφορά της ως άνω διατάξεως σε «συνοδικά καθήκοντα» και «Συνοδικούς Αρχιερείς» αναφέρεται σαφώς στην Εκκλησία της Ελλάδος, στην οποία άλλωστε αφορά και ο ν. 5383/1932, και όχι στην Ιερά Σύνοδο κάθε Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οπότε, και το Δικαστήριο αυτό δεν είναι αρμόδιο.
Εν κατακλείδι, λαμβανομένων υπόψιν:
α) της επισκοπικής ιδιότητας του φερομένου ως αυτουργού κανονικών παραπτωμάτων Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αμορίου κ. Νικηφόρου,
β) της υπαγωγής του τελευταίου στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι της Εκκλησίας της Ελλάδος,
γ) των πολυμελών Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων που λειτουργούν στην Εκκλησία της Ελλάδος και
δ) της αρμοδιότητας αυτών (καθ’ ύλην, κατά τόπον και κατά πρόσωπον),
είναι σαφές ότι ουδεμία αρμοδιότητα θεμελιώνεται υπέρ των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος προς εξέταση ή εκδίκαση οποιουδήποτε πιθανού κανονικού παραπτώματος του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αμορίου κ. Νικηφόρου.
Υπό τον ισχύοντα νόμο 5383/1932, η ενέργεια της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να επιδώσει κλήση προς παροχή εξηγήσεων στον ως άνω Αρχιερέα ήταν εσφαλμένη από νομικής πλευράς και για τον λόγο αυτόν και άστοχη.
Οφείλεται, όμως, στην σύγχυση που έχει δημιουργηθεί, σχετικώς με το διακριτό των αρμοδιοτήτων τόσο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών ως επιχωρίου επισκόπου όσο και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όπως αποδεικνύεται από την απονομή και αναγνώριση αρμοδιότητας ενίοτε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (βλ. σφράγιση ιερού ναού) και ενίοτε στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο (βλ. επίδοση κλησεως προς παροχή εξηγήσεων στον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Αμορίου κ. Νικηφόρο).