«Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο». Η φράση αυτή του Ιησού που διασώζει ο ευαγγελιστής Μάρκος (Μάρκ. 2, 27) συνοψίζει το νόημα της ευαγγελικής διηγήσεως που διαβάζεται στη θεία Λειτουργία της Κυριακής και που προέρχεται από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.
«Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. ‘Ηταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. ‘Οταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: ‘Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου’. ‘Εβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε τον Θεό. Ο αρχισυνάγωγος, όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: ‘Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο’. Ο Κύριος του απάντησε: ‘Υποκριτή! Ο καθένας σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;’ Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς» (Λουκ. 13, 10-17).
Το θαύμα που επιτέλεσε ο Ιησούς στη Συναγωγή και τα λόγια που απηύθυνε προς τον Αρχισυνάγωγο αποτελούν μια καταδίκη της θρησκευτικής τυποκρατίας και υποκρισίας των Ιουδαίων και συγχρόνως υπογραμμίζουν την απέραντη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και όχι για τους θεσμούς που ο ίδιος έδωσε για την οργάνωση και τη ρύθμιση της ζωής του.
Πολλές φορές οι θεσμοί, οι νομικές διατάξεις και οι θρησκευτικοί τύποι γίνονται φραγμοί που παγιδεύουν τον άνθρωπο και καταπνίγουν την ελευθερία του. Αυτό συνέβη με τον ιουδαϊσμό της εποχής του Χριστού. Αυτό μπορεί να συμβεί και με τον χριστιανισμό κάθε εποχής, όταν οι άνθρωποι δεν πάρουν τον τύπο σαν μέσο αλλά σαν σκοπό, όταν δεν τον δουν σαν γέφυρα που οδηγεί στην ουσία της πίστεως αλλά σαν τρόπο εγωιστικής ικανοποιήσεως. Το σκαλοπάτι για τη θρησκευτική υποκρισία δεν βρίσκεται τότε μακριά. Όποιος δεν θέλει να αποδυθεί στο δύσκολο δρόμο της αγάπης και της θυσίας, περιχαρακώνεται μέσα στον εξωτερικό θρησκευτικό τύπο που σε τελευταία ανάλυση είναι ευκολότερος. Έτσι νομίζει ότι ξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις του απέναντι στον Θεό και στους ανθρώπους ή τουλάχιστον έτσι εμφανίζεται μέσα στην κοινωνία, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται μακριά από τον Θεό της αγάπης· ανήκει σ’ αυτούς που λέγουν «Κύριε, Κύριε», αλλά δεν εκτελούν το θέλημά του (Ματθ. 7, 21-22).
Μια τέτοια θρησκευτική υποκρισία και τυποκρατία ξεσκεπάζει ο Χριστός στη διήγησή μας. Ο αρχισυνάγωγος αγανακτεί, γιατί θεράπευσε ο Κύριος μια καμπουριασμένη γυναίκα κατά την ημέρα της σαββατικής αργίας. Πρόκειται περί υποκρισίας, γιατί οι ιουδαίοι εύρισκαν πάντοτε τρόπους νά παραβαίνουν την αργία του σαββάτου για το πότισμα των ζώων ή για άλλες αναγκαίες εργασίες.
Είναι υποκρισία όταν βρίσκει κανείς εύλογες δικαιολογίες για τη δική του συμπεριφορά, ενώ καταδικάζει την παρόμοια συμπεριφορά ενός άλλου. Κι αποτελεί δουλεία στον τύπο, όταν κλείνει κανείς τα μάτια του μπροστά στην αυτοπρόσωπη παρουσία της αγάπης του Θεού για να υπερασπισθεί το γράμμα του νόμου.
«Το γράμμα του νόμου οδηγεί στον θάνατο, ενώ το Πνεύμα δίνει ζωή», γράφει ο Απόστ. Παύλος στη Β’ προς Κορινθίους επιστολή του (3, 6). Ο χριστιανικός Θεός είναι Πνεύμα, κι όπου είναι το Πνεύμα του Θεού εκεί και η ελευθερία, μας βεβαιώνει πάλι ο ίδιος Απόστολος (Β’ Κορ. 3, 17). Η ελευθερία όμως δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ανεξέλεγκτη καταστρατήγηση του τύπου, αλλ’ ερμηνεία του με πνεύμα αγάπης· σημαίνει προτίμηση της ουσίας, όταν αυτή αχρηστεύεται και καταστρέφεται από τον τύπο- σημαίνει ακόμη προβάδισμα του νομοθέτου έναντι του νόμου.
Είναι απαραίτητο ακόμη νά προσθέσουμε και το εξής: Ο Θεός από αγάπη για τον άνθρωπο και με σκοπό τη σωτηρία του δημιούργησε μέσα στην ιστορία ορισμένους θεσμούς· όταν ο Υιός του Θεού θυσιάστηκε πάνω στο σταυρό, δεν το έκανε για τη διάσωση των θεσμών αυτών αλλά για τη λύτρωση του ίδιου του ανθρώπου, ακόμη κι από τούς θεσμούς που η αδυναμία και αμαρτία μετέβαλαν σε παγίδες θανάτου.
Ό Θεός έδειξε με διαφόρους τρόπους μέσα στην ιστορία το ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο. δεν δεσμεύθηκε όμως με κανένα απ’ αυτούς. Όταν ο ισραηλιτικός λαός απέκρουσε τη θεία αγάπη, ο Θεός στράφηκε στους εθνικούς. Το να ανήκει κανείς εξωτερικά σ’ ένα σχήμα δεν άποτελεί εχέγγυο σωτηρίας.
Για τους Ισραηλίτες που καυχόνταν ότι είναι παιδιά του Αβραάμ και συνεπώς δικαιωματικά τους ανήκουν οι υποσχέσεις του Θεού, λέγει η Γραφή ότι «ο Θεός, ακόμη κι από τις πέτρες μπορεί να κάνει απογόνους του Αβραάμ» («ο Θεός δύναται εκ των λίθων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ», Ματθ. 3, 9. Λουκ. 3, 8). Η ίδια προειδοποίηση ισχύει, και μάλιστα πιο αυστηρή, σ’ όσους ανήκουν τυπικά και εξωτερικά στην Εκκλησία, στο νέο λαό του Θεού. Ο τύπος μόνος του δεν σώζει τον άνθρωπο- όταν μάλιστα δεν κινητοποιείται από την άγάπη, τότε δεν προσφέρει καμμιά εγγύηση θρησκευτικής γνησιότητας. Η πραγματική θρησκεία βρίσκεται στην αγάπη, στην ελευθερία από τον τύπο, ο οποίος βέβαια είναι απαραίτητος μόνο όταν ως εξωτερικό πλαίσιο έχει μέσα του την αγάπη.