Ο κλοιός γύρω από τους φιλολογούντες πρώην και νυν Ιεράρχες της αδελφής Ρωσικής Εκκλησίας σφίγγει τόσο, ώστε αν έχουν εκκλησιολογική συνείδηση θα πορευτούν ευθείαν στην αποδοχή του ιεροκανονικώς τετελεσμένου.
Ίσως κανείς τους δεν σκέφτηκε καλά, όπως και οι άλλοι των άλλων Εκκλησιών, οι οποίοι εύκολα γραφίδα και γλώττα χρησιμοποιούν κατά της Μητέρας τους Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ότι όταν όλα ξεκαθαρίσουν, σε τίποτα δεν θα μπορέσουν να εγκαλέσουν κανονικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο από Κιέβου Μητροπολίτης Ονούφριος και οι περί αυτόν Ιεράρχες είναι, κατά τα φαινόμενα, υπόλογοι ενώπιον της προϊσταμένης τους αρχής, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για απείθεια, φατρία και τυρεία. Αυτό, γιατί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην Ενωτική Σύνοδο την οποία συγκάλεσε ο Προκαθήμενος τους, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Το άσχημο μάλιστα είναι η πληροφορία που κυκλοφορεί, ότι επέστρεψαν τις προσκλήσεις στον Πρώτο τους, ενώ θα μπορούσαν να έχουν τον από Κιέβου Ονούφριο, προκαθήμενο της Αυτοκεφάλου.
Μετά την άρση του Πατριαρχικού Γράμματος του Διονυσίου Δ’, ο Κιέβου Ονούφριος, όπως και ο πρώην Κιέβου Φιλάρετος και όλοι οι Αποστολική διαδοχή κατέχοντες Ιεράρχες εν Ουκρανία, είναι πλέον Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου. Άρα η άρνησή τους να συμμετάσχουν σε Σύνοδο την οποία συγκαλεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους καθιστά υπόλογους ενώπιον των κανονικών αρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή μετά τις 6 Ιανουαρίου, εφόσον το Οικουμενικό Πατριαρχείο θελήσει, της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Πως απέκτησε η Μόσχα το δικαίωμα του χειροτονείν τον Κιέβου
Ο φόβος της Πολωνίας έναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξ όσων μπορούμε να κατανοήσουμε από την ιστορία, λειτούργησε καταλυτικά στα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση του Πατριαρχικού Γράμματος του 1686 που έδωσε στον Μόσχας το δικαίωμα του χειροτονείν τον Κιέβου.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1683 ο εκλεγμένος από δημοκρατικές εκλογές Βασιλιάς της Πολωνίας Ιωάννης Γ΄, νίκησε τους Οθωμανούς στην πολιορκία της Βιέννης, αναγκάζοντάς τους να αποχωρήσουν άπρακτοι από τα σχέδια προέλασης τους στην Ευρώπη. Το Βασίλειο της Πολωνίας, που τότε εκτείνονταν από την Μαύρη έως την Βαλτική Θάλασσα, προστάτευσε, με την νίκη του αυτή, την Ευρώπη από το Ισλάμ. Μάλιστα ο Πάπας της Ρώμης θέλησε να επιβραβεύσει τον Ιωάννη δίδοντας του το στέμμα του Καίσαρος, πράγμα το οποίο δεν κατέστη δυνατό λόγω του αιφνίδιου θανάτου του υπέρβαρου Μονάρχη.
Ο Ιωάννης λοιπόν, κατά ακρίβεια το Πολωνικό Κοινοβούλιο, απαγόρευσε την είσοδο στο Πολωνικό Βασίλειο από το 1676 ανθρώπων που προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, η Λευκορωσία, η Πολωνία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Μολδαβία, περίπου στα σημερινά τους όρια, ήταν έδαφος του Πολωνικού κράτους και συνόρευαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Πολωνός Βασιλιάς, θέλοντας να αποφύγει την κατασκοπεία των Οθωμανών, η οποία αναπτύσσονταν σύμφωνα με ιστορικούς από «επιταγμένους ρασοφόρους» ή ψευδορασοφόρους, τάχα προερχομένους εκ του Αγίου Όρους και της Κωνσταντινουπόλεως, απαγόρευσε το 1676 την είσοδό των «Οθωμανών πολιτών» στο Βασίλειο του και μάλλον τα ταξίδια Πολωνών προς τα κάτω.
Εκμεταλλευόμενη η Μόσχα την κατάσταση αυτή, άσκησε ασφυκτικές πιέσεις στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Δ΄ ο οποίος αναγκάστηκε να εκχωρήσει «άχρι καιρού» το δικαίωμα της χειροτονίας του Κιέβου στον Μόσχας, πράγμα το οποίο δεν πρέπει να συνέβη αρκετές φορές αφού εκλέγονταν ως Κιέβου, ήδη χειροτονημένοι Επίσκοποι. Είχε προηγηθεί η μετάβαση του νεοεκλεγέντος από Λουτσκ σε Κιέβου Γεδεών το 1685, στη Μόσχα για να λάβει την «αναγνώριση και πατριαρχική ευλογία», αφού μάλλον δεν μπορούσε να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Η κίνηση του όμως αυτή δεν έγινε αποδεκτή από το Κίεβο, αφού και ο προκάτοχος του Κιέβου Διονύσιος ο από Λουτσκ επίσης, είχε αρνηθεί να πάει στην Μόσχα και πιθανόν να κατάφερε να μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Αδιάψευστος μάρτυς των γεγονότων εκείνης της περιόδου ήταν ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄.
Τον ίδιο χρόνο (1686) με την συνθήκη του Γκζυμουλτόβσκι, το Κίεβο και τα ανατολικά μέρη της Ουκρανίας αποσπώνται από το Πολωνικό Βασίλειο και προσαρτώνται στο Ρωσικό, το δε Πολωνικό Βασίλειο «αποφασίζει», πιθανώς πιεζόμενο από τους αντισυμβαλλόμενους την υπαγωγή της ορθοδόξου Εκκλησίας της περιοχής, στην Μόσχα.
Το 1791 η Μητρόπολη Λευκορωσίας με έδρα το Μοχίλεφ, ότι έμεινε δηλαδή ορθόδοξο από την παλαιά Εκκλησία του Πολωνικού Βασιλείου, συγκαλεί Κληρικολαϊκή Σύναξη Ορθοδόξων, η οποία για περίπου δύο χρόνια συνεδριάζει και αποφασίζει το 1793 να μην έχει αναφορά στη Μόσχα και να γυρίσει πίσω στην Μητέρα Εκκλησία, την Κωνσταντινούπολη, με πιθανό σκοπό αυτής της πράξεως να λάβει Αυτοκέφαλο για την Εκκλησία της Πολωνίας.
Εν τω μεταξύ την ίδια χρονιά ο Ρωσικός Στρατός επέδραμε και κατέλαβε τις περιοχές της ανατολικής Πολωνίας, με τη Γερμανία να καταλαμβάνει τις δυτικές και την Αυστροουγγαρία τις νότιες, με αποτέλεσμα το Πολωνικό κράτος από το 1795 και για 123 χρόνια να εξαφανιστεί. Πολλοί θεώρησαν ότι αυτό συνέβη για την Πολωνία, εξαιτίας του ότι επέβαλαν την Ουνία στους Ορθοδόξους με την Σύνοδο του Μπρεστ. Οι Οθωμανοί από την άλλη πλευρά με την τρομάρα τους μετά την ήττα από τους Πολωνούς, ακόμα και τότε που δεν υπήρχε Πολωνικό κράτος, διατηρούσαν στην Κωνσταντινούπολη Πολωνό πρέσβη. Ενώ όταν αυτός δεν υπήρχε, κρατούσαν την θέση του κενή, δίπλα στον Ρώσο.
Εκλιπόντων των ανωτέρω λόγων, αφού πριν 100 χρόνια έχει δημιουργηθεί το 1918 Πολωνικό κράτος, που περιλαμβάνει και την σημερινή πρωτεύουσα της Λιθουανίας και τμήματα της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, η τοπική εκκλησία ζητά, με αρωγή του λεγόμενου δεύτερου Πολωνικού Κράτους την υπό του Οικουμενικού Θρόνου απόσπαση της με χορήγηση αυτοκεφαλίας το 1924. Η Κωνσταντινούπολη δίδει αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Πολωνίας. Ο Βαρσοβίας Διονύσιος έως το 1945, όπου κι αλλάζουν τα σύνορα, με την δημιουργία του τρίτου Πολωνικού κράτους, ως Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας φέρει στον τίτλο του και το Μέγας Αρχιμανδρίτης της Λαύρας του Ποτσάεφ. Θα μπορούσαμε λοιπόν να ακούσουμε ότι αφού υφίσταται Εκκλησία της Πολωνίας, αυτή είναι υπεύθυνη για την Εκκλησία στην Ουκρανία, μιας και ιστορικά αρκετό καιρό υπήγετο υπ’ αυτήν.
Με αυτά και με άλλα, ήρθη το γράμμα του Διονυσίου Δ’ και οι εκ Μόσχας χειροτονία λαβόντες, επέστρεψαν στην Μητέρα τους Κωνσταντινούπολη. Αρέσει δεν αρέσει.
Ζήτω η νεότευκτος Εκκλησία της Ουκρανίας.