Την Παρασκευή το απόγευμα πραγματοποιήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ επιστημονική ημερίδα με θέμα: «Θέματα Συστηματικής Θεολογίας στο Μάθημα των Θρησκευτικών». Την ευθύνη για την οργάνωση της ημερίδας είχε ο Επικ. Καθηγητής Αθ. Στογιαννίδης και η Επικ. Καθηγήτρια Μ. Ράντζου.
Προσκεκλημένη ομιλήτρια της εν λόγω ημερίδας ήταν η Mirjam Schambeck, Καθηγήτρια Θρησκευτικής Παιδαγωγικής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Freiburg (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg), και η οποία επισκέφθηκε το Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus+.
Η ημερίδα ξεκίνησε με την εισήγηση της Καθηγήτριας Mirjam Schambeck. Τίτλος της εισήγησής της ήταν: «Θεολογικά Θέματα και η Διδακτική των Θρησκευτικών – Για ποιον λόγο το θεολογικό μοντέλο της Συσχέτισης δεν έχει “ξοφλήσει”». Η κα. Schambeck ανέλυσε το όλο θέμα έχοντας ως σημείο αφετηρίας το θεολογικό σχήμα της Συσχέτισης / Συνάντησης (Korrelation) του Προτεστάντη Θεολόγου Paul Tillich. Βασική θέση της εισηγήτριας ήταν ότι οι ενδιατρίβοντες στη θεολογική επιστήμη, όπως είθισται, δεν έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν τα θεολογικά θέματα στηριζόμενοι σε μία λογική της Συσχέτισης (Συνάντησης), δηλ. μέσα από τις εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι, και με σκοπό να μιλήσουν στις εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι.
Σήμερα, ο λόγος για τον οποίο τα θεολογικά περιεχόμενα στο Μάθημα των Θρησκευτικών θεωρούνται μία ιδιαιτέρως δύσκολη υπόθεση, δεν οφείλεται στην περιπλοκότητά τους. Τέτοιου είδους περιεχόμενα είναι επίσης και τα μαθηματικά. Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα: Τα θεολογικά ερωτήματα τίθενται με δυσκολία ως θέματα συζήτησης μέσα στην τάξη, διότι για πάρα πολλούς μαθητές οι παραστάσεις και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται για τη διατύπωση της πίστης, αλλά και ο θεολογικός λόγος εν γένει, είναι πράγματα εντελώς ξένα γι’ αυτούς, και ως εκ τούτου δεν αποτελούν πλέον πειστικά σχήματα για να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους.
Ως εκ τούτου, ένα πρωταρχικής σημασίας έργο τόσο της Συστηματικής όσο και της Πρακτικής Θεολογίας, είναι να εντοπίσει «μέσους όρους» μεταξύ των προσωπικών πεποιθήσεων και των παραδόσεων της πίστης. Η κα. Schambeck χαρακτήρισε αυτούς τους «μέσους όρους» ως «Λέξεις-Κλειδιά» (Chiffren). Οι λέξεις-κλειδιά αναλαμβάνουν έναν διαμεσολαβητικό έργο κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας- μάθησης. Μπορεί να ανήκουν τόσο στα γλωσσικά παίγνια της καθημερινότητας όσο και σ’ εκείνα της θεολογίας. Η σπουδαιότητά τους διαφαίνεται μόνο από το ότι αναλαμβάνουν μεταξύ δύο «κόσμων» έναν ρόλο διαμεσολαβητή, χάρη στον οποίον επιτυγχάνεται ο διάλογος και η αναζήτηση πάνω σε θέματα υπαρξιακού ενδιαφέροντος. Ένα πολύ πρόσφορο παράδειγμα λέξης-κλειδιού για την εφαρμογή μιας Θεολογίας της Συσχέτισης (Συνάντησης) είναι και το ερώτημα για το τι είναι η ευτυχία, ένα ερώτημα το οποίο μεταγράφεται θεολογικά ως το ερώτημα για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Τέλος, η κα. Schambeck παρουσίασε τρόπους με τους οποίους οι μετανεωτερικές αντιλήψεις περί ευτυχίας μπορούν να συμβάλουν σε μία επαναδιατύπωση των θεολογικών προσεγγίσεων περί σωτηρίας· ταυτόχρονα, αναφέρθηκε και στον τρόπο με τον οποίον οι θεολογικές προσεγγίσεις περί σωτηρίας μπορούν να συμβάλουν σε μία ανάπτυξη και εμβάθυνση των μετανεωτερικών αντιλήψεων περί ευτυχίας.
Ο Καθηγητής Ι. Κουρεμπελές παρουσίασε εισήγηση με θέμα: «Δογματική Θεολογία και πρόταση λογικής παιδείας: βασικά δομικά εργαλεία του θεολογικού λόγου». Ο κ. Κουρεμπελές αναφέρθηκε στα εργαλεία του θεολογικού λόγου, επιχειρώντας με συγκεκριμένη παραδειγματολογία, να αναλύσει τη σημασία της ομοουσιότητας του Χριστού με τον όλο άνθρωπο. Έτσι, δια της παράθεσης στοιχείων από τον Ακάθιστο Ύμνο και τη συγγραφή του Ιωάννη Δαμασκηνού, έφερε στο προσκήνιο τη θεολογική έννοια της “ενσυναίσθησης” και της παιδαγωγικής της αξίας της για την διδακτική πράξη που βασίζεται στην ανάπτυξη του λόγου.
Ο Αναπλ. Καθηγητής Στ. Τσομπανίδης παρουσίασε το θέμα «θεωρία πράξεως επίβασις. Η παιδαγωγική σπουδαιότητα της σύνδεσης θεολογίας και κοινωνικής πραγματικότητας». Ο κ. Τσομπανίδης διατύπωσε τη θέση ότι η Συστηματική Θεολογία οικοδομείται πάνω σε τρεις θεμελιώδεις άξονες: το Δόγμα, την Ηθική και την Οικουμενική Θεολογία και προσπάθησε να δείξει ότι το σχολικό θρησκευτικό μάθημα πρέπει να έχει σχέση προς τη συγκεκριμένη πράξη και ζωή· υπογράμμισε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι το Δόγμα δεν γεννάται μέσα από μία διανοητική ενασχόληση, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα εμπειρίας· έτσι τονίστηκε η στενή σχέση Δόγματος και Ηθικής, θεωρίας και πράξης. Προέκταση της παραπάνω σχέσης είναι και η ανάπτυξη της Οικουμενικής Θεολογίας, ως κίνησης συνάντησης με τον άλλον· και η κίνηση αυτή δεν υπαγορεύεται από κάποια δεοντολογία, αλλά συνιστά καρπό βίωσης της στενής σχέσης Δόγματος και Ηθικής. Ο άνθρωπος που γεύεται εν Χριστώ την κοινωνία των προσώπων, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει αβίαστα τη συνάντηση και τον εναγκαλισμό του άλλου, του διαφορετικού.
Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην Ελλάδα σήμερα, επειδή ακριβώς σχετίζεται με την παραπάνω θεολογική συνάφεια και επειδή (οφείλει να) λαμβάνει υπόψη του τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες καθώς και το ότι όλες σχεδόν οι κοινωνίες έχουν ένα χαρακτήρα πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό και πολυθρησκειακό, δεν μπορεί να αδιαφορεί για την ανάγκη επικοινωνίας και γνωριμίας με τον διαφορετικό· και ως εκ τούτου, οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη διάσταση αυτή κατά τη φάση συγκρότησης των περιεχομένων του. Το γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο ομιλητής είναι ότι η θεωρητική ώρα του μαθήματος χρειάζεται να βρίσκει την επαλήθευσή της στη συγκεκριμένη πράξη. Διαφορετικά οι μαθητές/τριες σταματούν να ενδιαφέρονται και τους δημιουργείται μια εικόνα νεκρής παράθεσης παρωχημένων θρησκευτικών αντιλήψεων.
Η εισήγηση της Αναπλ. Καθηγήτριας Β. Μητροπούλου είχε ως τίτλο «Οι Δογματικοί όροι στο Μάθημα των Θρησκευτικών». Η εισηγήτρια ανέφερε ότι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών περιλαμβάνει δυο επίπεδα: το επιστημονικό, το οποίο αφορά το γνωσιολογικό χαρακτήρα του και το διδακτικό, που αφορά στο σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για να καταστεί σαφές το περιεχόμενο της θεολογικής επιστήμης. Κατά τη διδακτική προσέγγιση του περιεχομένου είναι απαραίτητο να τηρηθούν κάποιες ερμηνευτικές σταθερές ώστε αυτές να διευκολύνουν τον μαθητή για τη μεταφορά της σκέψης του και σε υπερβατικές περιοχές. Σε επιστημονικό επίπεδο επιχειρείται με τους προς πρόσληψη όρους να καταστεί συνειδητό ότι θρησκευτικό βίωμα και πρακτικές ζωής είναι συνυφασμένα.
Σε διδακτικό επίπεδο απαιτείται από τους μαθητές διανοητική ετοιμότητα και παιδεία ώστε να κατανοήσουν, τα βαθύτερα θεολογικά μηνύματα. Δογματικοί όροι θεωρούνται εκείνοι που αναφέρονται στη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας. Η κατανόησή τους συνδέεται: (α) με την ιδιοτυπία της θρησκευτικής γλώσσας, (β) με το θρησκευτικό γραμματισμό και (γ) με τις νοητικές δυνατότητες του μαθητή. Με βάση τα δυο πρώτα ο χαρακτήρας των δογματικών όρων θεωρείται συμβολικός, τυπολογικός και αναλογικός. Κατά τη διδασκαλία τους απαιτείται εναρμόνιση των νοητικών απαιτήσεων της μαθησιακής ύλης με τις γνωστικές ικανότητες και νοητικές δυνατότητες του μαθητή.
Συνεπώς ένα ζήτημα που προκύπτει είναι ο εναρμονισμός μεταξύ του περιεχομένου του Μαθήματος των Θρησκευτικών και των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών. Μια μαθησιακή ύλη με δογματικούς όρους ανώτερη των γνωστικών ικανοτήτων των μαθητών οφείλει να τους αναγκάζει να καταβάλλουν αυξημένη διανοητική προσπάθεια για την επεξεργασία (των όρων), εντός, όμως, των νοητικών δυνατοτήτων τους. Στα πλαίσια μεταπτυχιακής εργασίας και με την χρήση της ερευνητικής μεθόδου της Ανάλυσης Περιεχομένου επιχειρήθηκε ο εντοπισμός των δογματικών όρων οι οποίοι χρησιμοποιούνται στα νέα Προγράμματα Σπουδών Γυμνασίου και Λυκείου στα Προσδοκώμενα Μαθησιακά Αποτελέσματα, στις Βασικές Έννοιες και στις Προτεινόμενες Δραστηριότητες. Τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν μεγαλύτερο πλήθος δογματικών όρων στο Γυμνάσιο από το Λύκειο.
Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Επικ. Καθηγητή Αθ. Στογιαννίδη, ο οποίος και ανέπτυξε το θέμα «Ανθρώπινες εμπειρίες και θεία αποκάλυψη: Η παιδαγωγική σημασία του Χριστολογικού Δόγματος» της Χαλκηδόνας. Ο εισηγητής επεσήμανε ότι: Αν το Χριστολογικό δόγμα της Χαλκηδόνας επισημαίνει τη δυνατότητα χαρισματικής κοινωνίας Θεού και ανθρώπου, και αν υπογραμμίζεται ότι στην κοινωνία αυτή ο άνθρωπος δεν προσέρχεται μισός αλλά ολόκληρος, τότε προκύπτουν τρεις συνεπαγωγές για τη Θρησκευτική Παιδαγωγική, οι οποίες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: (α) Η Φιλοσοφία της Παιδείας με μία ορθόδοξη θεολογική ματιά, προτείνει τη λειτουργική συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, στο πνεύμα και στη λογική, στην πνευματικότητα και στο στοχασμό, στη θρησκευτική εμπειρία και στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. (β) Εφόσον ο ίδιος ο Θεός φανερώνει τη λειτουργική ενότητα των νοητών και αισθητών πραγμάτων, τότε ο άνθρωπος όταν αναφέρεται στον Θεό δεν είναι ανάγκη να αυτοαιχμαλωτίζεται στο πνεύμα του· έχει κάθε δικαίωμα να λάβει υπόψη και το σώμα του. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα της βιωματικής διδασκαλίας, ως δηλ. μίας διδακτικής διαδικασίας, η οποία δεν απευθύνεται μόνο στο νοητικό-γνωστικό επίπεδο των μαθητών, αλλά συνυπολογίζει όλες τις δυνάμεις της ύπαρξής του. (γ) Αξιοποιώντας διδακτικά το σύμβολο, προκειμένου να μιλήσουμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία εντός του Μαθήματος των Θρησκευτικών, δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας, ότι η μεταφορική και αλληγορική ερμηνεία αποσκοπεί στη σύζευξη μεταξύ ορατού και νοητού κόσμου και όχι στη διάξευξή τους. Έτσι, εν προκειμένω, η μεταφορική ερμηνεία θέλει να φανερώσει την καθολικότητα της χαρισματικής ζωής της Εκκλησίας και κυρίως να τονίσει ότι δεν είναι αναγκαίο να απωλέσει η ανθρώπινη φύση τις ιδιότητές της προκειμένου να χαριτωθεί μέσα στη φωτοχυσία του Αγίου Πνεύματος.