Μόλις χθές ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος ανακοίνωσε ότι επέβαλε στον δημοσιογράφο Δ. Βερύκιο την ποινή του αφορισμού για βλασφημία, με αφορμή μια ανάρτηση του τελευταίου στο Διαδίκτυο, δίχως όμως και να προσδιορίσει τον ιερό κανόνα, στον οποίο θεμελιώνεται το κανονικό παράπτωμα. Και το τονίζω αυτό, διότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή ποινής και στην εκκλησιαστική δικονομία είναι ο καθορισμός της τιμωριτέας πράξεως και η επίκληση ενός ή περισσοτέρων ιερών κανόνων για την θεμελίωσή του. Για να μην αναφερθώ και στο δικαίωμα απολογίας του κατηγορουμένου.
Η δήλωση αυτή – αν πληροί τις προϋποθέσεις μιας δικαστικής αποφάσεως – είναι ιδιαιτέρως σοβαρή για τον «αφορισθέντα», διότι η αρχή της καθολικής ισχύος της εκκλησιαστικής ποινής που ισχύει στο Κανονικό Δίκαιο, θα επηρεάζει στο διηνεκές την ζωή του Δ. Βερύκιου, ως ισχύουσα σε όλη την Ορθόδοξη Οικουμένη.
Βεβαίως, και μόνον ο τρόπος της ανακοινώσεως δεν προδιαθέτει για την βασιμότητα και την σοβαρότητα του εγχειρήματος του Σεβασμιωτάτου να απονείμει δικαιοσύνη. Παρά ταύτα, νομίζω ότι είναι χρήσιμο, να δούμε, αν η ανακοίνωση αυτή έχει νομοκανονική θεμελίωση.
Ο ισχύων νόμος 5383/1932 «» καλώς ή κακώς και κατ’ αντίθεσιν προς τους ιερούς κανόνες, εξήρεσε τους λαϊκούς από την δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, επιφυλάσσοντας υπέρ των τελευταίων την εξουσία κρίσεως μόνον για τους κληρικούς και τους μοναχούς. Έτσι, κατά το άρθρο 1 αυτού: «Προς διατήρησιν της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και προς τιμωρίαν των υποπεσόντων εις παράπτωμα ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών κληρικών και μοναχών καθίστανται τα εξής Εκκλησιαστικά Δικαστήρια:…..».
Περαιτέρω, κατά τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, η αρμοδιότητα για την επιβολή της ποινής του αφορισμού ανήκει στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας. Η διάταξη του άρθρου 4 στοιχ. θ΄ δεν αφήνει κανένα περιθώριο ερμηνείας ορίζοντας ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας: «θ) Ἀποφασίζει διὰ τὴν ἐπιβολὴν ποινῆς ἀφορισμοῦ κατὰ τὰ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ὁριζόμενα.».
Συνεπώς, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας λανθάνει στην συγκεκριμένη περίπτωση, ως προς το ποια εκκλησιαστική αρχή έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει τέτοια ποινή, υπερβαίνοντας τη δική του δικαιοδοσία κρίσεως και αντιποιούμενος την αρμοδιότητα του συνοδικού οργάνου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Αλλά και οι ιεροί κανόνες ουδεμία βάση παρέχουν για την κανονική θεμελίωση της ενέργειας αυτής του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Προκειμένου το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας να επιληφθεί του κανονικού παραπτώματος, που θεωρητικώς έχει τελέσει ο δημοσιογράφος Δ. Βερύκιος, θα έπρεπε κατά τους ιερούς κανόνες να θεμελιώνει την αρμοδιότητά του τόσο κατά τόπον, όσο και καθ’ ύλιν και κατά πρόσωπον
Α. Στην περίπτωση της κατά τόπον αρμοδιότητας, το εν λόγω Δικαστήριο θα έπρεπε να θεμελιώνει την αρμοδιότητά του είτε στην αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας είτε στην αρχή της εντοπιότητας.
Συμφώνως προς την αρχή της κανονικής δικαιοδοσίας θα έπρεπε ο Δ. Βερύκιος ή να έχει βαπτισθεί από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας ή να κατοικεί εντός των γεωγραφικών ορίων της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως, ανεξαρτήτως αν το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου έχει τελεσθεί εντός ή εκτός των γεωγραφικών ορίων της.
Συμφώνως προς την αρχή της εντοπιότητας, θα έπρεπε το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου να έχει τελεσθεί εντός των γεωγραφικών ορίων της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.
Νομίζω ότι ο Δ. Βερύκιος ούτε έχει βαπτισθεί από τον Άγιο Καλαβρύτων ούτε κατοικεί εντός των γεωγραφικών ορίων της Ιεράς αυτής Μητροπόλεως αλλά ούτε και το φερόμενο κανονικό παράπτωμα τελέσθηκε εντός των γεωγραφικών ορίων αυτής. Οπότε, το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας δεν θα ήταν κατά τους ιερούς κανόνες κατά τόπον αρμόδιο για να κρίνει το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου.
Β. Στην περίπτωση της καθ΄ ύλιν αρμοδιότητας, το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θα μπορούσε να κρίνει το φερόμενο κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου, εφόσον οι συνέπειες αυτού δεν θα είχαν ξεπεράσει τα γεωγραφικά όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Άλλως, σε μια τέτοια περίπτωση, το κανονικό αυτό παράπτωμα μετατρέπεται σε ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος και οδηγεί σε ενεργοποίηση των αρμοδίων συνοδικών οργάνων. Ωστόσο, το φερόμενο κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου, πέραν του ότι δεν τελέστηκε καν εντός των ορίων της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, έλαβε σαφώς προεκτάσεις ευρύτερες, λόγω ακριβώς της χρήσεως του Διαδικτύου για την τέλεσή του. Οπότε, και υπό αυτήν την οπτική γωνία, το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας δεν θα ήταν αρμόδιο (καθ΄ ύλιν) κατά τους ιερούς κανόνες για να κρίνει το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου.
Γ. Στην περίπτωση της κατά πρόσωπον αρμοδιότητας το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θα θεμελίωνε καταρχήν αρμοδιότητα, εφόσον ο Δ. Βερύκιος ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο εκδηλώσει την βούληση του να μην ανήκει σ’ αυτήν. Έχω την αίσθηση ότι ο Δ. Βερύκιος δεν έχει εκδηλώσει τέτοια βούληση. Συνεπώς, κατά τους ιερούς κανόνες το Επισκοπικό Δικαστήριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας θα μπορούσε θεωρητικώς να κρίνει το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου, εφόσον όμως ήταν αρμόδιο και κατά τόπον και καθ’ ύλιν. Επειδή, όμως, όπως είδαμε παραπάνω, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το ως άνω Δικαστήριο δεν θα μπορούσε ούτε κατά τους ιερούς κανόνες να εκδικάσει το κανονικό παράπτωμα του Δ. Βερύκιου και να επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του αφορισμού.
Εν κατακλείδι, η ανακοίνωση αυτή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου δεν πληροί ούτε τις τυπικές ούτε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις μιας αποφάσεως εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Πρόκειται, μάλλον, περί αστεϊσμού, ο οποίος όμως εκφράσθηκε με υπερβάλλουσα σοβαρότητα, με αποτέλεσμα να εκληφθεί ως έγκυρη δήλωση βουλήσεως από επίσημο θεσμικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τέτοιες, όμως, ενέργειες θίγουν το κύρος του θεσμού της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, ο οποίος ήδη βάλλεται πανταχόθεν – και όχι αδίκως – για τα αδύνατα σημεία του.
Ούτως, ο επιβληθείς «αφορισμός» ουδεμία νομοκανονική υπόσταση έχει και είναι σαν να μην επιβλήθηκε ποτέ. Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί ότι υπάρχει κανονικό παράπτωμα, τότε θα πρέπει να επιληφθεί το αρμόδιο βάσει των παραπάνω εκκλησιαστικό δικαστήριο και αν κρίνει ότι η επιβλητέα ποινή είναι ανώτερη αυτής που του επιτρέπει ο νόμος 5383/1932 να επιβάλλει, ας παραπέμψει την υπόθεση είτε στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο είτε (στην περίπτωση του αφορισμού) στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας.