“Εγώ προσωπικές χαρές δεν έχω. Έχω τις δικές σας χαρές. Κάθε μέρα συνομιλώ με όλους σας. Συνδιαλέγομαι με τον καθένα χωριστά. Και είναι εκατομμύρια αυτές οι μορφές, που καλύπτουν τη σκέψη μου…
Πολύ μ΄ αρέσει ο διάλογος. Γιατί περισσότερο μέρος από την ομιλία των ανθρώπων είναι το μυστήριο. Να δέχομαι κόσμο στο Γραφείο μου, το θεωρώ ευλογία. Θυμούμαι αυτό που μου έλεγαν οι χωριανοί στην πατρίδα μου, όταν ήμουν Διάκονος: “Ήλθαμε να κοιταχθούμε”. Να η φιλοσοφία της ζωής…
Κάθε νύκτα, κατεβαίνω στο νάρθηκα της Εκκλησίας, κι όταν όλοι εσείς κοιμάσθε, εγώ προσθέτω έναν ακόμη διάλογο στους διαλόγους μου, με τον Αφέντη τον Χριστό και την Κυρά την Παναγιά. Για σας. Όλους εσάς. Εδώ στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ευρώπη, πανταχού…
Στη βαρειά μου ευθύνη, με ενισχύετε σεις, οι μεγάλοι Ρωμηοί, οι ίδιοι σ΄ όλη την Οικουμένη…”
Πατριάρχης Αθηναγόρας
Ε. Γαλάνη, Εκ Φαναρίου, Αθήναι 1968
Στις 7 Ιουλίου του 1972 , ημέρα της γιορτής της Αγίας Κυριακής ένας μεγάλος εκκλησιαστικός ηγέτης με το όνομα Αθηναγόρας αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο επιβλητικός ιεράρχης, που ξεκίνησε παιδί ακόμη από την Ήπειρο, υπηρέτησε με όλη του τη δύναμη την ενότητα μεταξύ των χριστιανών. Αυτό υπήρξε το όραμα και ο πόθος του. Δούλεψε σκληρά σε μια δύσκολη εποχή που οι έννοιες του διαλόγου και της ενότητας σχεδόν είχαν ξεχαστεί τόσο από την πλευρά των Ορθοδόξων, όσο και των υπολοίπων χριστιανικών Εκκλησιών. Εκείνος, όμως, άνοιξε δρόμους, τους οποίους μέχρι σήμερα περπατάμε, με κορυφαία στιγμή την πρόσφατη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, όπου ο συνεχιστής του οράματος του Αθηναγόρα, Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατάφερε αυτό που μέχρι χθες φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, παρά τα όσα επικριτικά κατά καιρούς έχουν γραφτεί, κυρίως από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, για τον τρόπο με το οποίο χειρίστηκε την παρουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Οικουμενική Κίνηση, αποτελεί κορυφαία προσωπικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που πρωτοστάτησε στην έξοδο της Ορθοδοξίας από τον απομόνωση και την εσωστρέφεια. Από πολύ νωρίς, ακόμη ως Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής, κατάλαβε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία και ιδιαιτέρως το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα πρέπει να δηλώσουν παρών στα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα της εποχής εκείνης.
Στον απόηχο δύο παγκοσμίων πολέμων, η μικρασιατική καταστροφή, οι βαλκανικοί πόλεμοι, ένας ψυχρός πόλεμος και εν τω μέσω όλων αυτών των συγκρούσεων, η συνεχιζόμενη διάσπαση των χριστιανών ανά τον κόσμο, ήταν αρκετά για να κάνουν τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να αναλάβει εξαιρετικά σπουδαίες και μοναδικά ιστορικές πρωτοβουλίες, δημιουργώντας ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και ευθύνης απέναντι στην ευαγγελική επιταγή του Χριστού για ενότητα των Εκκλησιών.
Ο ίδιος, χωρίς να διεκδικεί τον τίτλο του σπουδαίου θεολόγου, ήταν αυτός που ενέπνευσε θεολόγους της εποχής του να εμπλακούν και να ασχοληθούν με την μεγάλη αυτή ιδέα της ενότητας των Εκκλησιών. Ο δικός του ενθουσιασμός αλλά και οι πρωτοπόρες του ιδέες έγιναν το εφαλτήριο για μεγάλες θεολογικές προσωπικότητες, όπως αυτή του Χαλκηδόνος Μελίτωνος, του Εφέσσου Χρυσοστόμου και του τότε ακόμη αρχιμανδρίτου Βαρθολομαίου Αρχοντώνη και σημερινού Οικουμενικού Πατριάρχου, του Ιωάννη Καρμίρη, του Αμίλκα Αλιβιζάτου, του Νίκου Νησιώτη, του Αριστείδη Πανώτη, του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, του Γεωργίου Λαιμόπουλου κ.ά. Ο χορός αυτός των θεολόγων, με κορυφαίο τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, έδωσε το στίγμα μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας που ήξερε να σταθεί στο ύψος των ιστορικών στιγμών και περιστάσεων.
Μέσα από τα επίσημα κείμενα της εποχής εκείνης που φέρουν την υπογραφή του Πατριάρχη Αθηναγόρα, είτε ως επίσημες ομιλίες, είτε ως μηνύματα, καθώς και η αρθρογραφία και οι μελέτες των θεολόγων της εποχής αποτέλεσαν το κυρίως υλικό αυτής της εργασίας, η οποία προσπαθεί να δώσει μια πρώτη εικόνα της “χρυσής εποχής” της Οικουμενικής Κίνησης και να εξετάσει στιγμές της πορείας του Πατριάρχη Αθηναγόρα, από τα πρώτα του βήματα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας.
Η μελέτη της ιστορίας της Οικουμενικής Κίνησης της εποχής του πατριάρχη Αθηναγόρα μόνο με θετικά στοιχεία μπορεί να εφοδιάσει τον σύγχρονο θεολόγο. Η μαθητεία στον τρόπο με τον οποίο ο κορυφαίος ιεράρχης έδωσε το παρών στο γίγνεσθαι της εποχής του αποτελεί απόδειξη πως η Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν “διακονεί” την Οικουμένη , τότε και μόνο τότε δικαιούται να φέρει τον τίτλο της Μίας, Αγία και Καθολικής και της Οικουμενικής, απομακρυσμένη από τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, και την εσωστρέφεια.
Έχει περάσει μισός αιώνας από τη χρυσή εποχή της Οικουμενικής Κίνησης, όπως ονομάστηκε η περίοδος εκείνη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, με κορυφαίο εκφραστή της τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, θέτει τις βάσεις ώστε οι χριστιανικές Εκκλησίες Δύσης και Ανατολής να βρούνε το κοινό μονοπάτι της πορείας τους μέσα στον 20ο αιώνα. Χίλια χρόνια σιωπής και απομόνωσης δημιούργησαν κλίμα δυσπιστίας και εσωστρέφειας. Ο καθένας εγκλωβισμένος στις νέες του παραδόσεις οι οποίες δημιουργήθηκαν ερήμην του άλλου. Αυτό, όμως, που συνεχίζει να παραμένει το ίδιο και στους δύο είναι η ευαγγελική επιταγή “ίνα πάντες εν ώσιν”.
Στη γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μετά και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ ο ελληνισμός της Πόλης βρίσκεται “εν αιχμαλωσία”, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας καταφέρνει να ξεπεράσει τα όρια του Φαναρίου και να γίνει ο εμπνευστής μεγάλων ιστορικών στιγμών “συνάντησης” των Εκκλησιών. Αφήνει στην άκρη τις διαφορές και επικεντρώνεται στις ομοιότητες και στα χίλια χρόνια κοινής ιστορική πορείας και παράδοσης. Γνωρίζει πως οι όποιες θεολογικές διαφορές θα μπορέσουν να βρουν την επίλυση τους μόνο όταν οικοδομηθεί κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ξεπεράσουν τα φοβικά σύνδρομα του παρελθόντος.
Η κριτική την οποία δέχτηκε, αλλά και δέχεται μέχρι και σήμερα από μερίδα του θεολογικού και εκκλησιαστικού χώρου, πολλές φορές τον αδικεί. Για να μπορέσει κανείς να καταλάβει τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, θα πρέπει να πάψει να είναι απλά επικριτικός και μικρόψυχος. Θα πρέπει να μελετήσει τα κείμενα τα οποία φέρουν την υπογραφή του, καθώς και το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κλήθηκε να διακονήσει πρώτα την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και εν συνεχεία το Οικουμενικό του όραμα.
Ακόμη και ο πιο κακόπιστος δεν θα μπορούσε να μην δει πως η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέχρι και τις μέρες μας, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, κινείται στους άξονες και τις θεολογικές βάσεις οι οποίες τέθηκαν την εποχή του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Βεβαίως, από τη μελέτη των κειμένων της εποχής συνάγεται και ένα όχι και τόσο αισιόδοξο συμπέρασμα που αφορά κυρίως στο παρόν και το μέλλον της Οικουμενικής Κίνησης, διότι λείπει το θάρρος και ο πηγαίος ενθουσιασμός, στοιχεία τα οποία ο Πατριάρχης Αθηναγόρας διέθετε σε μεγάλο βαθμό.
Μάλλον ένας από τους θεολόγους της εποχής του που αποτύπωσε με τον πλέον γλαφυρό τρόπο το όραμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα καθώς και την αφετηρία αυτού του οράματος υπήρξε ο Ν. Νησιώτης ο οποίος στην ομιλία την οποία εκφώνησε στις 9 Ιουλίου του 1972 με θέμα “Ο Αθηναγόρας ήτο δ΄ όλους και εις όλας τας Εκκλησίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης”, έλεγε: “Ο Αθηναγόρας ήτο δύσπιστος έναντι των θεολόγων, αλλά ποιών θεολόγων; Μόνον έναντι εκείνων των οποίων το έργον περιορίζεται εις άγονον επανάληψιν σχολαστικών διατυπώσεων, εκείνων οι οποίοι παραμένουν απαθείς ενώπιον των απαιτήσεων των καιρών μας, εκείνων οι οποίοι περιορίζονται και οχυρούνται όπισθεν μονολιθικών δογματισμών, εκείνων οι οποίοι είναι αποκομένοι από την ζωήν, άνευ σχέσεων μετά των ανθρώπων και των προσδοκιών αυτών δια κάτι το νέον. Διότι υπάρχουν μεταξύ ημών των Ορθοδόξων πιστοί οι οποίοι περιμένουν από τους θεολόγους μίαν σκέψιν όντως ορθόδοξον εις την υπηρεσίαν της ανακαινίσεως, εν αγάπη προς εκείνους οι οποίοι αντιπροσωπεύουν άλλους πολιτισμούς και άλλες παραδόσεις. Σκεπτόμενος καλώς την στάσιν του, θα είπω ότι ο Αθηναγόρας ενεθάρρυνε τους θεολόγους να στηρίξουν την θεολογικήν των σκέψιν επί του πρωτείου της αγάπης, ως πρωταρχικής θεολογικής αρετής και θεμελιώδους κατηγορίας σκέψεως, λειτουργικής και δοξολογικής, τρεφομένης εκ του γεγονότος της Αναστάσεως. Επομένως πρόκειται περί αγάπης η οποία ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον συναισθηματισμόν, ή την στιγμιαίαν συγκίνησιν, αλλ΄ αποτελεί την θεμελιώδη κατηγορίαν της Εκκλησιολογίας και της Ορθοδόξου πνευματικής ζωής”.
Αντί οποιουδήποτε άλλου επιλόγου, ο παύλειος λόγος εκφράζει με απόλυτη πιστότητα την πορεία, τη ζωή και τις επιλογές του Πατριάρχη Αθηναγόρα: “Εγώ γαρ ήδη σπένδομαι, και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκεν. Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστην τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος κριτής, ου μόνον δε εμοί αλλά και πάσι τοις ηγαπηκόσι την επιφάνειαν αυτού”.
Προδημοσίευση από το βιβλίο του π. Ιουστίνου Κεφαλούρου “«Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α΄ και η συμβολή του στην οικοδόμηση του οράματος της ενότητας των χριστιανών»