Το δεύτερο ανάγνωσμα του Εσπερινού της 29ης Αυγούστου, ημέρας μνήμης της αποτομής της τιμίας κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου, συγκροτείται, σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από μεγάλα αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του προφήτη Μαλαχία. Το βιβλίο περιέχει τους λόγους ενός προφήτη, ο οποίος έδρασε κατά τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, μετά την αποπεράτωση της ανοικοδόμησης του κατεστραμμένου από τους Βαβυλώνιους ναού της Ιερουσαλήμ (515 π.Χ.), ίσως μεταξύ των ετών 470 και 460 π.Χ. Αυτό προκύπτει από το περιεχόμενο των προφητειών, αφού για τον ίδιο τον προφήτη απουσιάζουν από το βιβλίο οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία. Αμφιβολίες εγείρονται ακόμη και για το όνομά του, καθώς δεν είναι σαφές αν το όνομα του προφήτη, που στα εβραϊκά σημαίνει “Ο Αγγελιαφόρος μου”, είναι κύριο όνομα προσώπου ή προσηγορικό. Πάντως η περίοδος στην οποία αναφέρεται το βιβλίο είναι γενικά από τις πιο άγνωστες αλλά και πιο δύσκολες στην ιστορία του βιβλικού Ισραήλ.
Μισό σχεδόν αιώνα μετά την επιστροφή των εξορίστων στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι βλέπουν όλα τα όνειρά τους για αποκατάσταση να διαψεύδονται, καθώς παραμένουν υποταγμένοι στους Πέρσες και στη διάθεση των γειτονικών εχθρικών λαών, ενώ αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και τις πιο βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Η απογοήτευση του λαού αντικατοπτρίζεται στα γεμάτα αγανάκτηση λόγια ορισμένων που δεν διστάζουν να στραφούν ακόμα και κατά του Θεού: «Είναι άσκοπο να υπηρετεί κανείς τον Θεό. Τι κερδίσαμε που τηρήσαμε τις εντολές του και ικετεύσαμε με λιτανείες τον Παντοκράτορα Κύριο;» (Μαλ 3:14)
Αλλά και το ιερατείο δείχνει να έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην αξία και την ιερότητα της προαιχμαλωσιακής λατρείας (Μαλ 1:12-13· 2:13-14) και επομένως δεν δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό για τη σωστή τήρησή της (Μαλ 1:6-8). Αυτόν τον απογοητευμένο και αγανακτισμένο λαό καλείται να στηρίξει ο προφήτης και να τον διαβεβαιώσει για τη δικαιοσύνη και την πιστότητα του Θεού στη Διαθήκη.
Το περιεχόμενο του βιβλίου αποτελείται από έξι αυτοτελείς λόγους, οι οποίοι έχουν σχεδόν πανομοιότυπη δομή και στους οποίους συνυπάρχουν απειλές και υποσχέσεις σωτηρίας. Με τους λόγους του ο προφήτης καλεί ιερείς και λαό να ανανεώσουν την πιστότητά τους στη Διαθήκη τους με τον Θεό. Καταγγέλλει την αδιαφορία στην αυστηρή τήρηση των όρων της Διαθήκης, παράλληλα όμως διαβεβαιώνει ότι ο Θεός θα έλθει για να κρίνει και να εξαγνίσει τον λαό του, αφού προηγουμένως στείλει τον αγγελιαφόρο του για να προετοιμάσει το δρόμο του: «Ο Παντοκράτορας Κύριος λέει: Προσέξτε! Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου για να επιθεωρήσει τον δρόμο που θα πάρω. Τότε ο Κύριος, τον οποίο αναζητείτε, θα έλθει ξαφνικά στον ναό του, ενώ ο αγγελιοφόρος της διαθήκης, στον οποίο προσβλέπετε, είναι ήδη καθ᾿ οδόν» (Μαλ 3:1).
Η ταύτιση του εξαγγελόμενου στην παραπάνω προφητεία αγγελιαφόρου με τον Βαπτιστή Ιωάννη στον πρόλογο του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου εξηγεί την επιλογή της συγκεκριμένης περικοπής ως αναγνώσματος του εσπερινού της μνήμης της αποτομής της κεφαλής του Προδρόμου. Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον θεωρείται σήμερα από το σύνολο σχεδόν των ερμηνευτών ως το χρονικά αρχαιότερο ευαγγέλιο. Φαίνεται, κατά συνέπεια εντελώς φυσικό να αρχίζει ο ευαγγελιστής την αφήγησή του για τον αναμενόμενο λυτρωτή από εκεί που την είχε αφήσει το τελευταίο προφητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το βιβλίο του προφήτη Μαλαχία, ο οποίος σε όσους με ανυπομονησία ρωτούσαν: «Πού είναι ο Θεός που φροντίζει για το δίκαιο;» (Μαλ 2:17), απαντούσε με τη διαβεβαίωση ότι πλησιάζει ο καιρός που ο Θεός θα στείλει τον αγγελιοφόρο του για να προετοιμάσει τον δρόμο του.
Σ’ αυτήν την εξαγγελία του ο προφήτης χρησιμοποιεί το ίδιο φραστικό με το χωρίο Εξο 23:20, όπου ο Θεός διαβεβαιώνει τους Ισραηλίτες ότι θα σταθεί δυναμικά στο πλευρό τους κατά την πορεία τους στην έρημο. Υπενθυμίζοντας, λοιπόν, ο προφήτης στους ακροατές του τα λόγια με τα οποία ο Θεός είχε εγκαινιάσει στο παρελθόν τη νέα εποχή της σχέσης του με τον λαό του, τον διαβεβαιώνει ότι ο Θεός παραμένει σταθερός στην υπόσχεση που έδωσε με τη σύναψη της Διαθήκης και ότι θα παρέμβει και πάλι για να βγάλει τον λαό του από τα αδιέξοδα της μεταιχμαλωσιακής περιόδου: «Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας και δεν έχω αλλάξει· αλλά κι εσείς οι απόγονοι του Ιακώβ δεν απέχετε από τις ασεβείς πράξεις των προγόνων σας· παρεκκλίνατε από τους θεσμούς μου και δεν τους τηρήσατε. Επιστρέψτε σ᾿ εμένα και θα επιστρέψω κι εγώ σ᾿ εσάς, λέει ο Παντοκράτορας Κύριος» (Μαλ 3:6-7).
Όμως η αισιόδοξη εξαγγελία της άφιξης του αγγελιοφόρου του Θεού συνοδεύεται από μια ενοχλητική ερώτηση: «Ποιος, όμως, θα μπορέσει να σταθεί τη μέρα του ερχομού του ή ποιος στη θέα του ν᾿ αντέξει; Γιατί αυτός θα εισχωρήσει σαν τη φωτιά που πυρώνει το χωνευτήρι, σαν την ποτάσα αυτών που πλένουν· θα καθίσει να λιώσει και να καθαρίσει όπως κάνουν το ασήμι και το χρυσάφι· θα καθαρίσει τους Λευίτες και θα τους χυτεύσει σαν χρυσάφι και σαν ασήμι. Τότε θα προσφέρουν στον Κύριο θυσίες με τον ορθό τρόπο. Κι ο Κύριος θα ευαρεστηθεί με τις θυσίες του Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, όπως στα αρχαία χρόνια, τον παλιό καιρό» (Μαλ 3:2-4).
Κοινός τόπος του προφητικού κηρύγματος είναι η αναμονή μιας νέας επέμβασης του Θεού στην ιστορία του λαού του, η οποία δηλώνεται με τους όρους “ημέρα Κυρίου”, “ημέρα εκείνη”, “ημέρα επισκοπής” και περιγράφεται με ιδιαίτερα δραματικά χαρακτηριστικά, τόσο ως έναρξη της ένδοξης βασιλείας του Θεού όσο και ως ημέρα δίκαιης κρίσης και εκδήλωσης της οργής του Θεού. Ήδη από τον η΄ π.Χ. αιώνα ο προφήτης Αμώς αντιπαραθέτει στις εσφαλμένες αντιλήψεις των Ισραηλιτών, οι οποίοι, εμπιστευόμενοι στο προνόμιό τους ως εκλεκτός λαός του Θεού, ανέμεναν την “ημέρα Κυρίου” σαν ημέρα δόξας γι’ αυτούς, τη διαβεβαίωση ότι η επέμβαση του Θεού στην Ιστορία δεν θα είναι μέρα θριάμβου του λαού, μέρα χαράς και φωτός, αλλά μέρα οργής του Θεού κατά των αμαρτιών του Ισραήλ· θα είναι μέρα σκότους, δακρύων, σφαγής και τρόμου (Αμω 5:18-20· 8:9, 10, 13) και την ίδια θέση διατυπώνουν και οι επόμενοι προφήτες (πρβλ Ησα 2:10-21· Ιεζ 22:24· Θρη 2:22· Σοφ 1:14-18· Ιωη 1:15-20· 2:1-11). Σε όλα αυτά τα κείμενα υπόκειται η απειλή μιας εχθρικής επιδρομής από τους Ασσυρίους ή τους Βαβυλωνίους. Κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας, η αναμονή της “ημέρας Κυρίου” καθίσταται και πάλι αντικείμενο ελπίδας· μετά την τιμωρία του Ισραήλ, ο θυμός του Θεού θα πέσει πάνω σ’ όλους τους καταπιεστές του λαού του. Έτσι η “ημέρα Κυρίου” θα σημάνει την αποκατάσταση του Ισραήλ, καθώς θα είναι η μέρα του τελικού αγώνα του Θεού εναντίον των εχθρών του, μια κρίση που θα φέρει τη νίκη στους δικαίους και την καταστροφή στους αμαρτωλούς, όπως ακριβώς περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του προφήτη Μαλαχία (Μαλ 3,19-23).
Όμως και από αυτήν την αισιόδοξη περιγραφή δεν απουσιάζουν τα δραματικά στοιχεία. Ο προφήτης, μετά την εντονότατη κριτική του κατά του ιερατείου για διαφθορά και έλλειψη υπακοής στο θέλημα του Θεού, οραματίζεται τη δράση του “αγγελιοφόρου της διαθήκης” ως μια περίοδο δοκιμασίας και καθαρισμού που θα προετοιμάσει ιερατείο και λαό για την ορθή λατρεία του Θεού και την ανανέωση της σχέσης του μαζί του. Τα πιο ισχυρά καθαριστικά, φωτιά και ποτάσα, θα χρησιμοποιηθούν για τον καθαρισμό του λαού. Είναι χαρακτηριστικό στην προκειμένη περίπτωση το λογοπαίγνιο του προφήτη ανάμεσα στις ομόηχες εβραϊκές λέξεις· για την αποκατάσταση της καθαρότητας του λαού που προϋποτίθεται για τη συμμετοχή του στη λατρεία του Θεού, όπως προβλέπει η “διαθήκη” (μπερίθ) απαιτείται να χρησιμοποιηθεί “ποτάσα” (μπορίθ).
Η ανάγνωση του κειμένου αυτού στον τελευταίο πανηγυρικό Εσπερινό του λειτουργικού έτους λειτουργεί ως μια προειδοποίηση και μια πρόκληση για τους πιστούς όλων των εποχών. Οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής κατόρθωσαν να κλείσουν το στόμα του τελευταίου προφήτη αποκεφαλίζοντάς τον, το μήνυμά του όμως ηχεί ακόμα επίκαιρο, δυο χιλιάδες χρόνια μετά· το νέο λειτουργικό έτος που ανατέλλει πρέπει να βρει τους πιστούς έτοιμους να υποδεχτούν τον Χριστό.
*Ο Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.