Στην ανάγκη η Εκκλησία να ανοίξει τόσο έναν εσωτερικό διάλογο, όσο και έναν διάλογο με την Πολιτεία, για την εύρυθμη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων, στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού και της αναγνώρισης των διακριτών ρόλων και της ιστορίας του κάθε δημόσιου θεσμού, αναφέρθηκε, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, κατά την κήρυξη της έναρξης των εργασιών του συνεδρίου «Κανόνες της Εκκλησίας και Νόμοι της Πολιτείας», που ξεκίνησε σήμερα το απόγευμα στο Συνεδριακό Κέντρο Μελισσατίκων.
Όπως ανέφερε ο Μητροπολίτης Δημητριάδος, το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας είναι από τα βασικά θεμέλια που ρυθμίζουν τη ζωή και την ταυτότητα του εκκλησιαστικού σώματος, που αποτελούν την πρακτική εφαρμογή των εκκλησιαστικών αρχών της Θεολογίας. Τα μέλη της Εκκλησίας, οι πιστοί χριστιανοί, ζουν και πορεύονται πάντα στα όρια του Ελληνικού κράτους και υποχρεώνονται να υπακούουν και να τηρούν τους δημοκρατική ψηφισμένους νόμους της Πολιτείας και το Σύνταγμα.
Αυτό έχει αποτέλεσμα, ανέφερε, οι επίσκοποι και ιερείς να βρίσκονται σε δύο αντικρουόμενες διατάξεις του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και των νόμων της Πολιτείας και να ζουν έντονο δίλημμα για το δρόμο που οφείλουν να ακολουθήσουν, γεγονός που έχει προκαλέσει σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
«Η πρόσφατα συζήτηση για το ζήτημα της πολιτικής διαβεβαίωσης (λαθεμένα λεγόμενου όρκου) με αφορμή την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης ή του πολιτικού γάμου ή της ταφής και της καύσης των νεκρών ή του συμφώνου συμβίωσης, αναδεικνύει την ανάγκη η Εκκλησία να ανοίξει τόσο έναν εσωτερικό διάλογο, όσο και έναν διάλογο με την Πολιτεία, για την εύρυθμη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων, στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού και της αναγνώρισης εκατέρωθεν των διακριτών ρόλων της πλούσιας και σημαντικής ιστορίας του κάθε δημόσιου θεσμού», επισήμανε ο Μητροπολίτης.
Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της εταιρίας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Ιωάν. Κονιδάρης σε δηλώσεις του τόνισε ότι Εκκλησία και Πολιτεία είναι δύο θεσμοί που έχουν την ικανότητα πρωτογενώς να θεσπίζουν κανόνες για την επιτέλεση του έργου τους. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι Νόμοι με την ευρύτατη έννοια του όρου που θεσπίζει η Πολιτεία δεσμεύουν όλους τους κοινωνούς, ενώ αντιθέτως οι Κανόνες της Εκκλησίας δεσμεύουν μόνο τα μέλη της, τους πιστούς της.
«Στη χώρα μας πολύ συχνά Κανόνες της Εκκλησίας και Νόμοι της Πολιτείας συγκρούονται. Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται θέμα άρσης της σύγκρουσης και εναρμόνισης της νομιμότητας με την «κανονικότητα» τη συμφωνία δηλαδή με τους Κανόνες της Εκκλησίας», ανέφερε.
Τέλος, ο Θεόδωρος Παπαγεωργίου νομικός σύμβουλος της Ιεράς Συνόδου αναφέρθηκε στη σχέση κανόνων και νόμων της Πολιτείας όπως απεικονίζεται στην ελληνική νομολογία των δικαστηρίων και στην ευρωπαϊκή νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου.
Όπως εκτίμησε μπαίνουμε σε μία νέα φάση εξέλιξης των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Βαδίζουμε προς την κατεύθυνση μεγαλύτερη αυτονομίας της Εκκλησίας σε σχέση με τις παρεμβάσεις του κράτους. Όπως εξήγησε, περνάει στην ελληνική νομολογία η άποψη ότι η Πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα τόσο πολύ να καθορίζει μονομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την Εκκλησιαστική ζωή.
ΠΗΓΗ: magnesianews.gr