Τα όρια μεταξύ της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο και της εκκλησιαστικής κατήχησης στην ενορία καθώς και πρακτικές διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών απασχόλησαν την ημερίδα που διοργάνωσε χθες το απόγευμα το Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Τμήματος Θεολογίας Θεσσαλονίκης.
Με κεντρικό θέμα “Σχολική θρησκευτική αγωγή και ενοριακή εκκλησιαστική κατήχηση: Ιχνηλασία στα επιστημολογικά τους όρια”, καθηγητές θεολογίας από την Ελλάδα αλλά και τη Γερμανία επιχείρησαν να δώσουν διαφορετικές οπτικές στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Η ημερίδα σηματοδοτεί την έναρξη των Εκδηλώσεων Θεολογικού Λόγου και Τέχνης που διοργανώνει το Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ κατά τη διάρκεια του Μαϊου. Ξεκίνησε με τους χαιρετισμούς του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου και του προέδρου του Τμ. Θεολογίας κ. Παναγιώτη Σκαλτσή.
Ο κ. Κωνσταντίνου δήλωσε ότι “το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δράση και καλλιέργεια που γίνεται και πρέπει να γίνεται στην ενορία”.
“Το θέμα που διαπραγματεύεται η ημερίδα έχει απασχολήσει έντονα τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Πολιτεία και Εκκλησία σήμερα διαλέγονται για να καταλήξουν σε ένα μάθημα Θρησκευτικών που θα βασίζεται στην ορθόδοξη παράδοση και θα μελετά τη θρησκεία κριτικά” υποστήριξε ο κ. Σκαλτσής, συμπληρώνοντας ότι “εδώ είναι που διαφοροποιείται το μάθημα από την ενοριακή δράση”.
Τον κεντρικό ομιλητή της ημερίδας καθηγητή Πρακτικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Gottingen Dr. Bernd Schroder παρουσίασε ο επίκουρος καθηγητής του Τμ. Θεολογίας κ. Αθανάσιος Στογιαννίδης.
“Το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο: Μεταξύ Θρησκειολογίας και Κατήχησης” ήταν το θέμα της ομιλίας του Γερμανού Καθηγητή. Ο κ. Schroder παρουσίασε αρχικά το σημερινό τοπίο για το μάθημα των Θρησκευτικών στην Ευρώπη, μιλώντας για τα διαφορετικά μοντέλα διδασκαλίας και περιεχομένου του μαθήματος ανά χώρα και πώς αυτά εξελίσσονται. “Η θρησκευτική εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο θα πρέπει κατά κύριο λόγο να αποσκοπεί στην κατανόηση μεταξύ των διαφορετικών επιμέρους θρησκευτικών κοινοτήτων ενός κράτους”, υποστήριξε ο καθηγητής.
Για τον κ. Schrider, η θρησκευτική εκπαίδευση και αγωγή στο σχολείο θέτει συγκεκριμένους στόχους, όπως “να παρουσιάζει στους νέους ανθρώπους τις θρησκείες και τις ομολογίες ως υποδείγματα που κομίζουν προτάσεις και νοηματοδοτήσεις της ζωής. Να γνωρίζουν και να κατανοούν θρησκείες και ομολογίες με τις οποίες δεν έχουν καμία σχέση. Να κατανοήσουν τη σημασία που έχουν οι θρησκείες στη σύγχρονη κοινωνία και πώς μπορεί να προσδιοριστούν οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιών, θρησκευτικών κοινοτήτων και πολιτείας”.
Τέλος, υπογράμμισε ότι, “όλοι οι παραπάνω στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μόνο όταν το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τις αρχές των θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς και όταν αυτού του είδους το μάθημα συνεργάζεται στενά με άλλες ομολογίες και άλλες θρησκείες”.
Στη δεύτερη συνεδρία της ημερίδας, ο Δρ. Θεολογίας Πέτρος Παναγιωτόπουλος μίλησε για το “μάθημα Θρησκευτικών και ενοριακή κατήχηση: μεταξύ συμπληρωματικότητας και παραλληλίας”. Επεσήμανε ότι “η κατήχηση είναι ζήτημα ιεραποστολικής ευσυνειδησίας κι έχει να επιτελέσει το δικό της καθήκον. Οφείλει να μυσταγωγήσει τους πιστούς, να δώσει τις δικές της απαντήσεις στα διλήματα των καιρών, να προβάλει την ανθρωπιά και την ενότητα έναντι της διάσπασης καθώς και το οικουμενικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Της προσφέρεται η ευκαιρία να λειτούργησει συμπληρωματικά και να δώσει διεξόδους στον σύγχρονο άνθρωπο”.
“Σχολική θρησκυτική αγωγή και εκκλησιαστική κατήχηση: συγγενικές ή μη μαθησιακές διαδικασίες” ήταν το θέμα της εισήγησης του Δρ. Θεολογίας Ευάγγελου Πεπέ. Ο κ. Πεπές τόνισε ότι “οι σχέσεις της θρησκευτικής αγωγής και της εκκλησιαστικής κατήχησης εξαρτώνται από την αντιλήψη που κυριαρχεί για το τι και το πως διδάσκεται η ορθόδοξη αλήθεια. Χριστιανική διδασκαλία σημαίνει πρόσκληση προς τον πεπτωκότα άνθρωπο να υπερβεί τα όριά του”.
Ξενόφερτος όρος τα Κατηχητικά Σχολεία
Η επίκουρη καθηγήτρια του Τμ. Θεολογίας ΑΠΘ κ. Μαρία Ράντζου μίλησε για την “εκκλησιαστική κατήχηση σήμερα: προβληματισμοί και προοπτικές”. Αρχικά, ανέλυσε τον όρο κατήχηση και τη σημασία της για την Εκκλησία, λέγοντας ότι “η ενοριακή κατήχηση αποτελεί εργαλείο για την Εκκλησία. Δίνει πνοή και προοπτική σωτηριολογική στον άνθρωπο. Χρησιμοποιούμε τον όρο ενοριακή για να προσδιορίσουμε ότι κέντρο της κατήχησης είναι ο ναός, η ενορία, ξεφεύγοντας από πρακτικές παλαιότερων χρόνων που η κατήχηση γινόταν και σε σπίτια από τις χριστιανικές οργανώσεις”.
Η κ. Ράντζου εξήγησε ότι “ο όρος κατηχητικά σχολεία είναι ξενόφερτος. Ανήκει στη δυτική κουλτούρα. Ο όρος κατηχητικές συνάξεις ταιριάζει περισσότερο με την ορθόδοξη παράδοση”. Μίλησε, ακόμη, για τις αιτίες που απομακρύνουν τον κόσμο από τις κατηχητικές συνάξεις και πρότεινε τρόπους βελτίωσής τους, όπως τη συνεργασία της ενορίας με την οικογένεια. Υποστήριξε ότι “ο σύγχρονος Χριστιανός είναι ακατήχητος για αυτό είναι απαραίτητη η επανακατήχηση των ενηλίκων”.
Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του κ. Στογιαννίδη με θέμα “η πολιτική διάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών- η αγιοπνευματική διάσταση της ενοριακής εκκλησιαστικής κατήχησης: σχέση διαλεκτική ή διαλογική;”. Ο κ. Στογιαννίδης εξήγησε ότι “τόσο η κατήχηση όσο και το μάθημα των Θρησκευτικών είναι παιδαγωγικές διαδικασίες με έμφυτους προσανατολισμούς”.
Όσο για τη διαφορά τους, υποστήριξε ότι “η κατήχηση προκύπτει μέσα από τα σπλάγχνα της Εκκλησίας. Συνδέεται με τη διαποίμανση του λαού. Είναι οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, με αγιοπνευματική διάσταση. Το σχολείο είναι θεσμός του κράτους και ενδιαφέρεται για τον αυριανό πολίτη. Η μέριμνα του σχολείου είναι η ανάπτυξη πολιτών που στοχάζονται κριτικά και αναλογίζονται την ευθύνη τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Το μάθημα των θρησκευτικών θα πρέπει να συμβάλλει στην καλλιέργεια της θρησκευτικής ταυτότητας. Ο αυριανός πολίτης που ετοιμάζει το σχολείο δεν μπορεί να είναι άγευστος μιας πνευματικότητας. Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ένα σχολικό μάθημα και οφείλει να προσφέρει επιστημονική μεθοδολογία και συγκεκριμένα εργαλεία σκέψης στους μαθητές”.
Ο χαιρετισμός του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής κ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
Οι εκδηλώσεις Λόγου και Τέχνης που διοργανώνονται από το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. με τη συμμετοχή καθηγητών και φοιτητών του Τμήματος θα μπορούσε να θεωρηθούν συνέχεια μιας παράδοσης πνευματικής αναγέννησης που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη από την εποχή του μακαριστού μητροπολίτη Πανελεήμονα Παπαγεωργίου. Από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής του στη Θεσσαλονίκη ο προερχόμενος από την Έδεσσα μαρτυρικός μητροπολίτης έθεσε ως στόχο του την ανόρθωση του πνευµατικού, διδακτικού και ποιµαντικού έργου της επαρχίας του κατά ενορίες. Έτσι, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα οι ενορίες της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης απέκτησαν μορφωμένους θεολόγους κληρικούς, που ηγήθηκαν του αγώνα να αναδείξουν τις συνοικίες της πόλης σε πραγματικά πνευματικά φυτώρια με την ίδρυση ενοριακών κατηχητικών σχολείων, στα οποία φοίτησαν νέοι που αργότερα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της πόλης.
Ο π. Ιάκωβος Παυλάκης στον Άγιο Γεώργιο της Νεάπολης, το πνευματικό έργο του οποίου τον ανέδειξε σε πνευματικό αναμορφωτή της δυτικής Θεσσαλονίκης, ο π. Κωνσταντίνος Βαμβίνης στην Αγία Τριάδα και στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που προσέλκυσε δεκάδες μαθητές γύρω από τις αθλητικές δραστηριότητες που οργάνωσε, και οι οποίοι ανέδειξαν ύστερα από λίγα χρόνια τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του μπάσκετ, και ο π. Χριστοφόρος Χατζηγιάννης στην Ανάληψη με την πολυάνθρωπη χορωδία, από την οποία ξεπήδησε πλήθος μουσικών και ψαλτών, αποτελούν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα του πολύπλευρου έργου που μπορεί η Εκκλησία να προσφέρει στην ευρύτερη κοινωνία, όταν στρέφει το ενδιαφέρον της στην πνευματική καλλιέργια της νεολαίας.
Όλο αυτό το έργο αποσκοπούσε να αναδείξει συνειδητούς χριστιανούς που με την πίστη και την πνευματική τους συγκρότηση θα δραστηριοποιούνταν στη συνέχεια μέσα στην κοινωνία. Γι’ αυτό όλο το έργο διεξαγόταν αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της ενορίας, χωρίς να συγχέεται με το έργο της θρησκευτικής εκπαίδευσης στα σχολεία της οποίας οι σκοποί και οι μέθοδοι θα έπρεπε να είναι διαφορετικοί.
Δυστυχώς το έργο εκείνο ανακόπηκε τότε βίαια εξαιτίας της ανώμαλης πολιτικής και εκκλησιαστικής κατάστασης που επικράτησε στην Ελλάδα. Σήμερα όμως όλο και περισσότεροι άνθρωποι καλής θέλησης αναγνωρίζουν ότι το σχολικό θρησκευτικό μάθημα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κατήχηση των χριστιανών νέων που γίνεται ή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της ενορίας και που αποσκοπεί στην καλλιέργεια χριστιανικής συνείδησης και στην παροχή χριστιανικής παιδείας. Σήμερα όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η ασφάλεια, η σταθερότητα και η πρόοδος ενός κράτους εξαρτώνται από την παιδεία του, από το μορφωτικό επίπεδο του λαού του, και όχι από τον αριθμό των επιστημόνων που διαθέτει ή των ειδικών. Υποκατάστατο όμως σήμερα της παιδείας τείνουν να γίνουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και, ακόμα χειρότερα, τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που προσφέρουν ίσως γνώσεις και πληροφορίες, σπάνια ή ποτέ όμως προσφέρουν παιδεία, αξίες ή διαπλάθουν χαρακτήρες. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως η παιδεία απέτυχε, αλλά ότι, δυστυχώς, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να παραγκωνίζεται συστηματικά, καθώς τα σχολεία και τα πανεπιστήμια μετατρέπονται σε κέντρα εκπαίδευσης επαγγελματιών και τεχνιτών, όχι καλλιέργειας.
Ανεξάρτητα από τις όποιες προσπάθειες των πολιτικών ηγεσιών, μεγάλο μερίδιο ευθύνης να εργαστούν προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας αληθινής παιδείας έχουν και οι ηγεσίες των Εκκλησιών, όπως και οι Θεολογικές Σχολές. Οι κορυφές της διανόησης, μεγάλο μέρος των οποίων είναι μέλη της Εκκλησίας, δεν μπορούν να παραμένουν πλέον αδρανείς, απούσες και αδιάφορες. Και η Εκκλησία μπορεί να αποτελέσει τον παράγοντα εκείνον που θα κινητοποιήσει τον πνευματικό κόσμο να βρει το θάρρος, ώστε να προβάλει, μέσα σε μια εποχή απόλυτου ευτελισμού και απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου, τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες της αγάπης του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης. Και, όπως αποδεικνύει η δράση των Τριών Ιεραρχών, και αργότερα του ιερού Φωτίου και των άλλων ιεραρχών που συνέβαλαν στη λεγόμενη βυζαντινή αναγέννηση, η Εκκλησία μπορεί πράγματι να αποτελέσει μια τέτοια κινητήρια δύναμη ως φορέας πραγματικού πολιτισμού, στηριζόμενη στη μακραίωνη παράδοσή της, στις Γραφές της και στην πίστη της, που θα την καταστήσουν και πάλι ικανή να γίνει «φως του κόσμου» που θα καταυγάσει την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Πιστεύοντας ακράδαντα ότι στη Θεολογική μας Σχολή αυτόν ακριβώς τον στόχο υπηρετούμε, ώστε μέσα από την καλλιέργεια της πραγματικής παιδείας να προσπαθήσουμε να γίνουμε όπως θέλησε ο Χριστός τους μαθητές του, φως του κόσμου, συγχαίρω τους εμπνευστές των εκδηλώσεων Λόγου και Τέχνης που και αυτές στοχεύουν στην ίδια κατεύθυνση και εύχομαι επιτυχία σε ολόκληρη τη διοργάνωση.