Μέ τόν πατρικό, σοφό του λόγο, ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος, ἐπισημαίνει ὅτι τό ἀνθρώπινο συναίσθημα τῆς ἀγάπης ταυτίζεται μέ τή θεία ἀγάπη, καθώς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν»: εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία, κατά τόν «ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν» καί «ἀπόστολο τῆς ἀγάπης» Παῦλο, «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 5) καί ἡ ὁποία «ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο, τόν βγάζει ἀπό τήν φυλακήν τοῦ ἐγωϊσμοῦ, διανοίγει τούς πνευματικούς του ὁρίζοντας, εὐρύνει τό εἶναί του καί τόν καθιστᾷ τελικά οἰκουμενικό, παγκόσμιο, καί ὄχι παγκοσμιοποιημένο ἄνθρωπο»[1]. Τό Πανάγιο Πνεῦμα ἐγκαινιάζει στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου τή θεραπεία τῆς νόσου τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης, μεταβάλλοντάς την σέ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἔτσι, ἡ ἀγάπη καθίσταται ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, «ἡ βιωματική πεμπτουσία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἔν τε τῷ παρόντι καί ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν Ἐσχάτων»[2].
Εἶναι, πλέον, ἀποδεκτό ὅτι αὐτή ἡ δύναμη τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ὄχι μόνο ἔδωσε τό κουράγιο καί τήν ἄνωθεν δύναμη στούς Χριστιανούς τῶν πρώτων αἰώνων, προκειμένου νά διαφυλάξουν ἀκέραιη τήν ὀρθόδοξη πίστη καί νά ὑπομείνουν τούς διωγμούς, ἀλλά «κατέκτησε» καί μεταμόρφωσε τή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀντικρύσας εἰς τόν “ἰταλικόν” οὐρανόν τόν Τίμιον Σταυρόν λάμποντα, μετεμορφώθη. Καί μετ᾿ αὐτοῦ καί ἅπασα ἡ ζωή τῆς Αὐτοκρατορίας καί διαχρονικῶς τῆς ἀνθρωπότητος»[3], τονίζει ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος. Καί οὕτω ὁ Χριστιανισμός, ἀντικαταστήσας τήν εἰδωλολατρείαν, ἔγινε ἡ καρδία καί ὁ πυρήνας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τόσο στό ἀνατολικό ὅσο καί στό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Τό Ρωμαϊκό Κράτος κατενόησε καί ἀνεγνώρισε στήν Ἐκκλησία καί τούς λειτουργούς της τήν ἀποστολή τους ὥστε ἡ χριστιανική ἀγάπη νά συμβάλει στήν τελειοποίηση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἡ ὁποία δέν ἦταν μόνο μία προετοιμασία γιά τήν αἰώνιο ζωή, ἀλλά καί ἡ μεταμόρφωση τῆς εὐδαιμονιστικῆς κοινωνίας, ἐδῶ καί τώρα, ἀπό συγκροτήματα ἐγωϊστικῶν καί ἐγωκεντρικῶν ἀτόμων σέ κοινωνία ἀνθρώπων-προσώπων μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», δηλαδή σέ «κοινωνίαν χριστιανικήν, ἐρειδομένην εἰς τάς ἀρχάς τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, εἰς τήν ὁποίαν ἐπετρέπετο καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις ἑκάστης θρησκευτικῆς πεποιθήσεως»[4]. Καί ἔτσι, ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀποδείχθηκε «ἰσχυρόν θεμέλιον διά τήν ἀνοικοδόμησιν καί ἐπίτευξιν τελικῶς τῆς εὐημερίας τῶν λαῶν, διότι συγκρατεῖ τά ἤθη καί ἐμπνέει τούς ἄρχοντας καί τόν λαόν εἰς τήν τήρησιν τοῦ κοσμικοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἔκφρασις τοῦ θείου νόμου», σύμφωνα μέ τήν πατριαρχική κάλαμο τοῦ Πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας[5].
Ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀρχικά, αὐτοῦ τοῦ ἀθανάτου τέκνου τῶν Βαλκανίων, ὁ ὁποῖος «ἤλλαξε τάς τύχας ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου διά τοῦ πρωτοποριακοῦ διά τήν ἐποχήν του ἔργου του καί μετεποίησε τήν Εὐρώπην ἀπό εἰδωλολατρικῆς εἰς χριστιανικήν»[6], καί κατόπιν τῶν διαδόχων του, ἐπῆλθε μία βαθειά τομή στήν παγκόσμια ἱστορία: ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία κατενόησε τήν ἐπίγεια ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας πρός γενικό ὄφελος τῆς κοινωνίας, «ἐκχριστιανίστηκε» καί ἔτσι, ὅπως διδάσκει ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης, εἰσχώρησαν «εἰς τήν ἰδεολογίαν καί τήν ζωήν τῆς τότε Αὐτοκρατορίας καί τοῦ κόσμου τά χριστιανικά δόγματα καί τά εὐαγγελικά ἐντάλματα […] ἀξίαι τάς ὁποίας ὁ δίκαιος Ἄναξ, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐνεφύτευσεν εἰς τήν διοίκησιν καί τήν δομήν τοῦ κράτους του, διότι διεῖδε καί προεῖδεν ὅτι μόνον οὕτω θά ἠδύνατο τοῦτο νά προκόψῃ καί νά διατηρηθῇ συνημμένον καί εἰρηνικόν. […] Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος “ἔβαψε” βαθέως τό κράτος του μέ τήν βαφήν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μή εἶναι δυνατόν νά ἐξαλειφθῇ μέ τήν πάροδον τῶν αἰώνων»[7].
Ἐντός τῶν ἀνωτέρω πλαισίων, ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἑξῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διαμορφώνοντας σύν τῷ χρόνῳ μία «οἰκουμενική συνείδηση», καί πιστή στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε […] βαπτίζοντες […] διδάσκοντες» (Μτ. κη΄, 19), ξεκίνησε τό ἱεραποστολικό της ἔργο, μακρά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ κινούμενη, καί ἐνσωμάτωσε πολλούς λαούς στή Μία Ἐκκλησία, κηρύσσοντας τό Εὐαγγέλιο τῆς Σωτηρίας, μεταφράζοντας στίς τοπικές γλῶσσες τά ἱερά κείμενα, ὀργανώνοντας ἐκκλησιαστικές Ἐπαρχίες, παράλληλα δέ, μεριμνοῦσε καί γιά ἄλλους τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν νεοφώτιστων ἀδελφῶν, ὅπως τόν ἐκπαιδευτικό, συγγραφικό, λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό κ.ἄ. Σκοπός ὅλων αὐτῶν ἦταν ὁ εὐαγγελισμός τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ «ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Γαλ. α΄, 16) καί ἡ μόρφωση τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν μέ τήν οἰκουμενική συνείδηση, ἀνόθευτος φορέας τοῦ ὁποίου ἀναδείχθηκε, ἐν τῇ πράξει, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ὁλόκληρη, μάλιστα, αὐτή ἡ διακονία συντελέσθηκε διαφυλάσσοντας, ὡς γνήσια Μητέρα Ἐκκλησία, τήν ἰδιαιτερότητα τῶν ἐκχριστιανιζομένων λαῶν, σεβόμενη τήν προσωπικότητά τους, καλλιεργώντας καί ἀναδεικνύοντας τά ποιοτικά πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά.
Ἀπό τόν Δ΄ αἰῶνα, μέ ἀποκορύφωμα τόν Στ΄ αἰῶνα, τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως περιέλαβε κυρίως λαούς ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Αὐτοκρατορίας: στόν βορρά ἀπό τήν Κασπία καί τή Μαύρη Θάλασσα μέχρι τήν Ἀδριατική –δηλαδή μέγα μέρος τῶν μεσημβρινῶν Βαλκανίων– καί στόν νότο ἀπό τήν Ἀραβία καί τή βόρειο Ἀφρική μέχρι τήν Αἰθιοπία καί τή Νουβία[8]. Κατά τούς Θ΄ καί Ι΄ αἰῶνες, ὁ ἱεραποστολικός ζῆλος ὄχι μόνον ἐμφανίζεται ἰδιαίτερα ἔντονος καί ἀποδοτικός, ἀλλά ἐξέρχεται, πλέον, τῶν ὁρίων τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἐπεκτείνεται πρός τή βόρεια Εὐρώπη, μέ κύριους ἀποδέκτες τοῦ κηρύγματος τούς λαούς τῶν Σλάβων[9]. Στούς λαούς αὐτούς, οἱ αὐτάδελφοι Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καί Μεθόδιος ἔδωκαν τόν γραπτό λόγο καί ἔτσι ἡ σλαβική γλῶσσα, ἀπό ἄγραφη, ἔγινε ἕνα εὐέλικτο ὄργανο, προκειμένου ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἡ πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατ’ ἐπέκταση δέ καί ἡ οἰκουμενική συνείδηση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας (στό ἑξῆς Μ.τ.Χ.Ε.) νά μεταφυτευθεῖ στούς Σλάβους[10].
Ἐάν, λοιπόν, σήμερα ὁμιλοῦμε γιά μία ἐπικρατοῦσα ὀρθόδοξη χριστιανική αὐτοπροσδιοριστική ταυτότητα στόν χῶρο τῶν Βαλκανίων, ἀλλά καί στήν εὐρύτερη περιοχή, ἀκόμη καί μετά τήν περίοδο τῶν αὐταρχικῶν/ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων τοῦ περασμένου αἰώνα (-1989), τό ὀφείλουμε ἀποκλειστικά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἰταλίας καί Μελίτης κ. Γεννάδιος, «ἅπαντα τά Ὀρθόδοξα ἔθνη ἐπίστευσαν ὡς “Ὀρθόδοξον Οἰκουμενικήν Μητέρα” [… καί τό Ὁποῖον] μετέφερεν εἰς αὐτά τήν Πίστιν, τήν Λατρείαν, τήν Παράδοσιν καί τόν Πολιτισμόν»[11].
Μετά τή διάλυση τῆς Αὐτοκρατορίας (1453) καί τήν παραχώρηση τῶν προνομίων στόν ἑκάστοτε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, μέ τά γνωστά βεράτια, ἡ ὁποία ἴσχυσε μέχρι τό 1913, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πέρα ἀπό τήν ἄσκηση, κυρίως στόν χῶρο τῶν Βαλκανίων, ἀλλά καί τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τοῦ νέου του ἱεραποστολικοῦ ἔργου, δηλαδή τή συνεχή προσπάθεια μή ἐξισλαμισμοῦ τοῦ ποιμνίου του καί τή διατήρηση τῆς θρησκευτικῆς του ταυτότητας, ἐκπροσωποῦσε, διά τοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐθνάρχου (Millet Başı), τούς ὑπόδουλους Ρωμιούς, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί γλώσσης, καί διαχειριζόταν τά κοινά στή σφαίρα μιᾶς κατοχυρωμένης προνομιακῆς τους αὐτοδιοίκησης. Βεβαίως, ὁ ὅρος «ἔθνος», μέχρι τόν 19ο αἰῶνα –ὁπότε καί ἡ «ἐθνική» ταυτότητα ἄρχισε νά ἐπικρατεῖ ἔναντι σέ ἄλλες μορφές κοινωνικῆς ταυτότητας–, δέν εἶχε ἐθνοφυλετική σημασία. Τό ἔθνος δέν ὁριζόταν μέ βάση τή φυλή, ἀλλά τόν πολιτισμό καί τή θρησκεία, μέ τόν ὅρο δέ «Millet» δέν ἐννοεῖται οὔτε τό ἑλληνικό, οὔτε ἄλλο ἔθνος, ἀλλά τό ἔθνος τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Αὐτή ἡ ἑνότητα τοῦ ἔθνους τῶν Ὀρθοδόξων ὀφειλόταν στήν κοινή τους «οἰκουμενική συνείδηση», μέ τήν ὁποία ἐπί αἰῶνες οἱ τοπικές κοινωνίες –ἰδιαίτερα τῶν πολυπολιτισμικῶν Βαλκανίων– γαλουχήθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Μέ βάση τά προαναφερθέντα, ὡς «οἰκουμενική συνείδηση» θά μπορούσαμε νά ὁρίσουμε τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν κοινῶν πνευματικῶν χαρακτηριστικῶν, τά ὁποῖα ἑδράζονται καί ἐκπηγάζουν ἀπό τήν καρδία καί τήν ψυχή τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπό τό πνευματικό «εἶναι» τους, δηλαδή τήν ὀρθόδοξη πίστη τῶν Πατέρων καί τή βιωματική πεμπτουσία της, πού εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», ἡ ἀνυπόκριτη καί ἀνυστερόβουλη, πού ἔχει ὡς κριτήριο τήν ἐπιδίωξη τοῦ συνολικοῦ καλοῦ. Τά κοινά αὐτά χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα διαμορφώνουν καί ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς καί κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, εἶναι: ἡ ἀνόθευτη εὐσέβεια, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ὁλιγάρκεια, οἱ παραδόσεις, ἡ ἀληθινὴ εὐδαιμονία πού «εἶναι ἡ ἐλευθερία, καὶ ἀληθινή ἐλευθερία εἶναι ἡ εὐψυχία καί ἡ ἀνδρεία»[12], καθώς καί ὁ σεβασμός τοῦ ἄλλου, δηλαδή «ἡ ἔξοδος ἀπό τό Ἐγώ καί ἡ εὐχάριστος κοινωνία μέ τό Σύ», κατά τήν πατριαρχική γραφίδα[13]. Τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα συνδέονται μέ τό «πνεῦμα τῆς ρωμηοσύνης», ὅπως αὐτό ἐξελίχθηκε κατά τήν πορεία τῶν αἰώνων, ἀπό τήν ἐποχή τῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι καί σήμερα, διαθέτει –κατά τό μάλλον ἤ ἧττον– κάθε Ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνδρωθεῖ πνευματικά στή μητρική ἀγκάλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς σημεῖο ἀναγνώρισης τοῦ ποιός εἶναι, ποῦ διαφέρει ἀπό τούς ἄλλους καί ποιά εἶναι ἡ θέση του στήν κοινωνία, καθορίζουν δέ τή συμπεριφορά του καί τήν ποιότητα τοῦ χαρακτῆρα του.
Ἡ οἰκουμενική συνείδηση δημιούργησε ἀνθρώπους μέ μακραίωνη ἀρχοντιά. Ἀκόμη καί ὄταν π.χ. οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν Βαλκανίων καί τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς ἦταν εἴτε ὑπόδουλοι στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί στά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, εἴτε ξενιτεμένοι πάροικοι, παρέμεναν «ἄρχοντες», οἱ ὁποῖοι, βασισμένοι στίς ἀξίες τοῦ Εὐαγγελίου, ἀντλοῦσαν τή δύναμη γιά συνέχιση τῆς ζωῆς μέσα ἀπό τά πατρῷα ἤθη καί ἔθιμα, τόν πολιτισμό, τίς πανηγύρεις καί τίς ἑορτές, συμβίωναν ἀρμονικά μέ τούς ἄλλους, τούς μή Ρωμιούς, πολλοί δέ ἀπό αὐτούς διέπρεψαν καί προσέφεραν στίς κοινωνίες τους. Ὀρθά, λοιπόν, ἡ οἰκουμενικότητα καί ὁ κοσμοπολιτισμός θεωρήθηκαν ὡς «τά οὐσιαστικά χαρακτηριστικά» τῆς Ὀρθοδοξίας[14].
Τίς τελευταῖες δεκαετίες σύσσωμος ὁ Χριστιανισμός καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει, ἰδιαίτερα στή γηραιά Ἤπειρο, ἕνα ἰσχυρό φαινόμενο, τόν ἀποχριστιανισμό τῆς κοινωνίας ἤ «λήθη τοῦ Θεοῦ», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος[15], ὡς ἀποτέλεσμα ἄλλων δύο φαινομένων ἀλληλένδετων μεταξύ τους, τήν παγκοσμιοποίηση καί τήν ἐκκοσμίκευση[16], τά ὁποῖα ἔφεραν τήν κοινωνία σέ ἕναν νοσηρό πόθο πρός ἀπληστία καί εὐδαιμονία, σέ σημεῖο «πνευματικοῦ κενοῦ»[17], χωρίς νά ἔχει «εἰς Θεόν ἐλπίδα καί γνησίαν ἀγάπην»[18]. Μέ αὐτά τά φαινόμενα νά κυριαρχοῦν κατά τόν περασμένο αἰώνα, ὁ ἀποχριστιανισμός τῆς κοινωνίας ἔγινε αἰσθητός σέ κάθε ἔκφανση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ὄχι μόνο στή Δυτική Εὐρώπη, ἀλλά καί στά Βαλκάνια, τά ὁποῖα στό μεγάλο τους μέρος ἐπλήγησαν κοινωνικά καί πνευματικά ἀπό τά ὁλοκληρωτικά καί ἀθεϊστικά συστήματα πού ἐπιβλήθηκαν κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἴσως, μάλιστα, καί ἡ 11η Σεπτεμβρίου 2001, ἡ ὁποία σημάδεψε τήν ἀρχή τοῦ 21ου αἰώνα –δηλαδή τήν ἐποχή τῆς τέταρτης βιομηχανικῆς ἐπανάστασης, μέ τήν ἐπέκταση τοῦ αὐτοματισμοῦ καί τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης– μέ τή δυνατή ὀσμή τοῦ παγκόσμιου ἰσλαμικοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τοῦ αἰσθήματος φόβου καί τρόμου πού ἔκτοτε καλλιεργήθηκε, νά εὐθύνεται γιά τήν ἀδιαμφισβήτητη ἀλλοίωση τῆς «οἰκουμενικῆς συνείδησης» καί τῆς ἀνάπτυξης σέ κάποιον βαθμό μιᾶς «ἐγωκεντρικῆς συνείδησης» στούς λαούς τῶν Βαλκανίων, οἱ ὁποίοι δέν λησμονοῦν εὔκολα τούς αἰῶνες τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου.
Ἔτσι, λοιπόν, στίς σύγχρονες εὐρωπαϊκές καί γενικότερα δυτικές κοινωνίες –συμπεριλαμβανομένων καί ἐκείνων μέ ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση– θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε μία ἔλλειψη ὄχι μόνο πίστης-ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, ἀλλά καί μία ἔλλειψη ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καί μία ἀναζήτηση ἀκόρεστης εὐδαιμονούσης ἰδιοτέλειας ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου, «διά τό ἔχειν τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὄχι διά τήν κοινωνίαν, τήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ καί μετά τῶν ἀνθρώπων»[19]. Τά βασικά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς συντηρητικῆς οὐσιαστικά «ἐγωκεντρικῆς συνείδησης», δηλαδή τίς ἀτέλειες καί ἐλλείψεις πού ἐπικρατοῦν στήν ἐποχή μας, καί οἱ ὁποῖες, ὡς «ἐξωτερικά συμπτώματα»[20] τοῦ κακοῦ, δηλαδή τῆς ἀμαρτίας, «ὑφαίνουν τό ἀπέραντον ἄγχος τῆς ἀγωνιώδους συγχρόνου ἀνθρωπότητος»[21], περιγράφονται ἐπακριβῶς στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης καί μποροῦν νά κωδικοποιηθοῦν στά ἑξῆς: Ἔνδεια, Ἐξαρτήσεις, Καταναλωτισμός, Κοινωνική ἀδικία, Οἰκογενειακή κρίση, Οἰκολογική κρίση, Οἰκονομική κρίση, Παραπληροφόρηση καί χειραγώγηση τῆς κοινῆς γνώμης, Χειρισμός Γενετικοῦ Ὑλικοῦ[22].
Αὐτή ἡ ἐγωκεντρική συνείδηση δημιούργησε ἀνθρώπους μέ ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς. Εἶναι ἐμφανῆ πλέον στήν κοινωνία ἡ ἰδιοτελής ἐκμετάλευση τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ περιβάλλοντος ἀπό τούς συνανθρώπους τους, τό ἀτομικό συμφέρον νά προηγεῖται τῶν πάντων, ἰδανικά ὅπως ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀνεκτικότητα καί ὁ διάλογος νά ἀποτελοῦν συχνά μία οὐτοπία, μάλιστα ἡ ἔλλειψη διαλόγου νά αὐξάνει τόν ἐγωισμό καί τόν ναρκισσισμό, ἐνῶ κάποιοι οἰκονομικοί, κοινωνιολογικοί καί ψυχολογικοί παράγοντες νά κατευθύνουν τούς τά πρῶτα φέροντας πρός ἐθνικιστικές, ἀπομονωτικές καί αὐταρχικές ἐπιλογές. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἐπεσήμανε τό 2009 ὅτι «μέσα εἰς τήν σύγχρονον οἰκονομικήν καί κοινωνικήν κρίσιν πολλοί συνάνθρωποί μας συνεχίζουν νά ὀνειρεύωνται τόν “χαμένον παράδεισον” τῆς ἀπροσκόπτου καταναλωτικῆς εὐημερίας, ἀντί νά ἀγωνίζωνται διά τήν ὑπέρβασιν τοῦ εὐδαιμονιστικοῦ καί ἀτομοκεντρικοῦ μοντέλου διαβιώσεως πρός τήν κατεύθυνσιν μιᾶς προσωποκεντρικῆς, ἀσκητικῆς καί οἰκοφιλικῆς κοινωνίας»[23].
Πρέπει, πάντως, νά ἐπισημανθεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς ἔκανε πολλούς ἀνθρώπους, ἀπό στοχαστές μέχρι καί ὁλιγογράμματους, ὥριμους ἀλλά καί νεολαίους, νά ἀποστραφοῦν αὐτήν τήν κατεύθυνση τῆς κοινωνίας, μία κατεύθυνση γεμάτη ἀπό μισαλλοδοξία, κακία καί ἐκδικητικότητα. Ἡ ἐπιθυμία πολλῶν ἀνθρώπων ἦταν νά κοιτάξουν μπροστά καί νά διακρίνουν κάπου στό βάθος μία ἐλπίδα γιά ἕνα καλύτερο αὔριο, γιά μία πιό ἀνθρώπινη κοινωνία.
Σέ μιά τέτοια ἐποχή κρίσιμη γιά τήν παγκόσμια κοινωνία προβάλλουν τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεκλήθη στήν Κρήτη τό 2016 (20-26 Ἰουνίου), ὑπό τήν Προεδρία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καί τή συμμετοχή 152 Πατέρων, ἐκ τῶν ὁποίων 10 Προκαθήμενοι καί 142 Ἱεράρχες ἀπό ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ Σύνοδος αὐτή, μέ ἔντονο ποιμαντικό χαρακτήρα, καταδίκασε –μέσα ἀπό 6 ἐπίσημα κείμενα/ἀποφάσεις, μία Ἐγκύκλιο καί ἕνα Μήνυμα– τόν ἀποχριστιανισμό τῆς σύγχρονης κοινωνίας, τήν ἐκκοσμίκευση καί τόν φανατισμό, ἰδιαίτερα τόν θρησκευτικό φανατισμό, καί ἐξέφρασε μέ παρρησία καί ὀξύτητα τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς προσανατολισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας, τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς τρόπου σκέψης τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου ἀγγίζουν τή ζωή τῶν πιστῶν καί τή μεταμόρφωση τῆς σύγχρονης ἀποχριστιανισμένης κοινωνίας σέ μία κοινωνία Ἁγίων[24], στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί ὀρθόδοξη ἀσκητική ἐγκράτεια, βασικό θεμέλιο γιά τήν ἐπανεύρεση τῆς οἰκουμενικῆς συνείδησης τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίχτηκε στόν κόσμο μέ αὐτοπεποίθηση, ἐλεύθερη ἀπό πολιτικά συμφέροντα, υἱοθετώντας τόν ὀρθόδοξο καί οἰκουμενικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί μέ προφητική ἐνόραση γιά τό μέλλον. Κινήθηκε μέ δυναμικότητα καί ἐξέφρασε τό φρόνημά της καί τήν κοινωνική διδασκαλία της σέ σύγχρονη γλώσσα, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου κ. Ἐπιφάνιος, «ὅσον ἀφορᾷ τό ἐξωτερικό περιβάλλον, τίς ἐξωτερικές συνθῆκες, ναί, πρέπει ἀναμφίβολα νά ἀλλάζουμε· πρέπει νά ἐπικοινωνοῦμε μέ τούς ἀνθρώπους στή δική τους σύγχρονη γλῶσσα»[25].
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ πίστη (δόγμα), ἡ συμμετοχή στή λατρευτική ζωή καί ἡ συνεχής προσωπική ἄσκηση (ἐγκράτεια), ἀποτελοῦν μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάση καί τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξη ἄσκηση, ἡ ὁποία προβάλλεται μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, δέν εἶναι μιά στερημένη ζωή, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι ἕνας νέος τρόπος ὕπαρξης, «μιά ταπεινή, ἑκούσια, ἀβίαστη καί ἐλεύθερη προσφορά, περικοπή τῆς σωματικῆς ἀνέσεως, πρός πνευματική ἐγρήγορση, ὀρθοστασία καί ἀνάταση», κατά τόν γέροντα Μωυσῆ τόν Ἁγιορείτη[26]. Ἡ περικοπή τῆς σωματικῆς ἄνεσης –καί ὄχι μόνον τῆς τροφῆς–, σέ συνδυασμό μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλεημοσύνη, ὁδηγεῖ τόν πιστό στήν κατάσταση τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς αὐτάρκειας, στήν κατάσταση τῆς αὐτονομίας ἀπό τίς περιττές ἀνάγκες τοῦ σήμερα. Ἡ ἀσκητική ἐμπειρία, ἡ ὁποία προτείνεται ἀπό τή Σύνοδο προκειμένου νά ἀναμορφωθεῖ πνευματικά ἡ κοινωνία, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση προκειμένου ὁ πιστός νά βιώσει ἐλεύθερος τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, μέσῳ τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὄχι μία ἀτομική, ἀλλά μία κατεξοχήν κοινωνική συνάντηση προσώπων. Εἶναι μία κοινωνία τῶν πιστῶν μέ τούς ἀδελφούς τους καί τόν Θεό ταυτόχρονα, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητας καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀγάπης στίς καρδιές τῶν φωτισμένων πιστῶν[27].
Στή Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οἱ Προκαθήμενοι καί Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ πρῶτο τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, κάνοντας σημαντικά βήματα ἐξωστρέφειας, ἔδωσαν ἐπιτυχῶς τή μαρτυρία ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στό σύνολό της, ἄφησε πίσω, μέ αὐτοπεποίθηση, τήν ἐσωστρέφεια στήν ὁποία πολλές Τοπικές Ἐκκλησίες, ἰδιαίτερα τῆς Βαλκανικῆς καί τῶν γειτόνων της, εἶχαν περιέλθει κατά τήν περίοδο τῆς διακυβέρνησης τοῦ λαοῦ τους ἀπό τά αὐταρχικά/ὁλοκληρωτικά συστήματα τοῦ παρελθόντος, ἀπό τά ὁποῖα πολύ ὑπέφεραν.
Πρόδρομο, καί παράλληλα πρωταγωνιστή, αὐτῆς τῆς θετικῆς εἰκόνας τῆς Ἐκκλησίας σίγουρα ἀποτελεῖ ὁ Πρῶτος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος ἀκατάπαυστα, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του στόν Πάνσεπτο Οἰκουμενικό Θρόνο (22/10/1991), κατάφερε νά εἰσέλθει στήν καρδία κάθε ἀνθρώπου καλῆς θελήσεως. Ἀπό τίς πρῶτες διεθνεῖς ἐπαφές του εἶχε διαφανεῖ ἡ πρόθεσή του προκειμένου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στήν παγκόσμια συζήτηση γιά σειρά κοινωνικῶν θεμάτων, μέ πρωτοκορυφαῖο ἐκεῖνο τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, μέ τίς τεράστιες κοινωνικές, πνευματικές, οἰκονομικές κ.λπ. συνέπειες πού ἔχει. Ἔτσι, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος κατάφερε, μέσα ἀπό τίς προσωπικές του διεθνεῖς πρωτοβουλίες, τίς ἐπισκέψεις του σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς ὑφηλίου, τά διεθνῆ φόρα καί τίς συναντήσεις του μέ ἡγέτες καί προσωπικότητες διεθνοῦς βεληνεκοῦς, κατά τίς δυόμιση δεκαετίες πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Μεγάλης Συνόδου, νά ἀποδείξει ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὄχι ἀπλῶς καί μόνο ἐπιβιώνει, ἀλλά ὅτι ἐξακολουθεῖ νά διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ἐπίσης κατάφερε καί ἕναν ἀξιοθαύμαστο τετραπλό στόχο: πρῶτον, νά κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη τῆς διεθνοῦς κοινότητας, δεύτερον, νά προβάλει καί νά ἀναδείξει μέ σωστό ὕφος καί ἀξιοπιστία τήν πρόταση τῆς Μ.τ.Χ.Ε. γιά ὅλα τά κοινωνικά ζητήματα, τρίτον, νά δείξει ὅτι συμμετέχει στίς μεγάλες ἀποφάσεις γιά τήν πρόοδο τῆς κοινωνίας, καί, τέταρτον, νά θέσει τούς ὑπευθύνους πρό τῶν εὐθυνῶν τους.
Πρίν ἀπό τή σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἔπεμψε ξεκάθαρο μήνυμα πρός ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, μετά τήν πτώση τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων, ἄλλαξε σελίδα καί χαράσσει ἐν τῷ συνόλῳ της καί, μάλιστα, ἐν Συνόδῳ, νέους δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας, διαμορφώνοντας προτάσεις ἱκανές νά ἐπαναφέρουν τήν οἰκουμενική συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας στίς καρδιές τῶν λαῶν, κυρίως στίς καρδιές των λαῶν τῶν Βαλκανίων, οἱ ὁποῖοι ἀπό αἰῶνες ἔχουν γαλουχηθεῖ μέ τά ἱερά νάματα τοῦ Φαναρίου. Ἐπίσης, ἔστειλε τό μήνυμα ὅτι οἱ Τοπικές Ἐκκλησίες, ἔχοντας ἀφήσει στό παρελθόν τίς καισαροπαπικές πρακτικές τῶν χρόνων τῶν αὐταρχικῶν διακυβερνήσεων τῶν Κρατῶν τους, εἶναι Ἐκκλησίες μέ αὐτοπεποίθηση, οἱ ὁποῖες φιλοδοξοῦν νά ἀποτελέσουν τό success story τῶν τοπικῶν τους κοινωνιῶν, μεταφέροντας σέ αὐτές, ὡς νέοι κοινωνικοί ἀναμορφωτές, τίς θέσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Οἱ θέσεις αὐτές εἶναι ἱκανές νά γεννήσουν λύσεις στά ἐντόπια κοινωνικά θέματα καί προβλήματα καί νά μορφώσουν τίς τοπικές τους κοινωνίες μέ τήν οἰκουμενική συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἀκόμη καί τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς διεξαγωγῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἡ λήψη τῶν ἀποφάσεων «ὁμοφώνως», ἀπό μέρους τῶν Ἐκκλησιῶν πού συμμετεῖχαν, πού θά πρέπει νά θεωρηθεῖ περισσότερο ὡς «ὁμοψυχία», παρά ὡς ἁπλή διοικητική καί ὀργανωτική συμφωνία[28], καταδεικνύει μία πτυχή τῆς τέχνης τοῦ διαλόγου τήν ὁποία χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης καί ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πρότυπο διοίκησης τῶν κοινωνιῶν μας: ἡ ὁμοφωνία-ὁμοψυχία δέν ἀποκλείει τήν ἀντίθετη γνώμη, ἀλλά ἐνισχύει τόν γόνιμο διάλογο, τόν συνεκτικό λόγο καί τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα διέπουν τήν οἰκουμενική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ βάση τά παραπάνω, τό ἔτος σύγκλησης τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὄχι ἀπλῶς καί μόνον ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν παγκόσμια ἱστορία, ἀλλά ὡς τό ἔτος κατά τό ὁποῖο κλείνει τό δεύτερο μέρος τῆς πορείας καί ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού ξεκίνησε τό 1054 καί ἐγκαινιάζεται τό τρίτο μέρος, ἐκεῖνο στό ὁποῖο «ἡ Ὀρθοδοξία, παρά τίς σημερινές δυσκολίες, θά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς τρίτης χιλιετίας», ὅπως προφητικά εἶχε δηλώσει τό 1992 ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος[29].
Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἀγωνίζεται προκειμένου οἱ ἀνά τήν ὑφήλιο κοινωνίες –ἰδιαίτερα ὅμως ὁ λαός τῶν Βαλκανίων πού ἔχει τίς βαθιές πνευματικές ρίζες τῆς Μ.τ.Χ.Ε.– νά ἐπανευαγγελιστοῦν τή γνήσια οἰκουμενική συνείδηση, ὑπάρχει καί ἕνας δεύτερος παράγοντας, τό «ξανθό γένος», τό Κράτος καί ἡ Ἐκκλησία –δηλ. οἱ διοικοῦντες– τῆς Ρωσίας, πού διεκδικεῖ τήν αὔξηση τῆς ἐπιρροῆς του στή Βαλκανική.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἡ αὐτοαποκαλούμενη «Τρίτη Ρώμη», εἶναι μία Ἐκκλησία ἐν αἰχμαλωσίᾳ ὑπό τοῦ καισαροπαπισμοῦ.
Ἐναγκαλιασμένη παθιασμένα, δυστυχῶς, μέ τήν κρατική ἐξουσία, ἀποτελεῖ μοχλό τῆς ρωσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ τσαρικοῦ[30] καί τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος[31] –τίς ρίζες τοῦ φαινομένου σίγουρα μποροῦμε νά τίς ἀνακαλύψουμε στήν ἐποχή τοῦ Πέτρου τοῦ Μεγάλου (1682-1725)[32]–, συνεχίζει δέ καί σήμερα[33], «ἐπί τοῦ καθεστώτος τοῦ ἐπιδεικτικῶς ὀρθόδοξου προέδρου Πούτιν»[34]. Σύμφωνα μέ τόν Ἄρχοντα Μέγα Ἱερομνήμονα κ. Ἀριστείδη Πανώτη, «στή βάση τῆς ρωσικῆς συμπεριφορᾶς στό ἐκκλησιαστικό βρίσκεται μία σοβαρή παρανόηση πού διέπει τήν ρωσική ἐξωτερική πολιτική στό σύνολό της: Τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ (μία ἔννοια ἀντεστραμμένη τῆς ἱσχύος τοῦ δικαίου). Τά χρόνια τοῦ σύγχρονου ρωσικοῦ κράτους οἱ σχέσεις μέσα καί ἔξω ἀπό αὐτό κτίζονται μέ μόνο ὑλικό τήν ἐπιβολή. Ἐπιβολή εἴτε μέσῳ οἰκονομικῶν συναλλαγῶν, εἴτε μέσῳ ὡμῆς βίας»[35].
Πρόσφατα, μάλιστα, (10/09/2019) ὁ εἰδικός ἀπεσταλμένος τῶν ΗΠΑ στά δυτικά Βαλκάνια Μάθιου Πάλμερ, ἐξέφρασε τήν ἀνησυχία του γιά τόν ρόλο τῆς Ρωσίας στήν περιοχή μας, ἐκτιμώντας ὅτι στόχος τῆς Μόσχας εἶναι νά συντηρηθεῖ καί νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἀβεβαιότητα καί ἡ ἀστάθεια, ἀλλά, ἐπειδή ἡ ἐπιρροή τῶν Ρώσων στά Βαλκάνια, τόσο οἰκονομικά, ὅσο καί στρατιωτικά, τείνει νά μηδενιστεῖ, «αὐτό πού τῆς μένει, καί εἶναι ἕνα ἀρκετά δυνατό ὄπλο, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ κόντρα μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο»[36]. Στόν ὀρθόδοξο κόσμο, τουλάχιστον μέχρι καί πρίν μερικά χρόνια, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔχαιρε οἴκτου καί «ἀσυλίας», ἐπειδή ὑπέστη δεινούς, πράγματι, διωγμούς κατά τόν Κ΄ αἰῶνα, καί ἔτσι ἔπεισε τόν εὐσεβῆ λαό τοῦ Θεοῦ ἀνά τήν οἰκουμένη ὅτι καί ἡ διοίκησή της «ἁγιοποιήθηκε».
Μέσα ἀπό αὐτήν τή «δικαίωση» καί βάσει τοῦ οὐτοπιστικοῦ λόγου περί πολυάριθμου ποιμνίου (στή Μόσχα ἐκκλησιάζεται μόλις τό 1%), Κράτος καί Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας προσπάθησαν νά ἐπιβάλουν τίς ἀντιλήψεις τους σέ ὅλες τίς σύγχρονες δράσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ἁγιοκατέταξαν μέχρι καί τούς ἰδεολογικοπολιτικούς προγόνους τους (π.χ. Ρομανόφ), θεώρησαν, ὑπεροπτικά καί θρασύτατα, δικαίωμά τους νά μήν σέβονται τούς ἱερούς Κανόνες, τήν Παράδοση καί τήν Τάξη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπί παραδείγματι μέ εἰσπηδήσεις σέ ἐδάφη ἄλλων Ἐκκλησιῶν[37], ἀλλά καί μέ νέες μορφές σιμωνίας πού ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους τά τελευταῖα χρόνια[38].
Ἔτσι, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο βρέθηκε στό μάτι τοῦ κυκλώνα, ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἀπειλήθηκαν, καί ἀπειλοῦνται, ὅσες Τοπικές Ἐκκλησίες ὑπερασπίζονται τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο, τόσο ἀναφορικά μέ τό ἄτυπο ἐμπάργκο καί τό ἄκαρπο πραξικόπημα πού προσπάθησε νά ἐπιβάλει ἡ Μόσχα στή Μεγάλη Σύνοδο τό 2016[39], ὅσο καί μέ τήν ἀναγραφή στά Δίπτυχα τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας[40], μέ τήν ἐκλογή τοῦ ὁποίου ἡ Οὐκρανία ἐπανασυνδέθηκε μέ τίς πνευματικές της ρίζες καί ξεκίνησε τήν πορεία της πρός ἐπανεύρεση τῆς οἰκουμενικῆς της συνείδησης.
Ἡ ὁλομέτωπη ἐπίθεση ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[41], συχνά ἀκόμη καί μέ ἀνήθικη παραπληροφόρηση (fake news)[42], συνεχίζει δυναμικά τό προαιώνιο, σκοτεινό, κρατικό σχέδιο τῆς Μόσχας νά πλήτει τό κῦρος, νά ἀμφισβητεῖ τόν ρόλο καί τίς εὐθύνες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά ἀγωνίζεται γιά τόν περιορισμό τῆς δράσης καί τῆς ἐμβέλειάς του. Βρίσκοντας ἀνενδοίαστους μητραλοίες μέ πατερναλιστικό ὕφος, ἡ Μόσχα «διέρχεται ὅλα τά μέσα καί τιμήματα»[43], προκειμένου αὐτοί νά ἐπιδράσουν στήν κοινή γνώμη, θέτοντας σέ εὐθεῖα ἀμφισβήτηση ἀρχικά τή Μεγάλη Σύνοδο καί σήμερα τήν παραχώρηση τῆς αὐτοκεφαλίας στήν πολύπαθη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ὅμως, ἐπειδή, ὅπως τονίζει ὁ καθηγητής κ. Ἐμμανουήλ Βαρβούνης, «στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ὑπάρχουν καί αὐτά, εἶναι ὅμως ὀρατά καί διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ, καί οἱ “παροικοῦντες τήν Ιερουσαλήμ” γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, γι’ αὐτό καί ὁ λόγος πού ἀρθρώνουν δέν εἶναι πειστικός, οὔτε ἀπό τούς στενότερους “ἀδελφούς” τους, καί ἔτσι οἱ ἰσχυρισμοί τους πέφτουν στό κενό»[44].
Ἡ περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας προσφέρεται γιά γενικότερους προβληματισμούς γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς ἀναγέννησης τῆς σύγχρονης κοινωνίας, καί τῶν Βαλκανίων ἰδιαίτερα: Πρῶτον, ὁ παράγοντας «Ρωσία», δηλαδή Κράτος καί κηδευομενομένη Ἐκκλησία, προσπάθησε νά προκαλέσει ρήξη στίς σχέσεις τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τόν θεσμό πού διαμόρφωσε τήν οἰκουμενική συνείδηση στά Βαλκάνια, ἀλλά καί εὐρύτερα, ἐπέφερε χτυπήματα στόν ρόλο του, ἀφοῦ τρεῖς Ἐκκλησίες δέν συμμετεῖχαν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
Ὄμως αὐτή ἡ στάση ὄχι μόνον δέν ἐξουδετέρωσε τήν «Σκηνῖτιν Μ.τ.Χ.Ε.», ἀλλά, ἀντίθετα, ἐπέστρεψε ὡς μπούμεραγκ, ἀφοῦ μετέτρεψε τό γεωπολιτικό θέμα τῆς Οὐκρανίας σέ μεῖζον πρόβλημα γιά τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.
Διότι, δεύτερον, δημιουργήθηκε ἕνα βαθύ αἴσθημα καχυποψίας καί κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν πολιτῶν τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί ὄχι μόνον αὐτῶν, ἀπέναντι στό ἐκκλησιαστικό σύστημα τῆς Μόσχας. Μέ τήν αὐτοθελῆ δέ μετάβαση, κατά χιλιάδες, τῶν πιστῶν στή νέα Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, φάνηκε ξεκάθαρα ἡ ἔλλειψη ἐπαφῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ τίς κοινωνικές ἐξελίξεις στήν Οὐκρανία, μένοντας δογματικά προσκολλημένη στό χθές, στό πρίν ἀπό τήν 27η Φεβρουαρίου 2014 (κατάληψη τῆς Κριμαίας ἀπό τή Ρωσία), ἐξαιτίας ὄχι μόνον τοῦ καισαροπαπικοῦ συστήματος στό ὁποῖο ἐπιβιώνει, ἀλλά καί δικῶν της ἀβελτηριῶν καί ἀστοχιῶν, ὅπως ἡ μή συμμετοχή τῶν περισσοτέρων ἐν Οὐκρανίᾳ Ἱεραρχῶν της στήν Ἑνωτική Σύνοδο τῆς 15ης Δεκεμβρίου 2018.
Ἔτσι, ὁ παράγοντας Ρωσία, πού διεκδικεῖ τήν αὔξηση τῆς ἐπιρροῆς του στή Βαλκανική, ἀφοῦ ἀπό θύτης προσπάθησε να μεταμορφωθεῖ σέ θύμα, ἀποδείχθηκε ὅτι δέν μπορεῖ νά προσαρμοστεῖ στά νέα κοινωνικά κ.λπ. δεδομένα, ἡ δέ ἀξιοπιστία τῶν στελεχῶν της, λαϊκῶν καί μή, καί κατ’ ἐπέκταση καί τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἔχει πληγωθεῖ ἰσχυρά, ἀφοῦ, ἀναπαράγοντας τήν πολιτική νοοτροπία στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἐπέτρεψαν στούς ἑαυτούς τους νά παραδοθοῦν σέ μία ἄνευ λόγου ἐπιθετικότητα καί τοξικότητα διχασμοῦ μέ τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, βασισμένοι στήν ψυχρή λογική τοῦ «ἑμείς ἤ κανείς» (βλ. διακοπή εὐχαριστιακῆς κοινωνίας μέ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία Ἑλλάδος[45]).
Τέλος, ἐνῶ, κυρίως στό πρόσωπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, τοῦ «Πατριάρχη τῆς καταλλαγῆς»[46], ὁ παράγοντας Ρωσία θέλησε νά ἀπαξιώσει τήν βιωματική πεμπτουσία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, δηλαδή τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέσῳ τῆς ἀξιέπαινης ἠρεμίας τοῦ Πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν στενῶν συνεργατῶν του ἔναντι λόγων καί πράξεων προκλητικῶν, τίμησε τόν ρόλο του ὡς «ἀρχιδιάκονος» τῆς καταλλαγῆς ὁλόκληρης τῆς ἀνθρώπινης οἰκογένειας, στερώντας τήν ἀντίπερα ὄχθη ἀπό μία ἐμφύλια διαμάχη, περιορίζοντάς την σέ ἀπλή μονομερή ρητορική ἀφλογιστία καί θέτοντας τά φρονήματά της στό περιθώριο τῆς ἱστορίας. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὅλη αὐτή ἡ στάση καί συμπεριφορά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀπέδειξε ὅτι, δυστυχῶς, τό «ξανθό γένος» δέν εἶναι σέ θέση νά κοιτάξει μπροστά καί νά προσφέρει ἐλπίδα γιά ἕνα καλύτερο αὔριο, μία πιό ἀνθρώπινη κοινωνία, ἰδιαίτερα στόν πολύπαθο χῶρο τῆς Βαλκανικῆς καί τῶν γειτόνων της.
Προφανῶς χρειάζεται πολύ προσευχή, γιά νά ἀντιστραφεῖ αὐτή ἡ κατάσταση στή μαρτυρική Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἀλλά καί οἱ ταγοί τῆς Τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας πρέπει ὄχι μόνο νά ἀντιληφθοῦν τά προβλήματα πού τήν ταλανίζουν, κρατώντας την δέσμια «τοῦ ἀντιχρίστου ἐκκοσμικευμένου πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ»[47], ἀλλά καί νά ἐπιθυμήσουν νά τά ἀντιμετωπίσουν. Ἴσως, στήν ἑπόμενη Σύναξη τῶν Προκαθημένων, στήν ὁποία καλόν θά εἶναι νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα, ὡς εἰδωλολατρία, τόσο ὁ καισαροπαπισμός, ὅσο καί οἱ σύγχρονες μορφές σιμωνίας, καταστάσεις οἱ ὁποῖες καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἀνελεύθερο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο νά συνδράμει καί πάλι τή θυγατέρα καί ἀδελφή Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὥστε νά ἐπανεύρει τήν οἰκουμενική της συνείδηση. Ἀπό τήν πρόσφατη, μάλιστα, ἐπιστολή δεκάδων κληρικῶν τῆς Ρωσίας πρός τόν Πρόεδρο τῆς χώρας τους, ἐναντίον σύγχρονων κοινωνικῶν ἀδικιῶν[48], φαίνεται ὅτι μία ἐλπίδα γεννιέται, ἡ ὁποία ἴσως μπορέσει νά μετεξελιχθεῖ σέ ἕνα ἤρεμο ἀνοιξιάτικο ἀεράκι, ἱκανό νά μεταμορφώσει τήν Ἐκκλησία καί τήν κοινωνία τῆς Ρωσίας.
Στή σημερινή ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἡ ἀλαζονεία τοῦ «ξανθοῦ γένους» προσπαθεῖ νά ἐπιβάλει μία διαφορετική ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα ὀρθόδοξη χριστιανική αὐτοπροσδιοριστική ταυτότητα στόν χῶρο τῶν Βαλκανίων καί τήν εὐρύτερη περιοχή, ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα ἀπό τά ἐπίσημα κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού ἀποτελοῦν τόν θεόπνευστο καρπό τῆς Συνόδου, χωρίς νά χάσει τίς ρίζες τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής της, ἀλλά καί χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, ἀφοῦ καταδικάζει σχεδόν ὡς αἱρέσεις τήν ἐκκοσμίκευση καί τόν φανατισμό –ἰδιαίτερα τόν θρησκευτικό φανατισμό–, μέ ἔμβλημά της τόν ἐπανευαγγελισμό τῆς κοινωνίας, γίνεται μία ζωντανή μαρτυρία ἀγάπης, ἐπανακαθορίζει τή θέση τῶν Χριστιανῶν στόν κόσμο, δίδει αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα, προτρέπει δέ τούς Ὀρθοδόξους ὅπως ἀλλάξουν τόν τρόπο πού σκέπτονται καί πού ζοῦν, καί, μέ τό παράδειγμά τους, νά συνεχίσουν τόν ἀγῶνα πρός εἰρηνική διαμόρφωση κοινωνιῶν ἀνθρώπων-προσώπων μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο πρωτοστάτησε στήν προετοιμασία, σύγκληση καί διεκπεραίωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἐπανασυστήνει στόν κόσμο, προβάλλει καί πάλι, τήν οἰκουμενική συνείδηση, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά διαδραματίσει, στή σύγχρονη ραγδαία μεταβαλλόμενη κοινωνία, πυλώνα σταθερότητας καί ἀνάπτυξης, νά ἐνθαρρύνει τόν διάλογο, νά ἀποτελέσει ἀφορμή συνάντησης, συνεννόησης καί εἰρηνικῆς συνύπαρξης λαῶν καί πολιτισμῶν. Ἡ οἰκουμενική συνείδηση μέ τό σύνολο ἐκεῖνο τῶν κοινῶν πνευματικῶν χαρακτηριστικῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, καί τά ὁποῖα ἑδράζονται στήν ὀρθόδοξη πίστη καί στήν ἀνυστερόβουλη ἀγάπη, εἶναι ὅ,τι πιό ἐπιτυχημένο διαμόρφωσε στούς λαούς τῆς Βαλκανικῆς καί τῶν γειτόνων της τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ στή σημερινή παγκοσποιημένη ἐποχή εἶναι ἰκανή νά συνθέτει φυλές καί γλῶσσες, χωρίς νά ὑπονομεύει τίς σύγχρονες ἐθνικές ταυτότητες τῶν λαῶν πού τίς ἀπαρτίζουν.
Σέ ὁρισμένα χρόνια, ἑκατό, διακόσια, ἴσως καί λιγότερα, πιθανότατα οἱ κατά Τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά βρεθοῦν καί πάλι κάτω ἀπό τή ἄμεση μητρική προστασία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως συνέβαινε μέχρι τόν περασμένο αἰῶνα. Θά ἑνωθοῦν ὄχι φυσικά διά τῆς βίας, ἀλλά διότι θά τό ἐπιλέξουν. Θά ἑνωθοῦν διότι ἡ οἰκουμενική συνείδηση πού θά ἀναγεννηθεῖ στούς λαούς τους, θά κάνει ἀκόμη περισσότερο τόν κλῆρο καί τόν λαό νά ἀναζητήσει τίς πνευματικές του ρίζες, νά ἐπιστρέψει στήν «πατρῴαν δόξαν»[49] του, μέ σκοπό τό κοινό πνευματικό καί κοινωνικό συμφέρον.
Νομίζω ὅτι δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει καλύτερη κατακλεῖδα τῶν ἀποψινῶν σκέψεων ἀπό τήν πατρική, σοφή, κάλαμο τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, ἀπό τούς περί ἀγάπης αὐτοῦ λόγους: «Ζῶμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ τήν ἐλευθερίαν, ἐκ Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ καί εἰς Χριστόν. Εἰς τόν πυρῆνα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀνήκει ἡ ἀγάπη, ἥτις “οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς” (Α´ Κορ. ιγ´, 5), ἡ ἀγάπη “ἐκ καθαρᾶς καρδίας” (Α´ Τιμ. α´, 5). Ἐνῶ ὁ αὐτόνομος, ὁ αὐτογνώμων καί αὐτάρκης, ὁ αὐτοθεούμενος καί αὐτομακαριζόμενος ἄνθρωπος περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτόν του καὶ τήν ἀτομικήν του αὐτάρεσκον εὐδαιμονίαν καί βλέπει τόν συνάνθρωπον ὡς περιορισμόν τῆς ἐλευθερίας του, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει κατεύθυνσιν πρός τόν ἀδελφὸν, κινεῖται πρός τόν πλησίον, ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ.
Τό μέλημα τοῦ πιστοῦ δέν εἶναι ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων, ἀλλά τὸ “ποιεῖν τε καί πράττειν τά δικαιώματα Χριστοῦ” (Θεοτοκίον τῶν Ἀποστίχων τῶν Αἴνων 12ης Ὀκτωβρίου), ἐν ταπεινώσει καί εὐχαριστίᾳ. Αὐτή ἡ ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγάπης καί τῆς ἀγάπης ὡς ἐλευθερίας, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος καί ἡ ἐγγύησις διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Στηριζόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἐνθέου ἤθους δυνάμεθα νά ἀντιμετωπίσωμεν τάς μεγάλας προκλήσεις τοῦ παρόντος, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν ὄχι μόνον τό εὖ ζῆν, ἀλλὰ καί αὐτὸ τοῦτο τό ζῆν τῆς ἀνθρωπότητος»[50].
- Η λίστα των παραπομπών βρίσκεται στην επόμενη σελίδα.
- Το κείμενο εκφωνήθηκε ως Διάλεξη στό 4ο Συνέδριο τῶν νεοελληνιστῶν τῶν βαλκανικῶν χωρῶν μέ θέμα «Ἑλληνισμός καί Βαλκάνια – ἀμφίδρομες σχέσεις: γλῶσσα, ἱστορία, λογοτεχνία, πολιτισμός (1453-2019)», Κομοτηνή 23 Νοεμβρίου 2019.