Από της γενέσεως του θέματος της παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας προβάλλει μετ’ επιτάσεως την θεωρία, ότι η έκδοση του σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου θα προκαλέσει Σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο ισχυρισμός αυτός του Πατριαρχείου Μόσχας στερείται κανονικής βάσεως, όπως θα εξηγήσω αμέσως παρακάτω:
Το κανονικό παράπτωμα του Σχίσματος ανήκει στα περί Υπακοής κανονικά παραπτώματα (βλ. σε Α. Βαβούσκου, Νομοκανονικός Κώδικας, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, Κεφάλαιο ΛΑ΄ «Περί υπακοής», αριθ. 265, 1108) και ρυθμίζεται από τους κανόνες 13ο, 14ο και 15ο της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου (βλ. τα κείμενα των κανόνων σε Α. Βαβούσκου, ο.π., 83-85). Περί αυτού είναι σαφείς και οι ερμηνευτές Ι. Ζωναράς και Θ. Βαλσαμών στα σχετικά σχόλιά τους υπό τους προαναφερθέντες κανόνες, από τα οποία σαφώς προκύπτει ότι οι ως άνω κανόνες ρυθμίζουν τα του κανονικού παραπτώματος του Σχίσματος. Ενδεικτικώς θα αναφέρω τα κάτωθι:
α) ο Ι. Ζωναράς επισημαίνει στα σχόλιά του υπό τον 13ο κανόνα: «…Επεί γαρ τα ζιζάνια των αιρέσεων…, ίνα το σώμα της εκκλησίας μερίση, και διασπάση την ένωσιν. Αύτη δ΄ έστιν η των σχισματικών μανία, ην αναστέλλοντές, φασιν οι της συνόδου, ορίζομεν, μηδένα…», υπό τον 14ο κανόνα: «Τα αυτά τω ανωτέρω κανόνι και ο κανών ούτος, περί επισκόπων αποσχιζόντων εκ των ιδίων μητροπολιτών, και μη κοινωνούντων αυτοίς, μηδέ αναφερόντων αυτούς, διορίζεται» και υπό τον 15ο κανόνα: «Άπερ ώρισαν οι της συνόδου πατέρες περί μητροπολιτών και επισκόπων, ταύτα λέγουσι πλέον αρμόζει και περί πατριαρχών. Ει γαρ τις, φσί, μητροπολίτης, ή επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, τολμήσει αποστήναι του συγκοινωνείν τω πατριάρχη αυτού, και αναφέρειν το όνομα αυτού, πρίν ή εμφανίση τη συνόδω κατά του πατριάρχου, και προ του εξετασθήναι ταύτα, και κατακριθήναι ίσως αυτόν, ο τοιούτος, ως σχίσμα ποιήσας…».ποιήσας
β) ο Θ. Βαλσαμών επίσης στο σχόλιό του υπό τον 13ο κανόνα: «Παυθείσης τη χάριτι του Θεού της από των αιρέσεων διαστάσεως, εώρων οι Πατέρες τινάς ιερωμένους υποκλεπτομένους κατά μεθοδείαν σατανικήν εις την των σχισματικών μανίαν, ως αφισταμένους…» και «…Ερωτήσει δε τις, ως, του κανόνος μόνους κολάζοντος τους σχισματικούς πρεσβυτέρους και διακόνους…» και «…Καλώς δε πρεσβυτέρων και διακόνων μόνον εμνήσθη ο κανών, ότι κυρίως το σχίσμα παρά τούτων γίνεται, ως ενεργούντων τα του αγίου θυσιαστηρίου,…».
Από τους ιερούς αυτούς κανόνες, ο 13ος ρυθμίζει την τέλεση του παραπτώματος έναντι του Επισκόπου από τους κληρικούς που υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία του, ο 14ος την τέλεση αυτού έναντι του Μητροπολίτη –προέδρου της επαρχιακής συνόδου, από τους επισκόπους της επαρχίας, στης οποίας την κανονική δικαιοδοσία αυτοί υπάγονται και ο 15ος την τέλεση αυτού έναντι του Πατριάρχη – προέδρου της πατριαρχικής συνόδου, από τους μητροπολίτες οι οποίοι υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία της συνόδου αυτής.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση του κανονικού παραπτώματος του Σχίσματος είναι ο αυτουργός κληρικός να υπόκειται στην κανονική δικαιοδοσία του αποδέκτη της προσβολής. Ειδικότερα:
Α) εφόσον ο αυτουργός του κανονικού παραπτώματος είναι κληρικός μέχρι τον βαθμό του πρεσβυτέρου (ή λαϊκός ή μοναχός κατ’ ερμηνείαν), αποδέκτης της ανυπακοής είναι ο «οικείος» Επίσκοπος και όχι ο οποιοσδήποτε προκαθήμενος οποιασδήποτε επισκοπής. Υπό την έννοια, δε, «οικείος», νοείται ο προκαθήμενος, στου οποίου την κανονική δικαιοδοσία υπάγονται τα ως άνω πρόσωπα, βάσει των αρχών καθορισμού των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας. Υπέρ της απόψεως αυτής τάσσονται ρητώς και οι ερμηνευτές στα σχόλιά τους υπό τον 13ο κανόνα (βλ. Ι. Ζωναρά: «…ορίζομεν, μηδένα πρεσβύτερον ή διάκονον τολμάν αφίστασθαι του επισκόπου, υφ’ όν τελεί,…», Θ. Βαλσαμώνα: «…διορθούμενοι, ώρισαν καθαιρείσθαι τους τολμήσοντας ιερείς, ή διακόνους, ανευλόγως ούτως αποστήναι της μετά του επισκόπου αυτών κοινωνίας» και Α. Αριστηνό: «Εί τις πρεσβύτερος, ή διάκονος, ως δήθεν επ’ εγκλήματι του οικείου κατεγνωκώς επισκόπου, προ συνοδικής διαγνώσεως…»).
Β) αντιστοίχως, εφόσον αυτουργός του κανονικού παραπτώματος είναι επίσκοπος, αποδέκτης της ανυπακοής είναι ο «οικείος» Μητροπολίτης. Την άποψη αυτή εκφράζουν και στα σχόλιά τους υπό τον 14ο κανόνα οι Ι. Ζωναράς: «Τα αυτά τω ανωτέρω κανόνι και ο κανών ούτος, περί επισκόπων αποσχιζόντων εκ των ιδίων μητροπολιτών,…» και Α. Αριστηνός: «Και εί τις επίσκοπος αυτό τούτο τολμήσει κατά του οικείου μητροπολίτου, καθαιρείσθω».
Γ) τέλος, εφόσον αυτουργός του κανονικού παραπτώματος είναι επίσκοπος, αποδέκτης της ανυπακοής είναι ο «οικείος» Πατριάρχης. Και στην περίπτωση αυτή, είναι διαφωτιστικοί οι ερμηνευτές στα σχόλιά τους υπό τον 15ο κανόνα. Έτσι, ο Ι. Ζωναράς σημειώνει ότι: «Εί γαρ τις, φασί, μητροπολίτης, ή επίσκοπος, ή πρεσβύτερος, τολμήσει αποστήναι του συγκοινωνείν τω πατριάρχη αυτώ,…», ενώ ο Θ. Βαλσαμών τονίζει: «Και ούτος ο κανών τα αυτά τω ιγ΄ και ιδ΄ κανόνι παρακελεύεται μέχρι τινός. Φησί, γάρ,…, όταν προφάσει εγκληματικής τινός υποθέσεως καθ’ εαυτόν τις του οικείου ποιμένος καταγνώσηται,… ».
Το αυτονόητο της αναγκαίας διασυνδέσεως του αυτουργού του παραπτώματος και του αποδέκτη της ανυπακοής με την σχέση της διοικητικής εξαρτήσεως ενισχύεται και από την ίδια την φύση του κανονικού αυτού παραπτώματος.
Το παράπτωμα του Σχίσματος, δεν δύναται να τελεσθεί εκτός της εκκλησιαστικής περιφέρειας του αποδέκτη της ανυπακοής. Και τούτο, διότι οι τρόποι τελέσεώς του, δηλαδή η άρνηση κοινωνίας με τον ασκούντα την κανονική δικαιοδοσία επίσκοπο (είτε είναι επίσκοπος, μητροπολίτης ή πατριάρχης) και η μη μνημόνευση του ονόματός του αποτελούν εκ των πραγμάτων κανονικά παραπτώματα, τα οποία δύνανται να τελεσθούν μόνον εντός της εκκλησιαστικής περιφέρειας αυτού. Εκτός αυτής (της περιφέρειας) και εντός των ορίων οποιασδήποτε άλλης δεν νοείται τέλεση τέτοιου παραπτώματος, καθ’ όσον είναι μάλλον αυτονόητο ότι ο κληρικός ή ο μοναχός, που βρίσκεται εντός των γεωγραφικών ορίων άλλης εκκλησιαστικής περιφέρειας, υποχρεούται να μνημονεύει το όνομα του επισκόπου, που ασκεί σ’ αυτήν την περιφέρεια την κανονική δικαιοδοσία και – εφ’ όσον προκύψει περίπτωση – να συλλειτουργήσει μ’ αυτόν. Συνεπώς, ως «οικείος» επίσκοπος, θα θεωρηθεί ο Προκαθήμενος της εκκλησιαστικής περιφέρειας, εντός της οποίας έλαβε χώρα η άρνηση υπακοής, και στου οποίου την κανονική δικαιοδοσία ανήκει ο κληρικός, μοναχός ή λαϊκός, που προέβη μέσω αυτής στην αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του.
Εάν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η ανυπαρξία προβλέψεως από την κανονική νομοθεσία της περιπτώσεως, που αυτουργός του συγκεκριμένου κανονικού παραπτώματος είναι πατριάρχης, το οποίο βεβαίως είναι και εύλογο, αφού η διοικητική εξάρτηση είναι πρωταρχική προϋπόθεση και τέτοια εξάρτηση μεταξύ πατριαρχών ή αρχηγών αυτοκεφάλων εκκλησιών δεν υφίσταται, νομίζω, ότι ευχερώς συμπεραίνεται, πως ο ισχυρισμός περί Σχίσματος του Πατριαρχείου Μόσχας δεν ευσταθεί από κανονικής απόψεως. Είναι ένας έωλος ισχυρισμός άνευ αντικρίσματος.
Οπότε τίθεται το ερώτημα: η αρνητική στάση του Πατριαρχείου Μόσχας δεν δύναται να αξιολογηθεί από κανονικής απόψεως; Η απάντηση θα είναι θετική. Και βεβαίως δύναται να αξιολογηθεί. Και θα εκθέσω αμέσως τις βάσεις αυτής της αξιολογήσεως.
Η αρμοδιότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεεστώτος σε μια τοπική εκκλησία είναι αποκλειστική, εφόσον οι μέχρι την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου συζητήσεις δεν μετουσιώθηκαν σε συνοδική απόφαση. Αφ’ ης στιγμής, η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστική, σημαίνει ότι κανένα άλλο συνοδικό όργανο άλλης αυτοκέφαλης εκκλησίας δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή. Εκ τούτου συνάγεται, ότι και η απόφαση που παράγεται από την άσκηση της αποκλειστικής αυτής αρμοδιότητας έχει άμεση και καθολική ισχύ και ισχύει έναντι όλων των αυτοκεφάλων εκκλησιών. Συνεπώς, κάθε Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος ως μοναδικός έχει καθολική ισχύ σε όλη της Ορθόδοξη Εκκλησία αυτοδικαίως από την έκδοσή του.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η αρνητική στάση του Πατριαρχείου Μόσχας, εφόσον αυτή συνεχισθεί και μετά την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου περί παραχωρήσεως αυτοκέφαλου καθεστώτος στην εκκλησία της Ουκρανίας, θα συνιστά κανονικό παράπτωμα, και μάλιστα αυτό της ανυπακοής σε συνοδική απόφαση, το οποίο προβλέπεται στην 6ο κανόνα της 3ης Οικουμενικής (βλ. Α. Βαβούσκου Κώδικας Νομοκανονικός, Θεσσαλονίκη 2014, Μέρος Τρίτο, Κεφάλαιο Δεύτερο «Παραπτώματα κανονικής τάξεως», Κεφάλαιο ΙΖ΄ «Περί ιεράς συνόδου», παράπτωμα υπ΄ αριθ. 115, σ. 1070), όπου ως ποινή προβλέπεται για τους κληρικούς η καθαίρεση και για τους λαϊκούς ο αφορισμός.