Κυ, 27/04/25 | 13:40

Η ιστορία ως θεολογία

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι, Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Έχει διατελέσει Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952. Διδάσκει Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα.

Του ιδίου :

Περιεχόμενο της γιορτής της Υπαπαντής αποτελεί η ανάμνηση μιας συνάντησης. Μιας συνάντησης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακή, καθώς το ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτήν βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, ενώ το άλλο μόλις στην αρχή της. Από τη μια μεριά στέκεται ένας γέρος Ιουδαίος ιερέας, ο Συμεών, και από την άλλη ο νεογέννητος, μόλις σαράντα ημερών, Ιησούς. Η συνάντηση γίνεται στα Ιεροσόλυμα, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία πήγαν στον Ναό, για να προσφέρουν τις προβλεπόμενες από τον ιουδαϊκό Νόμο θυσίες για τον νεογέννητο Ιησού. Η ιδιαιτερότητα της συνάντησης ανάμεσα στον Συμεών και στον Ιησού βρίσκεται σ’ αυτό που τα δύο πρόσωπα αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τη συνάντηση δύο κόσμων· ενός παλιού που σβήνει και χάνεται και ενός καινούργιου που μόλις ανατέλλει.

Παρ’ όλα αυτά, ο παλιός κόσμος που έφυγε έχει πάντα κάτι να πει από την εμπειρία του στον καινούργιο που έρχεται, γι’ αυτό η Εκκλησία φρόντισε στην αρχή κάθε μεγάλης γιορτής να διαβάζονται μεγαλύτερα ή μικρότερα αποσπάσματα από την πνευματική κληρονομιά αυτού του παλιού κόσμου. Το πρώτο ανάγνωσμα του Εσπερινού της γιορτής της Υπαπαντής του Κυρίου συγκροτείται από μια συλλογή διατάξεων του βιβλίου Νόμου που αναφέρονται στην αφιέρωση των πρωτότοκων αρσενικών των Ισραηλιτών στον Θεό (Εξο ιγ΄ 1,2α,3α-δ,10α,11-12α,14-16α· κβ΄ 28β· Λευ ιβ΄ 2β,3,4α,γ,6β,8β,δ· Αρι η΄ 16α,γ,17β-γ). Οι συγκεκριμένες, βέβαια, διατάξεις καθ’ αυτές δεν έχουν πια σημασία για τον καινούργιο κόσμο, το θεολογικό υπόβαθρο όμως που τις διαμόρφωσε παραμένει ως σήμερα επίκαιρο και ιδιαίτερα σημαντικό.

Οι διατάξεις του Εξο ιγ΄ 11-16, βρίσκονται ενταγμένες στην ίδια συνάφεια που περιέχει τις οδηγίες του Θεού προς τον Μωυσή για τον εορτασμό του Πάσχα (Εξο ιβ΄ 1-28,43-49) και για την καθιέρωση της γιορτής των Αζύμων (ιγ΄ 2-10). Κοινό στοιχείο όλων αυτών των διατάξεων είναι η υπόμνηση προς τους Ισραηλίτες ότι οφείλουν να εξηγήσουν στα παιδιά τους τη σχέση των τελετών με τα γεγονότα της εξόδου από την Αίγυπτο: «Έπειτα, αν σας ρωτήσουν τα παιδιά σας: Τι σημαίνει αυτό; θα τους πείτε: Με την ακαταμάχητη δύναμή του ο Κύριος μας έβγαλε από την Αίγυπτο, τον τόπο της δουλείας … Γι᾿ αυτό κι εμείς θυσιάζουμε στον Κύριο κάθε πρωτογέννητο αρσενικό ζώο και εξαγοράζουμε κάθε πρωτότοκο γιο μας» (Εξο ιγ΄ 14-15· πρβλ Εξο ιβ΄ 26-27· ιγ΄ 8).

Αυτή η στενή σύνδεση ομολογίας της πίστης με κάποιο ιστορικό γεγονός αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της βιβλικής θεολογικής σκέψης, καθώς βασικό χαρακτηριστικό της βιβλικής πίστης είναι η πεποίθηση πως ο Θεός παρεμβαίνει ενεργά μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία συνεργαζόμενος με τους ανθρώπους.
Η πεποίθηση αυτή διήκει ολόκληρη τη Βίβλο και συνιστά τη βάση της χριστιανικής πίστης που τη διαφοροποιεί ουσιαστικά από όλες τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα. Η παρέμβαση όμως του Θεού μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινότητας ανθρώπων, η οποία βιώνει την παρέμβαση αυτήν. Έτσι, το περιεχόμενο της Γραφής είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας μακραίωνης διαδικασίας, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η κοινότητα εκείνη η οποία βίωσε την αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ιστορία της και διατήρησε την εμπειρία της αυτή ζωντανή μέσα στην προφορική της παράδοση, πριν την καταγράψει και στη συνέχεια η ίδια αυτή κοινότητα αναγνωρίσει αυτήν την καταγραφή ως αυθεντική μαρτυρία της εμπειρίας της. Η Αγία Γραφή, επομένως, δεν είναι ένα κείμενο που υπαγορεύτηκε στους ανθρώπους από τον Θεό, ένα είδος διακήρυξης αρχών της πίστης, αλλά ένα έργο που καταγράφει την εμπειρία της αποκάλυψης του Θεού από τους ανθρώπους.

Ως καταγραφή εμπειριών η Βίβλος δεν είναι ένα διδακτικό ηθικοπλαστικό βιβλίο, αλλά αφηγείται στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία παγκόσμια που αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και φτάνει μέχρι τα έσχατα. Μια ιστορία όμως που δεν αποσκοπεί στην καταγραφή των γεγονότων της ανθρώπινης κοινωνίας του παρελθόντος, αλλά στην περιγραφή των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο. Και είναι αυτή ακριβώς η καταγραφή των εμπειριών της παρουσίας του Θεού στην ιστορία του λαού του που διαφοροποιεί την Παλαιά Διαθήκη από τις μυθολογίες των λαών της περιοχής.

Ενώ, δηλαδή, για τους γύρω λαούς ο Θεός λατρεύεται για κάτι που βεβαιώνεται από τον μύθο, στον Ισραήλ ισχύει το αντίθετο· η Ιστορία είναι σε πρώτη γραμμή το πεδίο όπου εμφανίζεται η σωτήρια δύναμη του Θεού. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στην πρώτη εντολή του Δεκαλόγου, σύμφωνα με την οποία ο Ισραήλ καλείται να λατρέψει τον Θεό όχι για κάποιες ενέργειές του στο αρχέγονο παρελθόν (δημιουργία, κατακλυσμός, συντριβή των δυνάμεων του χάους, κλπ) αλλά για τη συγκεκριμένη επέμβασή του στην έξοδο από την Αίγυπτο: «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ» (Εξο κ΄ 2-13)

Αυτός είναι ο λόγος που η αφήγηση Ιστορίας συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό όλων των αρχαίων ομολογιών πίστης των Ισραηλιτών. Σε κάποιον από τους τελευταίους λόγους του, για παράδειγμα, που απευθύνει ο Μωυσής προς τους Ισραηλίτες που ετοιμάζονται να μπουν στη Χαναάν, τους προτρέπει να ομολογήσουν την πίστη τους κατά την προσφορά των πρώτων καρπών με τα εξής λόγια: «Ο προπάτοράς μου έφυγε από τη Συρία και κατέβηκε στην Αίγυπτο, όπου εγκαταστάθηκε ως ξένος με λίγους ανθρώπους γύρω του, αλλά εκεί έγινε ένας μεγάλος λαός, πολυάριθμος και ισχυρός. Όμως, οι Αιγύπτιοι μας κακομεταχειρίστηκαν, μας ταπείνωσαν και μας επέβαλλαν σκληρή εργασία. Τότε επικαλεστήκαμε τον Κύριο, τον Θεό των προγόνων μας, κι εκείνος άκουσε την κραυγή μας, είδε την ταπείνωσή μας, τα βάσανά μας και την καταπίεσή μας. Έτσι, ο Κύριος μας έβγαλε από την Αίγυπτο με τη μεγάλη του ισχύ, το χέρι του το στιβαρό και την δύναμή του την ακατανίκητη· μας φανέρωσε πράγματα αξιοθαύμαστα, θαύματα μεγάλα και τρομερά· και μας έφερε σ’ αυτόν τον τόπο και μας έδωσε τη χώρα αυτή, χώρα όπου ρέει γάλα και μέλι» (Δευ κς´ 5-9).

Στην ίδια γραμμή κινείται και ο Ιησούς του Ναυή, ο διάδοχος του Μωυσή, ο οποίος στον τελευταίο λόγο του προς τους Ισραηλίτες, αφού παραθέτει όσα ο Θεός έκανε για χάρη τους, καλεί τον λαό να πάρει μια απόφαση ζωής σχετικά με το ποιον θεό θέλει να λατρεύει (Ιησ κδ´ 14-15). Ο λαός ανταποκρίνεται διατυπώνοντας μια ομολογία πίστεως: «Να μη συμβεί σε μας το να εγκαταλείψουμε τον Κύριο για να λατρέψουμε άλλους θεούς. Ο Κύριος ο Θεός μας αυτός είναι Θεός· αυτός ανέβασε εμάς και τους προγόνους μας από την Αίγυπτο και μας προστάτεψε καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας που ακολουθήσαμε και από όλους τους λαούς ανάμεσα από τους οποίους περάσαμε … γι’ αυτό, λοιπόν, και εμείς τον Κύριο θα λατρεύουμε, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας» (Ιησ κδ´ 16-18).

Από τα παραπάνω προκύπτουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής ομολογίας πίστεως, όπως την κατανοούν οι βιβλικοί συγγραφείς, αλλά και κάποια ερωτήματα για την ποιότητα της πίστης των σύγχρονων χριστιανών. Συγκεκριμένα, η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι μια γενική και αφηρημένη διατύπωση κάποιων πεποιθήσεων, αλλά συνιστά συγκεκριμένη απάντηση σε συγκεκριμένο ερώτημα. Ο Ιησούς του Ναυή ρώτησε τον λαό σε ποιον θεό θέλει να πιστεύει και ο λαός απάντησε στηριζόμενος στην εμπειρία του από στις ενέργειες του Θεού.

Κατά συνέπεια, η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να σημαίνει συναισθηματική ή εκ παραδόσεως ένταξη σε κάποια θρησκευτική κοινότητα, ούτε να είναι μια κατάφαση σε μια θεωρητική διδασκαλία περί Θεού, αλλά προϋποθέτει ελεύθερη και συνειδητή επιλογή που θα στηρίζεται στην εμπειρία των ενεργειών του Θεού και, επομένως, θα συνεπάγεται συγκεκριμένη στάση ζωής. Τα ερωτήματα που προκύπτουν για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει ή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει στον Θεό, ποιες εμπειρίες τον οδήγησαν στην επιλογή να γίνει ορθόδοξος και τι σημαίνει αυτό για την καθημερινή του ζωή.

Αν, λοιπόν, σήμερα η σημασία του όρου “ομολογία” περιορίστηκε στη δήλωση μιας σειράς τυποποιημένων εκφράσεων, που επαναλαμβάνονται τελετουργικά, συνοψίζοντας με ένα λεκτικό παρωχημένο και χωρίς οπωσδήποτε σύνδεση με τη ζωή τα βασικά δόγματα της πίστης, είναι προφανές πως το περιεχόμενο της ομολογίας χάνει τη δυνατότητα να πείσει τον σύγχρονο άνθρωπο. Από την άποψη αυτή το μήνυμα που ο παλιός κόσμος μεταφέρει στον καινούργιο διατηρεί την επικαιρότητά του μέχρι σήμερα. Η βασιλεία του Θεού είναι, όπως ακριβώς κάποτε η Χαναάν για τους Ισραηλίτες, ένα δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους. Η είσοδος όμως σ’ αυτήν εξαρτάται από την ποιότητα των σχέσεων του λαού με τον Θεό του. Και ακριβώς αυτή η ποιότητα είναι που διαφοροποιεί μια αυθεντική ομολογία πίστεως από μια τυπική διατύπωση.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ