Την περίοδο της Εθνεγερσίας (1821-1828) οι επαναστατημένοι Έλληνες διαμόρφωσαν τον πολιτειακό βίο τους μέσω των τριών Εθνοσυνελεύσεων στην Επίδαυρο το 1822, στο Άστρος το 1823 και στην Τροιζήνα το 1827. Και στις τρεις Εθνοσυνελεύσεις καταρτίστηκαν τα αντίστοιχα Συντάγματα.
Με το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου αντικαταστάθηκαν τα Τοπικά Πολιτεύματα που ήταν τα πρώτα ενθουσιώδη μεν, αλλά περιορισμένης εδαφικότητας δε, πολιτειακά κείμενα. Με το δεύτερο Σύνταγμα του Άστρους αναθεωρήθηκε το πρώτο Σύνταγμα της Επανάστασης. Συγκεκριμένα το Σύνταγμα του Άστρους συμπλήρωσε τον κατάλογο των ατομικών ελευθεριών, κατάργησε το θεσμό της δουλείας και επέκτεινε στους αλλοδαπούς την προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας. Έθεσε δε τα θεμέλια, ώστε το εκλογικό σώμα να διευρυνθεί και έθεσε ως όριο εκλογής το 25ο έτος της ηλικίας των υποψηφίων βουλευτών, όριο το οποίο εξακολουθεί να ισχύει ως σήμερα.
Το αρτιότερο όμως των εν λόγω Συνταγμάτων ήταν το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το οποίο επέλυε το ζήτημα της συλλογικής ηγεσίας, η οποία είχε αποτελέσει την αφορμή εμφύλιων συγκρούσεων τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, την οποία αντικαθιστούσε με μονοπρόσωπο όργανο, τον Κυβερνήτη. Είναι σαφές ότι τα δύο πρώτα Συντάγματα που προέβλεπαν συλλογικό αρχηγό Κράτους (με 5μελή και 3μελή σύνθεση αντίστοιχα) ήταν επηρεασμένα από τα Συντάγματα της Γαλλικής Επανάστασης, από τα οποία η ελληνική συντακτική εξουσία άντλησε το θεσμό του Διευθυντηρίου. Με το Σύνταγμα της Τροιζήνας υιοθετήθηκε το μοντέλο του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Το εν λόγω Σύνταγμα, αν και δεν εφαρμόστηκε, αποτέλεσε πρότυπο για πολλά μεταγενέστερα Ευρωπαϊκά Συντάγματα. Το πρώτο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα του οποίου οι διατάξεις επανέλαβαν ρυθμίσεις που κατοχυρώθηκαν για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Τροιζήνας, είναι το Βελγικό Σύνταγμα του 1830/31.
Και τα τρία Συντάγματα της Εθνεγερσίας κατοχύρωναν την θρησκευτική ελευθερία και μάλιστα όχι με την απλή μορφή της ανεξιθρησκείας, αλλά, ιδίως το Σύνταγμα της Τροιζήνας, με περιεχόμενο το οποίο νοηματοδοτεί την σύγχρονη έννοια του δικαιώματος. Συγκεκριμένα τα δύο πρώτα Συντάγματα όριζαν ότι «η επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας΄ ανέχεται όμως η Διοίκησις της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιερουργίαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως».
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε «καθείς εις την Ελλάδα επαγγέλλεται την θρησκείαν του ελευθέρως και δια την λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι θρησκεία της Επικρατείας». Η συνοπτική εξέταση των ανωτέρω διατάξεων παρέχει το αβίαστο συμπέρασμα ότι, πέραν του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας, τα Συντάγματα της Εθνεγερσίας κατοχύρωναν και επικρατούσα θρησκεία με τρόπο ώστε αυτό να μην σημαίνει μόνο ότι οι πιστοί της υπερέχουν συντριπτικά από τους πιστούς των άλλων δογμάτων και θρησκειών, αλλά και ότι η ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού είναι είδος επίσημης θρησκείας της Επικρατείας.
Στην ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση συνηγορούν και άλλες διατάξεις των Συνταγμάτων της Ελληνικής Επανάστασης. Ειδικότερα το Σύνταγμα της Επιδαύρου όρισε ότι «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων». Το Σύνταγμα του Άστρους επανέλαβε τη διάταξη αυτή, συμπλήρωσε όμως ότι «Έλληνες εισίν ομοίως και των αυτών δικαιωμάτων απολαμβάνουσιν όσοι έξωθεν ελθόντες, και την ελληνικήν φωνήν πάτριον έχοντες και εις Χριστόν πιστεύοντες ζητήσωσιν νά εγκαταριθμηθώσιν εις τους Έλληνας πολίτας».
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 επανέλαβε τις ανωτέρω ρυθμίσεις και προέβλεψε ότι Έλληνες είναι επίσης και όλοι οι ομογενείς που είχαν πολιτογραφηθεί σε άλλες πολιτείες, αρκεί να το ζητούσαν. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Ορθόδοξη Χριστιανική ομολογία αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας, έτσι όπως το όρισαν στα Συντάγματα της Εθνεγερσίας οι αντιπρόσωποι των επαναστατημένων Ελλήνων. Στα αξιοσημείωτα της διαπίστωσης αυτής είναι ότι ο κατ΄ εξοχήν εκπρόσωπος του νεότερου Ελληνικού Διαφωτισμού Αδαμάντιος Κοραής συμφωνεί απολύτως με τον τρόπο προσδιορισμού των Ελλήνων, προκειμένου, πέραν της κοινής καταγωγής και της ίδιας γλώσσας, να πληρούται και το τρίτο κριτήριο που είχε θέσει κατά την κλασική αρχαιότητα ο Ηρόδοτος, δηλ. την κοινή θρησκεία.
Εν κατακλείδι η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα όλων, δηλ. και των αλλοδαπών που κατοικούσαν στην Ελλάδα, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο που κυριαρχούσε μεταξύ των Ελλήνων του 19ου αιώνα.
Ο προσδιορισμός των Ελλήνων με κριτήριο αυτοχθονίας και θρησκείας δηλώνει την στενή σχέση της Ορθοδοξίας με τον Ελληνισμό, όταν αυτός μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 αρχίζει να αφυπνίζεται. Έκτοτε, αργά αλλά σταθερά οι Ρωμαίοι του Ανατολικού Κράτους θα πορευθούν με την συνείδηση ότι η Ελληνικότητά τους έχει συμπληρωθεί βιωματικά με την Ορθόδοξη εκδοχή του Χριστιανισμού.