«Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας, και Αδάμ και Εύα εκ της φθοράς του θανάτου, ηλευθερώθησαν Άχραντε, εν τη αγία Γεννήσει σου.»
Το ωραιότατο κοντάκιο της εορτής του Γενεθλίου της Θεοτόκου, το οποίο ακούγεται εδώ και αρκετό καιρό από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τονίζει την παιδαγωγικότητα της Εκκλησίας στο να προετοιμάζει τους πιστούς για το εκκλησιαστικό γεγονός, που θα εορταστεί, αλλά και την διαπαιδαγώγηση του ίδιου του Θεού προς τους ανθρώπους, ώστε πολύ καιρό ενωρίτερα με τους προφήτες και τους δικαίους να προετοιμάζει τους ανθρώπους για τον ερχομό και την γέννηση της Παναγίας μας.
Για τον Μωσαϊκό Νόμο η ατεκνία ήταν όνειδος, διότι: α. με την ευτεκνία οι γονείς μετείχαν στην ελπίδα να προέλθη από εκείνους ο Μεσσίας που θα έσωζε το ανθρώπινο γένος, και β. επειδή δεν είχε καταργηθεί ακόμη ο θάνατος, απουσίαζε η ελπίδα της αθανασίας και της αιωνίου ζωής –την οποία έφερε ο Χριστός, με την Ανάστασή Του αργότερα- κι έτσι αισθάνονταν την αναγκαιότητα των απογόνων για την διαιώνιση της ανθρώπινης ζωής.
Ο Ιωακείμ και η Άννα κατέφυγαν στην προσευχή. Και δεν σταμάτησαν τις δεήσεις μέχρις ότου έλαβαν πληροφορία από τον Θεό για την αποδοχή του αιτήματός τους.
Η Θεοτόκος προήλθε από γυναίκα άτεκνη και στείρα:
Για να διαλύσει τήν λύπη και να δώσει τη χαρά αφαιρώντας την ντροπή των γονέων της, με το ότι γεννήθηκε: «καὶ λύσας τὴν κατάραν ἔδωκε τὴν εὐλογίαν καὶ καταργήσας τὸν θάνατον ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Η στείρωση της Άννης και η λύπη, που την ακολουθούσε προτύπωναν την στειρότητα, την ακαρπία και τη θλίψη, ποὺ έφερε η αμαρτία στην ανθρωπότητα.
Αντίθετα η ευτεκνία της, που συνέβη με Θεία παρέμβαση, προτυπώνει τη χαρά και την ελπίδα, που θα έφερνε το υπέρλογο θαύμα της παρουσίας του Χριστού, που λύνει την κατάρα της αμαρτίας και προσφέρει την ευλογία. Η λύση αυτή πραγματοποιήθηκε δια της γεννήσεως της Παναγίας.
Αλλά και η γαστέρα, που θα κυοφορούσε την Μητέρα του Θεού, έπρεπε να είναι κατοικία μόνον γι΄ αυτήν, όπως ακριβώς και τα άγια των αγίων ήταν ο τόπος, τον οποίο ο μοναδικός άνθρωπος, που τον κατοίκησε ήταν η Αειπάρθενος Κόρη του Ιωακείμ και της Άννης.
Το Μεγάλο Θαύμα της εκ Πνεύματος Αγίου γεννήσεως του Σωτήρος Χριστού από την Υπεραγία Θεοτόκο, για να μπορέσει ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους να το δεχθεί, έπρεπε να προετοιμασθεί από ένα άλλο μεγάλο και προγενέστερο θαύμα, το θαύμα της τεκνοποιΐας των ατέκνων και γηραιών γονέων και με αυτόν τον τρόπο η φύση βαθμιαία να υποταχθεί στη Θεία Χάρη.
του αρχιμανδρίτη Ιωαννικίου Γιαννοπούλου, ιεροκήρυκος της Ι.Μ. Ιλίου, Αχαρνών & Πετρουπόλεως