Του «Αγίου Βαλεντίνου», ημέρα προστάτη των ερωτευμένων, η οποία επεβλήθη και στην πατρίδα μας, λόγω της ευπροσαρμοστικότητας αλλά και του έντονου πιθηκισμού που κυριαρχεί στη νεοελληνική πραγματικότητα. Δικαίως, θα μπορούσε συνάμα να χαρακτηριστεί αυτή την ημέρα ως εορτή της εμπορευματοποίησης του έρωτα στα χρόνια της πνευματικής χολέρας.
Ο άγιος Βαλεντίνος είναι ένας ξενόφερτος άγιος, ο οποίος άρχισε να γιορτάζεται στον Μεσαίωνα και αγιοποιήθηκε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Υπήρξε σεμνός άνθρωπος, αφιέρωσε την ζωή του στην χριστιανική θρησκεία και μαρτύρησε τον 3ο αιώνα επί Κλαυδίου Β΄ με λιθοβολισμό και αποκεφαλισμό, εξαιτίας του ότι παραβίασε ως ιερέας την εντολή του Αυτοκράτορα να μην παντρεύει νεαρά ζευγάρια. Μια άλλη παράδοση θέλει τον «Αγιο Βαλεντίνο» έναν νεαρό, ο οποίος μέσα στη φυλακή ερωτεύεται μια νεαρή γυναίκα.
Η Εκκλησία μας, σε αντίθεση με αυτά τα επιφανειακά υποκατάστατα των κοσμικών εορτολογικών προτάσεων της «Νέας Εποχής», προτείνει αυτή την ημέρα στα ορθόδοξα ζευγάρια να εορτάζουν το πρότυπο της συζυγίας του ανδρογύνου των Αποστόλων Ακύλα και Πρίσκιλα. Το παραπάνω αγιολογικό πρότυπο διασώζει την ταυτότητα του Ορθοδόξου ανθρώπου, εναντιούμενο σε αυτή την δυτικόφερτη εορτή και την μηχανιστική αντιμετώπιση του έρωτος εκ μέρους της νεωτερικότητας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας ως στόχο την προστασία της ιερότητας του έρωτα, έρχεται κάθε χρόνο την ημέρα αυτή να μας υπενθυμίσει ότι ο έρωτας μεταξύ δύο ανθρώπων δεν εξαντλείται στην σφαίρα της ηδονής, αλλά πρόκειται για ένα συναίσθημα αυτοπροσφοράς του ενός προσώπου στο άλλο, το οποίο αποκρυσταλλώνεται ως «κοινωνία προσώπων». Παράλληλα, το παραπάνω υπόδειγμα εκκλησιαστικής ζωής αποσκοπεί να μας φανερώσει το πραγματικό περιεχόμενο του έρωτα, ως αποκορύφωση της σαρκικής και ψυχικής κοινωνίας του ζευγαριού, απαλλαγμένης από τις μηχανιστικές και μονομερείς αντιλήψεις περί σαρκικής επιθυμίας και λύτρωσης.
Αυτή η προσέγγιση της Εκκλησίας είναι επιτακτική για την ζωή μας αν πραγματικά θέλουμε να εορτάζουμε Ορθόδοξα την εορτή του έρωτα, ο οποίος αποσκοπεί στην ένωση δύο προσώπων και όχι απλώς δύο σωμάτων. Ενας τέτοιος έρωτας απαλλαγμένος του διανοητισμού δεν οδηγεί σε κόρωση και πλήξη, αλλά σε καίνωση και αναδημιουργία.
Μας οδηγεί στην αποβολή της έννοιας της κτητικότητας, για τον άλλον μετατρέποντας την κατοχή μας σε αναζήτηση, σε τρόπο υπάρξεως, στην υπέρβαση του εαυτού μας και στην αυθεντική αγάπη. Μόνο έτσι αποκτά ο άνθρωπος τη δυνατότητα να ανακαινίσει και να χαριτώσει την σεξουαλική επιθυμία που είναι πηγή της δουλείας και της πτώσεως. Τελικά μας λυτρώνει από την ηθική κρίση στην οποία όλοι μας έχουμε περιέλθει.
Ακόμη και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός αναφερόμενος σε τέσσερις ή πέντε περιπτώσεις στον έρωτα αντιμετωπίζει με πολύ διάκριση. Ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για την εσωτερική διάθεση και το κίνητρο, παρά για την εξωτερική συμπεριφορά. Έτσι, στην μοιχαλίδα που σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο έπρεπε να λιθοβοληθεί, λέει «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω, πορεύσου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ιωαν. 8,11). Για την πόρνη που άλειψε με μύρο τα πόδια Του είπε «Αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). Στη Σαμαρείτιδα που ζούσε στην αμαρτία φέρθηκε πολύ θερμά, της εζήτησε νερό πρώτα, για να της δώσει προφανώς κάποιο αίσθημα αξίας και στη συνέχεια της απεκάλυψε μερικές από τις πιο υψηλές του διδασκαλίες. Δεν αγνόησε, ούτε παρεσιώπησε την προσωπική της κατάσταση, αλλά ούτε και ενδιέτριψε σ αυτήν, ούτε και εμποδίστηκε από αυτή για να την πλησιάσει.
«Αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού» (Ματθ. 21,31). Αυτό είναι παράδειγμα που εχρησιμοποίησε για να δείξει ότι γι΄Αυτόν αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου αλλά η εσωτερική του διάθεση. Ωστόσο, από αυτές τις αναφορές του Χριστού στον έρωτα δεν διαφαίνεται ούτε κάποια εχθρική διάθεση απέναντί του, ούτε καμία δυαλιστική τάση αντιμετωπίσεως του, παρά μόνο μια φυσική αντιμετώπιση του.
Ο Χριστός ούτε επίστευσε ότι η μεγαλύτερη ανθρώπινη αμαρτία συνδέεται με τον έρωτα, ούτε θεωρούσε αμαρτωλό τον έρωτα. Στην επιχειρηματολογία του η αμαρτία βρίσκεται στην έλλειψη αγάπης για το Θεό και τον άνθρωπο και στην προοπτική της εν Χριστω επένδυσης οποιαδήποτε ανθρώπινης εκδήλωσης με την αγάπη.
Η στάση όμως του Ιησού Χριστού έναντι του έρωτα δεν εξαντλείται σε αυτά. Ο έρωτας είναι μια ενστικτώδης παρόρμηση προς τον άλλο που όταν παραμένει ενστικτώδης δεν πετυχαίνει τον ίδιο του το στόχο. Ο έρωτας, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την ανακάλυψη του ρόλου του πλησίον στην ολοκλήρωση του προορισμού της ανθρωπίνης υπάρξεως, αν δεν αναβαπτιστεί στα χαρακτηριστικά που του έχει αποδώσει ο Θείος Δημιουργός του, δεν απομένει τίποτα περισσότερο από μία κρίση ναρκισσισμού, αποτρέποντας τον άνθρωπο από την πρόοδο και την αναμόρφωσή του.
Στην αναζήτηση του άλλου, στη συνάντηση και την ένωση με τον άλλον, ο κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να ζητάει την δική του ικανοποίηση, την ικανοποίηση των επιθυμιών του και των διεγερτικών αισθημάτων του, αλλά οφείλει να ενεργεί υπέρ της επιθυμίας του να υπηρετήσει τον άλλο, να συμβάλλει στην πληρέστερη δυνατή αυτοπραγμάτωσή του, στην πιο δημιουργική πλήρωσή του και να είναι πρόθυμος να υποστεί ακρωτηριασμό του εγωισμού του, επιδιώκοντας με αυτοθυσία να επιτύχει την παραπάνω επιδίωξη του. Τελικός προορισμός της διαδρομής αυτής, σε συνάρτηση με την αφοσίωση και την διάθεση προσφοράς προς τον άλλον, αποτελεί η βίωση του ο πραγματικού περιεχομένου της αγάπης. Μια αγάπη η οποία διατηρεί το πάθος και τη φλόγα του έρωτα που δεν είναι ψυχρή και εγκεφαλική, δηλαδή δεν είναι ασώματη.
Τέλος, όλοι μας θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η προσαρμοστικότητά μας και πολλές φορές ο πιθηκισμός μας σε σχέση με τα ξένα πρότυπα ζωής και έκφρασης δεν προάγουν τον πολιτισμό μας αλλά αντιθέτως μας οδηγούν στην ισοπέδωση των αξιών και των προτύπων της Ελληνορθόδοξης ιδιοπροσωπίας μας και οδηγούν στην αποϊεροποίηση του μυστηρίου της ζωής, το οποίο ο άνθρωπος της νεωτερικότητας θέλει να υποβαθμίσει στην σφαίρα της ηδονιστικής έκπτωσης μια διανοϊστικής επιβητορικής αντίληψης.