Αφορμή για την παραβολή του “Άφρονα Πλουσίου” αποτέλεσε το αίτημα κάποιου από τους ακροατές του Ιησού Χριστού προς αυτόν να παρέμβει ώστε να μοιράσει δίκαια την κληρονομιά του με τον αδελφό του. Το αίτημα φαίνεται λογικό, καθώς, ως διδάσκαλος της δικαιοσύνης, ο Ιησούς θα μπορούσε να συμβουλέψει τον αδελφό του αιτούντος να συναινέσει στο δίκαιο μοίρασμα της κληρονομιάς τους. Ο Ιησούς όμως αρνείται κατηγορηματικά μια τέτοια παρέμβαση και, απευθυνόμενος προς τους ακροατές του, τους αφηγείται μια παραβολή.
Σύμφωνα με την παραβολή, τα χωράφια κάποιου πλούσιου ανθρώπου έδωσαν μεγαλύτερη από τη συνήθη σοδειά και ο πλούσιος σκέφτηκε να κατασκευάσει μεγαλύτερες αποθήκες ώστε να την αποθηκεύσει, αλλά δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, γιατί το ίδιο βράδυ πέθανε. Η αντίδραση του πλουσίου φαίνεται επίσης λογική, καθώς κάθε συνετός άνθρωπος που θα κέρδιζε ανέλπιστα κάτι θα χαιρόταν και θα σκεφτόταν πώς μπορεί να το αξιοποιήσει καλύτερα. Έτσι, ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου αυτού από τον Ιησού ως “ανόητου” φαίνεται στα μάτια του σύγχρονου αναγνώστη υπερβολικός.
Για να γίνει κατανοητός αυτός ο σκληρός χαρακτηρισμός του πλουσίου πρέπει να λάβει κανείς υπόψη το πολιτισμικό περιβάλλον των ακροατών του Ιησού. Μεταξύ των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχει μια ομάδα έργων που ονομάζονται “Διδακτικά Βιβλία” και τα οποία αποτελούσαν ιδιαίτερα αγαπητό ανάγνωσμα για τους Ιουδαίους της εποχής του Χριστού, αλλά και για τους σύγχρονους χριστιανούς, καθώς σχεδόν σε κάθε ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού υπάρχει και ένα ανάγνωσμα από τα βιβλία αυτά. Πρόκειται συνήθως για συλλογές γνωμικών που εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία με αντίστοιχες συλλογές που βρέθηκαν τόσο στην αρχαία Αίγυπτο όσο και στον χώρο της Μεσοποταμίας και της Συρίας.
Οι Ισραηλίτες θα αναπτύξουν μια ανάλογη λογοτεχνία από την περίοδο της αιχμαλωσίας και εξής, μετά τον ς΄ π.Χ. αιώνα δηλαδή, όταν οι Ιουδαίοι θα χάσουν την πολιτική τους αυτονομία και θα βρεθούν διασκορπισμένοι μεταξύ των λαών που συγκροτούσαν την βαβυλωνιακή αυτοκρατορία. Όμως ο Ισραήλ δεν παρέλαβε άκριτα αυτή τη συσσωρευμένη εμπειρία των γειτόνων του, αλλά σύντομα την προσάρμοσε στον δικό του τρόπο σκέψης και στη δική του ιδιοσυγκρασία, μετασχηματίζοντάς την έτσι από εμπειρική σκέψη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής σε εμπειρία ζωής με τον Θεό.
Ο όρος “σοφία” αποκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο θρησκευτικά χαρακτηριστικά και δεν χαρακτηρίζει πλέον αυτόν που φέρεται με εξυπνάδα στην καθημερινότητά του, αλλά αυτόν που φέρεται με δικαιοσύνη. Στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ως “σοφός” χαρακτηρίζεται ο δίκαιος και ευσεβής άνθρωπος και η σοφία ταυτίζεται με την ευσέβεια, ενώ αντίθετα η αδικία και η ασέβεια χαρακτηρίζονται ως αφροσύνη. Έτσι, κάθε συλλογή γνωμικών αρχίζει ή τελειώνει με την υπενθύμιση ότι θεμελιώδης αρχή της σοφίας είναι το να φοβάται κανείς τον Θεό: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ α´ 7· θ´ 10· κ.ά.).
Την ίδια ακριβώς θεμελιώδη αρχή υπενθυμίζει και ο ποιητής του 13ου Ψαλμού ξεκινώντας το ποίημά του με τη διαπίστωση: «Είπε μέσα του ο άμυαλος· Θεός δεν υπάρχει». Ως “άμυαλος” χαρακτηρίζεται εδώ ο άνθρωπος εκείνος που, σύμφωνα με όσα τονίστηκαν παραπάνω, απορρίπτει πεισματικά τη σοφία, την αναγνώριση, δηλαδή του ρόλου που έχει ο Θεός στην καθημερινότητά του. Η άρνηση «Θεός δεν υπάρχει», δεν δηλώνει στην προκειμένη περίπτωση έναν θεωρητικό, φιλοσοφικό αθεϊσμό, αλλά μια προσπάθεια να οργανώσει κανείς τη ζωή του χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τον Θεό. Σ’ αυτόν τον τρόπο θεώρησης της ζωής βλέπουν οι βιβλικοί συγγραφείς τις αιτίες της εξαχρείωσης του ανθρώπου.
Αυτόν ακριβώς τον τρόπο θεώρησης της ζωής καταγγέλλει και ο Ιησούς χαρακτηρίζοντας τον πλούσιο της παραβολής “ανόητο”. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει εύκολα και από μια προσεκτική ανάγνωση του φραστικού που χρησιμοποιεί ο πλούσιος, καθώς αναζητά λύση στο πρόβλημά του. Μέσα σε τρεις μόνο στίχους χρησιμοποιεί οχτώ φορές ρήμα σε α΄ ενικό πρόσωπο και πέντε φορές την κτητική αντωνυμία “μου”. Μιλάει με τον εαυτό του (ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου) και απευθύνεται στον εαυτό του (Ψυχή, ἔχεις πολλά).
Πουθενά στη σκέψη του δεν υπάρχουν άλλοι, πουθενά δεν φαίνεται να λογαριάζει τους άλλους και κυρίως πουθενά δεν φαίνεται να λογαριάζει τον Θεό. Είναι απολύτως βέβαιος ότι το πλήθος των αγαθών του του εξασφαλίζει μια άνετη και ευχάριστη ζωή, επομένως δεν έχει λόγο να νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο. Χαρακτηρίζοντας, λοιπόν, ο Ιησούς τον πλούσιο της παραβολής με τον όρο-κλειδί “άφρων”, καθιστά σαφές στους ακροατές του τι ακριβώς καταδικάζει.
“Πλούσιος” στην Καινή Διαθήκη δεν είναι μόνον αυτός που έχει πολλά αγαθά, αλλά αυτός που στηρίζεται στα αγαθά, αυτός που οχυρώνεται πίσω από τα όποια αγαθά του για να αισθανθεί ασφαλής και σίγουρος, με συνέπεια να πετρώσει η καρδιά του για τον διπλανό του, ο οποίος του είναι τελείως αδιάφορος ή και ανύπαρκτος.
Ως “αγαθά” στην προκειμένη περίπτωση δεν θα πρέπει να νοούνται μόνον τα χρήματα, αλλά κάθε τι, πάνω στο οποίο οι άνθρωποι στηρίζονται, το οποίο θεωρούν ότι τους εξασφαλίζει και τελικά καταντούν απόλυτα εξαρτημένοι από αυτό. Και είναι πάρα πολλά αυτά· είναι οι γνώσεις, η επιστήμη, τα αξιώματα, οι τίτλοι, οι γνωριμίες, οι δεσμοί, τα “μέσα” και ένα σωρό άλλα ακόμη. Υπό αυτήν την έννοια ως “πλούσιος” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένας φτωχός, ο οποίος έχει κάνει σκοπό της ζωής του την εξυπηρέτηση του εγώ του, την οικονομική του εξασφάλιση, έστω και αν δεν το πετυχαίνει. Πλούσιος είναι σε τελευταία ανάλυση ο οποιοσδήποτε υπολογιστής άνθρωπος, είτε έχει οικονομική δύναμη είτε όχι, ο οποίος έχει θέσει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την προσωπική του ικανοποίηση, αδιαφορώντας για το αν ο υπόλοιπος κόσμος χαθεί ολόκληρος.
Αν δει κανείς κάτω από αυτό το πρίσμα τα πράγματα, τότε γίνεται προφανές το γιατί ο Χριστός είναι τόσο απόλυτος όταν αναφέρεται στον πλούτο. Γιατί γνωρίζει ότι όσο ο άνθρωπος επιμένει να αναζητά ασφάλεια σε επίγεια στηρίγματα, θα επιλέγει δρόμους και πολιτικές που θα εξουθενώνουν άλλους ανθρώπους. Μόνον όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να απεγκλωβιστεί από τη λογική της αναζήτησης της ατομικής του εξασφάλισης και εμπιστευτεί τον Θεό, μόνον τότε μπορεί να καταστεί συνεργάτης του Θεού και να αγωνιστεί για τον ερχομό της Βασιλείας του.