Συνήλθε σήμερα, Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2019, εκτάκτως, η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Προ της Συνεδρίας ετελέσθη Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη.
Περί την 9η πρωινή, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, ετελέσθη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου. Αναγνωσθέντος του Καταλόγου των συμμετεχόντων Ιεραρχών, διεπιστώθη απαρτία.
Ακολούθως συνεκροτήθη η Επιτροπή Τύπου, αποτελουμένη από τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου και Μυκόνου κ. Δωρόθεο και Πατρών κ. Χρυσόστομο.
Σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος ανέπτυξε την Εισήγησή του με τίτλο: «Αυτοκεφαλία Εκκλησίας Ουκρανίας».
Στον Πρόλογο της Εισηγήσεως, ο Μακαριώτατος ανέφερε ότι η Δ.Ι.Σ. ασχολήθηκε εντατικά σε αρκετές Συνεδρίες της με το θέμα αυτό, το οποίο και παρέπεμψε στις αρμόδιες Συνοδικές Επιτροπές, επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων και επί των Διορθοδόξων και των Διαχριστιανικών Σχέσεων, ώστε από κοινού να εισηγηθούν δεόντως προς την Ιερά Σύνοδο.
Την 13η Αυγούστου ε.έ. οι εν λόγω Επιτροπές κατέθεσαν στην Αρχιγραμματεία το Κοινό Πόρισμα και το Εισηγητικό Σημείωμα υπό τον τίτλο: «Το ζήτημα της κανονικής δικαιοδοσίας στην Ιερά Μητρόπολη Κιέβου». Το Πόρισμα των Επιτροπών, κατόπιν αναφοράς πέντε βασικών θέσεων εξ επόψεως νομοκανονικής, κατέληξε στο εξής: «Κατόπιν των ανωτέρω θεωρήσαντες το θέμα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας εξ επόψεως κανονικής, ου μην αλλά και νομικής, ευσεβάστως εισηγούμεθα ότι ουδέν το κωλύον την αναγνώρισιν του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ουκρανίας και την απόλυτον εναρμόνισιν και συμπόρευσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Ακολούθως, ο Μακαριώτατος έκανε σύντομη αναφορά στον συνοδικό θεσμό και την διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας, καθώς και στον θεσμό της Αυτοκεφαλίας. Σημείωσε δε ότι η Εκκλησία της Ουκρανίας παρέμενε πάντοτε στην κανονική εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο παραιτήθηκε εκ της κανονικής του δικαιοδοσίας, για να ενταχθεί στην κοινωνία των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, πράξη την οποία το Πατριαρχείο Μόσχας αποδοκιμάζει ως αντικανονική, σαν να ανήκε κανονικώς σε αυτό.
Τέλος, αφού χαρακτήρισε την ανακήρυξη της εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας ιδιαιτέρως επωφελή για την Ορθόδοξη Εκκλησία και πολύτιμη για την ενίσχυση των σχέσεων των δύο αδελφών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, της Μεγάλης Ρωσίας και της Ουκρανίας, εισηγήθηκε «την αναγνώρισιν υπό της ημετέρας Εκκλησίας της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της ανεξαρτήτου Δημοκρατίας της Ουκρανίας».
Επηκολούθησε εποικοδομητικός διάλογος και τοποθετήσεις πολλών Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών και η Ιεραρχία απεφάσισε όπως αποδεχθεί την απόφαση της παρελθούσης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και την εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, ήτοι αναγνωρίζει «το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την παραχώρηση του Αυτοκεφάλου, καθώς και το προνόμιο του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος να χειρισθή περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας», ενώ επτά Μητροπολίτες εζήτησαν την αναβολή λήψης Αποφάσεως.