Τετάρτη της Τυρινής Εβδομάδας, Ανάγνωσμα της Ακολουθίας της Τριθέκτης (Ιωη 2: 12-26)
Η περίοδος του Τριωδίου συνιστά, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας ένα στάδιο πνευματικών αγώνων, κατά το οποίο οι πιστοί προετοιμάζονται με μετάνοια, με προσευχή και με νηστεία για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα.
Έτσι, το πρώτο ανάγνωσμα από την Παλαιά Διαθήκη της συγκεκριμένης περιόδου που διαβάζεται την Τετάρτη της Τυρινής Εβδομάδας κατά την Ακολουθία της Τριθέκτης προέρχεται από το βιβλίο του Ιωήλ (2:12-26) και αποτελεί έναν λόγο του προφήτη, με τον οποίο καλούνται οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ σε μετάνοια και προαναγγέλλεται η ανταπόκριση του Θεού στην επιστροφή του λαού του. Με ένα άλλο ανάγνωσμα από το ίδιο βιβλίο που αναφέρεται στην εκπλήρωση αυτής της προαναγγελίας (2:23 – 3:5) θα κλείσει η χαρμόσυνη περίοδος του Πεντηκοσταρίου.
Το βιβλίο “Ιωήλ” περιέχει τις προφητείες του ομώνυμου προφήτη, γιου του Βαθουήλ, σχετικά με το θέμα της ημέρας της κρίσης του Κυρίου. Το όνομα του προφήτη συνιστά κάτι σαν ομολογία πίστης, καθώς σημαίνει “Ο Κύριος είναι ο Θεός”. Το κήρυγμα του Ιωήλ σχετίζεται με την Ιερουσαλήμ, αλλά στο βιβλίο δεν αναφέρονται άλλα στοιχεία ούτε για τον ίδιο ούτε για την εποχή της δράσης του, αν και υπάρχουν σχετικά ασφαλείς ενδείξεις ότι έδρασε κατά τη μετά την επιστροφή των Ιουδαίων (538 π.Χ.) από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία περίοδο.
Το έργο του προφήτη διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο (1:2 – 2:17) περιλαμβάνει την περιγραφή μιας επιδρομής ακρίδων που ακολουθείται από ξηρασία (1:2-12), και δίνει στον προφήτη αφορμή να καλέσει τον λαό σε μετάνοια και προσευχές για απαλλαγή από την πληγή (1:13-20), και να τον προειδοποιήσει για την επικείμενη έλευση της ημέρας της κρίσης του Κυρίου (2:1-17). Το δεύτερο μέρος (2:18 – 4:21) έχει ως θέμα του την ανταπόκριση του Θεού στις εκκλήσεις του λαού του• ο Θεός θα εκδηλώσει το έλεός του (2:18-27), θα χορηγήσει το Πνεύμα του πλουσιοπάροχα στον λαό του (3:1-5), θα κρίνει τους ξένους λαούς (4:1-16) και θα αποκαταστήσει τον λαό του (4:17-21).
Αν δεχτεί κανείς τα πορίσματα της σύγχρονης βιβλικής επιστήμης, σύμφωνα με τα οποία το βιβλίο του Ιωήλ είναι χρονολογικά ένα από τα τελευταία της συλλογής των “Δώδεκα Μικρών Προφητών” και το Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον το πρώτο της συλλογής των Ευαγγελίων, διαπιστώνει μια αδιάσπαστη συνέχεια της προφητικής παράδοσης από την Παλαιά Διαθήκη ως την Καινή· ο προφήτης Ιωήλ καλεί τον λαό σε μετάνοια, επειδή έφτασε η κρίση του Θεού, ενώ ο προφήτης Ιωάννης ο Βαπτιστής, με την περιγραφή της δράσης του οποίου αρχίζει το Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον καλεί τον λαό σε μετάνοια, επειδή έφτασε η Βασιλεία του Θεού. Έτσι, όσοι θα ακολουθήσουν τη συμβουλή του προφήτη Ιωήλ θα αποφύγουν την κρίση και όσοι θα ακολουθήσουν τη συμβουλή του Ιωάννη του Βαπτιστή θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Τόσο για την έξοδο από την κρίση όσο και για την είσοδο στη Βασιλεία του Θεού το κλειδί είναι το ίδιο· η μετάνοια.
Μετά την περιγραφή, λοιπόν, μιας τρομακτικής επιδρομής ακρίδων στη χώρα, με απίστευτης έκτασης καταστρεπτικά αποτελέσματα, που μόνο με την εκδήλωση της επικείμενης κρίσης του Θεού κατά του λαού του μπορεί να παρομοιαστεί, ο προφήτης καλεί τον λαό σε μετάνοια. Αναλαμβάνει, μάλιστα, να εξηγήσει ακριβώς τι εννοεί με τον όρο αυτόν. Σύμφωνα με το κείμενο, ο Θεός ζητάει από τον λαό του «Ἐπιστράφητε πρός με ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ» (2:12).
Η καρδιά θεωρείτο κατά τις αντιλήψεις της εποχής κέντρο της σκέψης του ανθρώπου, και κατ’ επέκταση, και των συνειδητών επιλογών του. Η μετάνοια, κατά συνέπεια, απαιτεί συνειδητή αλλαγή του τρόπου ζωής του ανθρώπου και επιστροφή στον Θεό, αλλά και ανάληψη δράσης. Η μετάνοια δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά απαιτεί συγκεκριμένες ενέργειες. Η νηστεία δηλώνει τη σταθερή απόφαση να αλλάξει κανείς τα πάντα, ακόμα και τον τρόπο της διατροφής του. Μια συμβολική όμως αλλαγή δεν συνιστά πραγματική μετάνοια αν δεν συνοδεύεται από συνειδητοποίηση της ανάγκης για ριζικότερη αλλαγή, άρα πρέπει να συναισθανθεί κανείς τα λάθη του και να κλάψει γι’ αυτά και να θρηνήσει για όσα έχασε εμμένοντας στην αμαρτία του.
Η συνειδητοποίηση όμως των λαθών και ο θρήνος προϋποθέτουν κάτι πολύ περισσότερο από τη συναισθηματική φόρτιση που προκύπτει από μια, ακόμη και έντονη, τελετουργική κίνηση. Για τον λόγο αυτόν ο Θεός προτρέπει «διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν» (2:13α). Το σκίσιμο των ενδυμάτων αποτελούσε για την εποχή χαρακτηριστική ενέργεια δηλωτική μεγάλου πένθους, θλίψης, απόγνωσης ή φρίκης. Όμως ο Θεός καλεί τους ακροατές του προφήτη να «σκίσουν τις καρδιές τους», ζητάει δηλαδή τη συνειδητή συμμετοχή όλου του είναι του ανθρώπου.
Αμέσως μετά την παράθεση του λόγου του Θεού, ο προφήτης απευθύνεται στους ακροατές του με την προτροπή «Επιστρέψτε, λοιπόν, στον Κύριο τον Θεό σας, γιατί είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, είναι ανεξίκακος και πολυεύσπλαχνος και συγχωρεί τις κακίες» (2:13β). Συνειδητή απόφαση, ανάληψη δράσης και ενεργός συμμετοχή είναι δυνατά μόνον όταν έχει κανείς βέβαιη την ελπίδα ότι θα φτάσει κάπου. Διαφορετικά ο άνθρωπος γρήγορα αποκαρδιώνεται και εγκαταλείπει την προσπάθεια. Γι’ αυτό ο προφήτης σπεύδει να διαβεβαιώσει το ακροατήριό του ότι ο Θεός τους αγαπάει και θα αποδεχτεί την επιστροφή τους. Την ίδια διαβεβαίωση θα δώσει μερικούς αιώνες αργότερα και ο απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους (2:4) με το ρητορικό ερώτημα: «περιφρονείς την άπειρη καλοσύνη, την ανεκτικότητα και τη μακροθυμία του Θεού, ξεχνώντας πως η αγαθότητα του Θεού θέλει να σε οδηγήσει στη μετάνοια;».
Όμως η μετάνοια που θα αλλάξει τον κόσμο και θα οδηγήσει στην πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού δεν μπορεί να είναι ατομική υπόθεση, αλλά προϋποθέτει καθολική συμμετοχή. «Συγκεντρώστε τον λαό, εξαγνίστε τη συνάθροιση· συναθροίστε ακόμη και τους γέροντες και τα νήπια που θηλάζουν· ως και τα νιόπαντρα ζευγάρια ας βγουν απ’ τους κοιτώνες τους» (2:16) κραυγάζει ο προφήτης, θέλοντας να δείξει πως μόνο με συνειδητή και πάνδημη προσπάθεια θα επιτευχθεί η Βασιλεία του Θεού. Υπάρχουν διατάξεις στον Νόμο του Μωυσή που απαλλάσσουν τους νιόπαντρους ακόμα και από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να σκοτωθεί κάποιος πριν προλάβει να χαρεί τον γάμο του (Δευ 20:5-7). Το ότι ο προφήτης δεν εξαιρεί ούτε τους νιόπαντρους από αυτή την πάνδημη προσπάθεια δείχνει το πόσο επείγουσα είναι η κατάσταση.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η επόμενη πρόσκλησή του. «Στο λιθόστρωτο που περιβάλλει το θυσιαστήριο ας κλάψουν οι ιερείς που υπηρετούν τον Κύριο» (2:17). Η μετάνοια που θα αλλάξει τον κόσμο και θα οδηγήσει στην πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού δεν μπορεί να στηρίζεται σε προτροπές της πνευματικής ηγεσίας προς τους άλλους, αλλά προϋποθέτει προσωπικό παράδειγμα. Αποτελεί χαρακτηριστικό των διεφθαρμένων ηγεσιών να προτρέπουν τον λαό σε θυσίες σε περιόδους κρίσης, ενώ οι κατέχοντες την εξουσία διαφυλάσσουν στο ακέραιο τα προνόμιά τους. Έτσι όμως, ένας λαός εξευτελίζεται, καθώς, απογοητευμένος από τους ηγέτες του, γίνεται ευάλωτος στις όποιες εξωτερικές επιβουλές. Γι’ αυτό ο προφήτης δεν εξαιρεί από το προσκλητήριό του ούτε τους ιερείς. Τους καλεί να μετανοήσουν και αυτοί και να παρακαλέσουν τον Κύριο, ώστε να μη επιτρέψει να αναρωτηθούν ποτέ οι άλλοι λαοί για τους Ισραηλίτες: «Πού είναι ο Θεός τους;» (2:17). Αυτό το ενδεχόμενο συνιστά για τον προφήτη το έσχατο στάδιο εξευτελισμού ενός λαού· το να καταστήσει, δηλαδή, με τη συμπεριφορά του τον Θεό του αόρατο στους άλλους. Παρά τη χρονική απόσταση των εικοσιτεσσάρων αιώνων που χωρίζουν την εποχή του προφήτη Ιωήλ από τη σύγχρονη, η έκκλησή του για μετάνοια ηχεί περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, ιδιαίτερα έξω από την πόρτα πολλών σύγχρονων Κοινοβουλίων.