ORTHODOXIA.INFO | Μαρία Αχιλλεοπούλου Πόσοι άραγε γνωρίζουν πως στο μικρό ναό της αγίας Βαρβάρας στον ομώνυμο Δήμο της Αττικής «κρύβονται» εξαίσιες τοιχογραφίες του μεγάλου Φώτη Κόντογλου;
Κι όμως, ο προσκυνηματικός ναός της αγίας Βαρβάρας, ο ναός που ξεκίνησε ως ένα ναΐδριο στην αθηναϊκή εξοχή του 18ου αιώνα και που έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος ναός που φιλοξένησε ανεκτίμητα κειμήλια της χριστιανικής πίστεως, έχει πολλά να πει στον επισκέπτη του.
Οι πολλοί γνωρίζουν πως ο ναός αυτός «χάρισε» το όνομα του στον Δήμο της Αγίας Βαρβάρας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Οι περισσότεροι είχαν την ευκαιρία να τον επισκεφθούν όταν για πρώτη φορά στην ιστορία έγινε ο τόπος φιλοξενίας των ιερών λειψάνων της αγίας Βαρβάρας και της αγίας Ισαποστόλου Ελένης που μεταφέρθηκαν με τιμές από την Βενετία όπου φυλάσσονται αιώνες τώρα.
Κι όμως αυτός ο ναός ο οποίος σχεδόν δυο δεκαετίες τώρα φιλοξενεί μόνιμα τεμάχιο από την Κάρα της αγίας Βαρβάρας, της προστάτιδας της πόλης, έχει πολλά ακόμη να πει.
Ο σημερινός ναός, κτίστηκε το 1904 σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής. Η ιδιομορφία του έγκειται στο γεγονός πως έχει χτιστεί με τέτοιο τρόπο που ο νέος ναός αγκαλιάζει τον παλαιό ο οποίος σήμερα είναι το Ιερό Βήμα του ενιαίου ναού.
Από τις 20 Απριλίου του 1949 ο ναός, βάσει του υπ’ αριθ. 957 Α.Ν., υπάγεται στην κατοχή, κυριότητα και διοίκηση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία συνεχίζει το κοπιώδες έργο της διαθέτοντας τα έσοδα του ιερού Προσκυνήματος για ιεραποστολικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Ακόμη, δίπλα από το Ιερό Ναό της αγίας, έχει στην κατοχή της το ανακαινισμένο θεολογικό οικοτροφείο, στο οποίο φιλοξενούνται περίπου 120 φοιτητές που φοιτούν σε πανεπιστήμια της Αττικής.
Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
Η αγία Βαρβάρα γεννήθηκε στη Νικομήδεια, παλαιά πρωτεύουσα της Βυθηνίας. Έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού στην Ηλιούπολη της Φοινίκης (σημερινή Baalbek, δηλαδή πόλη του θεού Βαάλ). Ο πατέρας της ανήκε στους εθνικούς. Φοβούμενος την επιρροή των Χριστιανών στη νεαρή Βαρβάρα, τη φυλάκισε σε έναν πύργο. Όμως, για εκείνη η απομόνωση είχε εντελώς αντίθετη έκβαση, αφού παρουσίασε στον πατέρα της, ξαφνικά, την πίστη της στον Τριαδικό Θεό καθώς και την αδιαφορία της για τα είδωλα.
Η αγία υπέστη τρομερά μαρτύρια περί τα είκοσι έτη της από την αυτοκρατορική αυλή του ηγεμόνος Μαρικιανού. Δυστυχώς, το τραγικό τέλος στο σύντομο βίο της έδωσε ο ίδιος ο πατέρας της μέσω του αποκεφαλισμού.
Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912) ανήγειρε ναό προς τιμήν της και εναπόθεσε σε αυτόν τα σεπτά της λείψανα. Ένα τμήμα της τιμίας κάρας της φυλασσόταν στον Λατινικό Καθεδρικό ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά μεταφέρθηκε στη Βενετία το έτος 1670. Το δε λείψανό της μεταφέρθηκε στη Βενετία, από τη Μαρία Αργυροπούλα, κατά την περίοδο εξουσίας του δόγη Πέτρο Β΄ Orseolo (991-1009). Το λείψανο της αγίας τοποθετήθηκε «in capela ducali» (στο δουκικό παρεκκλήσιο), δηλαδή στον Άγιο Μάρκο, ενώ κατά το έτος 1009 μεταφέρθηκε στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελισμού Torcello. Τελικώς, την περίοδο των ναπολεώντειων καταστροφών, έγινε μετακομοιδή του λειψάνου στη νήσο Burano, στον ναό του Αγίου Μαρτίνου.
Λέγεται, μάλιστα, ότι την ώρα του μαρτυρίου ακούστηκαν κρότοι και εμφανίστηκε μια λάμψη σαν κεραυνός στον ουρανό, με αποτέλεσμα η αγία να συνδεθεί άρρηκτα με το πυροβολικό, του οποίου είναι και προστάτιδα, καθώς και των μεταλλωρύχων.
Ο ναός πανηγυρίζει σύμφωνα με το παρακάτω πρόγραμμα: