Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024 | 7:44

Η «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία». Η εκκλησιαστική πτυχή του «Μακεδονικού»

Αναστάσιος Βαβούσκος
Αναστάσιος Βαβούσκοςhttp://www.vavouskos.com/
Ο κ. Αναστάσιος Βαβούσκος είναι Δικηγόρος, Δρ. του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ.

Του ιδίου συγγραφέα:

Όλοι παρακολουθούμε εδώ και καιρό την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδος και της FYROM για το επί δεκαετίες εκκρεμές θέμα του ονόματος της δεύτερης, καθώς και για τα συνδεδεμένα με αυτό θέματα των αλυτρωτικών τάσεων, του προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας των κατοίκων της κ.λ.π.

Αυτή είναι η πολιτική – νομική πτυχή του θέματος. Υπάρχει, όμως, και η εκκλησιαστική πτυχή του θέματος, που έχει σχέση με την ύπαρξη της λεγομένης «Αυτοκέφαλης Μακεδονικής Εκκλησίας». Την πτυχή αυτή, που λίγοι γνωρίζουμε, έφερε στο προσκήνιο η Εκκλησία της Ελλάδος, με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών ως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου προς τον Πρωθυπουργό.

Στην επιστολή αυτή, ο Μακαριώτατος επεσήμανε στον Πρωθυπουργό, ότι το ελληνικό Κράτος οφείλει κατά τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις να επεκτείνει τη βάση των διαπραγματεύσεων και προς την κατεύθυνση της «Εκκλησίας» των Σκοπίων, ώστε η όποια συμφωνία να δεσμεύει και αυτήν¹. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα αποφευχθεί – κατά την επιστολή – η μετακύλιση του προβλήματος της ονομασίας του κράτους της FYROM από το επίπεδο το πολιτικό στο επίπεδο το εκκλησιαστικό.

Η ανησυχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αυτή εκφράζεται με την ως άνω επιστολή, δικαιολογείται, εφόσον θεωρηθεί ως μια ακόμη «φωνή», και μάλιστα «στεντόρειος» υπέρ της μη χρήσεως από το γειτονικό κράτος του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του. Ας μου επιτραπεί όμως να πω, ότι από νομοκανονικής πλευράς ελέγχεται για την βασιμότητα της, όπως θα εκθέσω αμέσως παρακάτω.

Η «Εκκλησία» αυτή, η οποία αποτελεί κανονική επαρχία του Πατριαρχείου Σερβίας, αυτοανακηρύχθηκε πραξικοπηματικώς αυτοκέφαλη το 1967 με την επωνυμία «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Μακεδονίας». Απέκτησε, δηλαδή αυτογνωμόνως την διοικητική ανεξαρτησία της, χωρίς να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες και την Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαδικασία. Η διαδικασία αυτή προβλέπει, με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, υποβολή σχετικού αιτήματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο διά της Ιεράς αυτού Συνόδου θα αποφανθεί, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος και εφόσον κριθεί ότι πληρούνται, προβαίνει στην έκδοση σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου. Επειδή, όμως, η «Εκκλησία» αυτή δεν ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία, δεν αναγνωρίσθηκε από καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία, η κατάσταση δε αυτή παραμένει αμετάβλητη μέχρι σήμερα.

Μια προσπάθεια προσεγγίσεως έγινε τον Μάϊο του 2002, όταν εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Σερβίας και της «Μακεδονικής Εκκλησίας» υπέγραψαν ένα προσχέδιο συμφωνίας, το οποίο προέβλεπε ότι η «Εκκλησία» αυτή θα αποκτούσε αυτόνομο καθεστώς με την προβλεπόμενη διαδικασία, υπό την επωνυμία «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος – Σκοπίων», και χωρίς βεβαίως να περιλαμβάνεται σ’ αυτήν ο όρος «Μακεδονική». Η προσπάθεια όμως αυτή τελικώς δεν ευοδώθηκε και το προσχέδιο ουδέποτε μετουσιώθηκε σε οριστική συμφωνία. Παρά ταύτα, μέσα από αυτήν την αποτυχία, προέκυψε μια εξέλιξη, θετική για την Ορθόδοξη Εκκλησία και αρνητική για την «Εκκλησία» των Σκοπίων. Ένας από τους Μητροπολίτες αυτής της «Εκκλησίας», ο Βελεσών και Παραβαρδαρίου Ιωάννης, διαφώνησε με την απόρριψη του προσχεδίου και επανήλθε υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας, με αποτέλεσμα η πρώην «Εκκλησία» του να τον καθαιρέσει, το Πατριαρχείο Σερβίας να τον ορίσει Τοποτηρητή ως Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων και ο ίδιος να ταλαιπωρείται μέχρι και σήμερα με ποινικές διώξεις και φυλακίσεις.

Το 2017, το ευρωπαϊκό δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3532/2017 απόφασή του, που εξέδωσε επί προσφυγής της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος κατά της FYROM, επειδή το γειτονικό Κράτος απέρριψε την αίτηση της Αρχιεπισκοπής να εγγραφεί στα Μητρώα του Κράτους αυτού ως ορθόδοξη θρησκευτική κοινότητα. Ως λόγος απορρίψεως, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι εφόσον υπάρχει «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» δεν μπορεί να υπάρξει και δεύτερη Εκκλησία για την ίδια ομολογία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η FYROM, με την άρνηση της να καταχωρήσει την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας ως ορθόδοξη θρησκευτική κοινότητα, παραβίασε το άρθρο 11 της ευρωπαϊκής διακήρυξης ανθρωπίνων δικαιωμάτων», επιβάλλοντας και καταβολή αποζημιώσεως στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, ύψους 9.500 ευρώ.
Προσφάτως, η «Εκκλησία» αυτή προσέγγισε το Πατριαρχείο Βουλγαρίας, το οποίο βεβαίως ανταποκρίθηκε με άμεσο και θετικό τρόπο, αναλαμβάνοντας αντικανονικώς τον ρόλο της «Μητέρας Εκκλησίας» και υποσχόμενο να προωθήσει το αίτημα της «Θυγατέρας Εκκλησίας, δηλαδή της «Εκκλησίας» των Σκοπίων για αναγνώρισή της ως κανονικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Αυτές οι ενέργειες, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο στην πρόσφατη συνεδρίαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του συζήτησε εκτενώς τις αντικανονικές ενέργειες του Πατριαρχείου Βουλγαρίας.
Αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα ως προς την σχισματική αυτή «Εκκλησία». Και η πραγματικότητα αυτή μας οδηγεί στις εξής επισημάνσεις:

Στην πολιτική πραγματικότητα και στο Διεθνές Δίκαιο αναγνωρίζεται και είναι επικλητή η αρχή το αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή το δικαίωμα ενός λαού να καθορίζει ο ίδιος την ταυτότητά του.

Εντός των κόλπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας τέτοια αρχή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει αυτή η αρχή, διότι ο «αυτοπροσδιορισμός» στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάποιου τμήματος του πληρώματος της, επιτυγχάνεται μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία κινείται μεν από τους επιθυμούντες τον «αυτοπροσδιορισμό» (Κράτος, Ιεράρχες, Πλήρωμα της Εκκλησίας διαζευκτικώς ή από κοινού), διεκπεραιώνεται και ολοκληρώνεται όμως από τον αρμόδιο θεσμό Ο θεσμός αυτός, εάν πρόκειται για παραχώρηση αυτονόμου καθεστώτος, είναι η αυτοκέφαλη Εκκλησία, στην οποία ανήκουν οι αιτούντες, εάν πρόκειται για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Άλλωστε, όσες φορές επεσυνέβη ο «αυτοπροσδιορισμός» αυτός με ίδιες ενέργειες, αυτοβούλως και αυτογνωμόνως (όπως στις περιπτώσεις της Εκκλησίας της Βουλγαρίας, της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.λ.π.), δεν έγινε αποδεκτός από τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες, μέχρις ότου οι Εκκλησίες, που «αυτοπροσδιορίσθηκαν» αντικανονικώς, ακολούθησαν την «κανονική οδό», δηλαδή ζήτησαν επισήμως την ανακήρυξη είτε του αυτοκεφάλου είτε του αυτονόμου καθεστώτος τους από τους αρμόδιους θεσμούς και το αίτημά τους έγινε αποδεκτό. Για όλο, δε, το διάστημα, από τον αυθαίρετο «αυτοπροσδιορισμό» μέχρι την κανονική αναγνώρισή τους, οι Εκκλησίες αυτές παρέμειναν σε καθεστώς μη αναγνωρίσεως, με απλές λέξεις, δεν «υπήρχαν» για καμία Ορθόδοξη Εκκλησία.

Βάσει των ανωτέρω, η «Μακεδονική Εκκλησία» εδώ και πενήντα χρόνια δεν υφίσταται για την Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Συνεπώς, οποιοδήποτε όνομα και αν φέρει αυτή η «Εκκλησία», οποιαδήποτε γεωγραφική περιφέρεια και αν διεκδικεί ως έδαφος της δικής της κανονικής δικαιοδοσίας, ουδεμία σημασία έχει για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Και εφόσον δεν υφίσταται η «Εκκλησία», που είναι το μείζον, δεν υφίστανται ούτε όνομα ούτε γεωγραφική περιφέρεια αυτής. Και δεν τίθεται, πολύ περισσότερο, περαιτέρω θέμα συζητήσεως ούτε για αλλαγή ονόματος ούτε για αλυτρωτικές τάσεις της «Εκκλησίας» σε σχέση με τα γεωγραφικά όρια της κανονικής της δικαιοδοσίας.

Αυτά ισχύουν υπό το μέχρι σήμερα καθεστώς της αντικανονικής υπάρξεως της «Εκκλησίας» αυτής. Εάν, όμως, η «Εκκλησία» αυτή θελήσει να επιστρέψει στην εκκλησιαστική νομιμότητα και κανονικότητα, έχει δύο δρόμους, τους οποίους μπορεί να ακολουθήσει.

Ο πρώτος δρόμος είναι να επανέλθει η «Εκκλησία» αυτή υπό την κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας. Στην περίπτωση αυτή, αναβιώνει και de facto (αφού de jure ανέκαθεν υφίστατο) η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ως περιφέρεια του Πατριαρχείου Σερβίας και δεν τίθεται πλέον κανένα ζήτημα σχετικώς με το όνομα ή την γεωγραφική περιφέρεια της κανονικής δικαιοδοσίας της πρώην «Μακεδονικής Εκκλησίας». Αν τώρα, από κει και πέρα, η κανονική ηγεσία της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος επιθυμεί την διαπραγμάτευση για αυτόνομο καθεστώς, αυτό είναι ζήτημα εσωτερικό του Πατριαρχείου Σερβίας. Στην περίπτωση αυτή, θα αποφανθεί επί του θέματος η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας, η οποία – εάν κρίνει θετικώς το αίτημα περί παραχωρήσεως αυτονόμου καθεστώτος – θα καθορίσει την ονομασία και τα γεωγραφικά όρια της επαρχίας αυτής.

Ο δεύτερος δρόμος είναι η υποβολή από την «Εκκλησία» αυτή αιτήματος για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος. Στην περίπτωση αυτή, και σύμφωνα με την ισχύουσα ως τώρα διαδικασία, θα πρέπει να υποβληθεί ή από τους «Ιεράρχες» της «Μακεδονικής Εκκλησίας», ή τον λαό του γειτονικού Κράτους, ή από την επίσημη Κυβέρνηση ή ακόμη και από όλους από κοινού, αίτημα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος. Το αίτημα θα εξετασθεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εάν γίνει δεκτό, θα εκδοθεί σχετικός Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος περί παραχωρήσεως αυτοκεφάλου καθεστώτος. Το παραχωρούμενο καθεστώς θα ισχύσει όχι αναδρομικώς αλλά από της εκδόσεως του Τόμου και στο εξής, ο δε Τόμος, μεταξύ άλλων θα καθορίζει ρητώς:
α) το όνομα της νέας Εκκλησίας
β) τα γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της
γ) το όργανο που θα την διοικεί.

Άρα, και υπό αυτήν την προοπτική, η απόφαση περί του καθορισμού του ονόματος και της γεωγραφικής περιφέρειας της νέας Εκκλησίας, ανήκει στην αρμοδιότητα όχι των αιτούντων το νέο καθεστώς αλλά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Συνεπώς, στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει η αρχή του «ετεροπροσδιορισμού» και όχι του «αυτοπροσδιορισμού». Ο προσδιορισμός του ονόματος και των γεωγραφικών ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας ανήκει στην αρμοδιότητα των θεσμικών οργάνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και όχι των αιτούντων το αυτόνομο ή αυτοκέφαλο καθεστώς. Αλλά και εάν κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια θελήσει να αλλάξει το όνομά της ή τα γεωγραφικά όρια της κανονικής δικαιοδοσίας της, θα πρέπει να απευθυνθεί στον θεσμό, που εξέδωσε την απόφαση περί παραχωρήσεως αυτονόμου ή αυτοκεφάλου καθεστώτος, δηλαδή είτε στην τοπική Εκκλησία στην οποία υπάγεται είτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αλλιώς, αν το πράξει η ίδια διά του συνοδικού οργάνου της, θα εισέλθει σε καθεστώς αντικανονικότητας και θα προκαλέσει την παρέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς αποκατάστασιν της κανονικής τάξεως.

Ανακεφαλαιώνοντας, θέλω να τονίσω ότι η Εκκλησία της Ελλάδος εσφαλμένως ζήτησε από την Ελληνική Πολιτεία, να συμπεριλάβει στα θέματα της διαπραγματεύσεως και το όνομα της «Μακεδονικής Εκκλησίας»:

α) πρώτον, διότι το ζήτημα αυτό, εάν υφίσταται, είναι εκκλησιαστικής φύσεως και αφορά το Πατριαρχείο Σερβίας και όχι την Ελλάδα και το κράτος της FYROM. Εάν η Ελλάδα έθετε τέτοιο θέμα, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως de facto πολιτική αναγνώριση ενός ανύπαρκτου εκκλησιαστικού θεσμού.

β) δεύτερον, διότι δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία της Ελλάδος ως Ορθόδοξη Εκκλησία να ζητεί – ούτε κατασταλτικώς ούτε προληπτικώς – την αλλαγή του ονόματος μιας «Εκκλησίας», που νομοκανονικώς και για το σύνολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υφίσταται.

γ) τρίτον, διότι, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει τέτοιες διαδικαστικές ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε και στην περίπτωση που η «Εκκλησία» αυτή θελήσει να επιστρέψει στην κανονικότητα, ο όρος «Μακεδονία», δεν θα συμπεριληφθεί στον τίτλο της. Η αρχή του «ετεροπροσδιορισμού» επιβάλλει τον καθορισμό του ονόματός της και των γεωγραφικών ορίων της από την Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι από την ενδιαφερόμενη Εκκλησία με δικές της ενέργειες.

Συμπερασματικώς, δεν υφίσταται κίνδυνος μετακυλίσεως του πολιτικού προβλήματος στο εκκλησιαστικό πεδίο, διότι το πολιτικό πρόβλημα αφορά σε υπαρκτό κατά το διεθνές δίκαιο Οργανισμό (κράτος της FYROM), ενώ το εκκλησιαστικό πρόβλημα αφορά σε ανύπαρκτο κατά το Κανονικό Δίκαιο Οργανισμό («Μακεδονική Εκκλησία»).

Εάν, πράγματι, η Εκκλησία της Ελλάδος θέλει να εισφέρει στην προσπάθεια για την αποτροπή της χρήσεως του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων αυτού από την «Εκκλησία» των Σκοπίων, θα πρέπει να απευθυνθεί στην ίδια την Εκκλησία της Σερβίας ή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ζητήσει να γίνει πανορθοδόξως δεκτό το αίτημά της. Το δε ψήφισμα ή η απόφαση που θα εκδοθεί, να χρησιμοποιηθεί υποστηρικτικώς στην ήδη εξελισσόμενη διαπραγματευτική διαδικασία. Και όλα αυτά, εφόσον η «Εκκλησία» αυτή επιθυμεί να επιστρέψει στην κανονικότητα.

 


  1. «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρίς νά ἐπιθυμεῖ τήν ὁποιαδήποτε ἀνάμειξή της στίς ἐνέργειες τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, χωρίς ταυτόχρονα νά ἀπεμπολεῖ τή διαχρονική μαρτυρία λόγου καί αἵματος τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ της ὑπέρ τῆς Ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας, ἡ ὁποία τῆς ἀπαγορεύει νά ἀποδεχθεῖ τή χρήση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀποφάσισε στή συνεδρία της τῆς 9ης Ἰανουαρίου τ.ἔ., νά ἐπισημάνει τόν κίνδυνο τῆς πιθανότητας μετακυλίσεως τοῦ προβλήματος τῆς ὀνομασίας τοῦ γειτονικοῦ Κράτους, ἀπό τό πολιτικό στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο καί τήν ἐπιβίωση ἑνός ἰδιότυπου ἀλυτρωτισμοῦ στή γείτονα χώρα μέσῳ τοῦ τίτλου τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων. Ἐν ὄψει αὐτοῦ, θερμῶς παρακαλοῦμε νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ἀνωτέρω, ὥστε στά πλαίσια τῆς συμφωνίας περί τοῦ ὀνόματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, νά ὑπάρξει μέριμνα καί γιά τήν ἀντίστοιχη ὀνομασία τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν τίτλο τῆς ὁποίας πρέπει νά ἀπαληφθεῖ ὁ ὅρος «Μακεδονία» καί τά παράγωγά του».

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ